του Λάκη Παπαστάθη
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1920_theofilos.jpg

Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, παρότι γεννήθηκε αρκετές δεκαετίες μετά την επανάσταση του 1821, μια μέρα εγκατέλειψε το ευρωπαϊκό  στυλ ντυσίματος και υιοθέτησε την παραδοσιακή φορεσιά, την φουστανέλα. Ταυτίστηκε με τον ελληνικό μύθο ενός κόσμου ηρώων, από το Μεγάλο Αλέξανδρο ως τους κλέφτες και αρματωλούς του 19ου αιώνα. Τρεφόταν από τις καθημερινές μορφές του λαϊκού πολιτισμού και από το φως της Ελλάδας. Φορούσε τα ρούχα των ανθρώπων που ζωγράφιζε. Ζούσε μέσα από τους μύθους και την ιστορία των συμβόλων αυτού του τόπου. Αυτός ο φωτισμένος άνθρωπος, οδηγήθηκε στην πιο απόκρυφη απουσία του Ελληνικού Μύθου, στην τέχνη του. Ζωγράφιζε με ένα μοναδικό προσωπικό τρόπο, πρωτοφανή για τα δεδομένα της εποχής.
(δ.τ.)

Μια συνέντευξη του Λάκη Παπαστάθη

"Θα έλεγα πώς η ταινία μου είναι η ποιητική βιογραφία του ζωγράφου Θεόφιλου Χατζημιχαήλ. Θέλω όμως, όσο είναι δυνατόν - να διευκρινίσω τον όρο ποιητική βιογραφία και να τον αντιδιαστείλω από τη μυθιστορηματική βιογραφία την όποια ιδεολογικά και αισθητικά αντιπαθώ. Αυτό που είναι το κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η αυθαιρεσία. Μόνο που η μυθιστορηματική αυθαιρεσία ζητάει να αναπαλαιώσει τη ζωή ενός προσώπου του παρελθόντος, να τον παρουσιάσει ολόκληρο και πλήρες, σαν τα αρχαία μνημεία που είναι συμπληρωμένα και γυαλιστερά, ενώ η ποιητική προσέγγιση αυθαιρετεί σε επί μέρους στιγμές, δεν έχει την αγωνία του ολοκληρωμένου, τα μνημεία τα γδέρνει ο χρόνος· μ’ άλλα λόγια αναζητά γνωστικούς τρόπους προσέγγισης μέσα από την ποιητική κυριολεξία· το πρόσωπο σ' αύτη την περίπτωση υπάρχει σήμερα επειδή συναντιέται με μια σημερινή δημιουργικότητα. Αυτός είναι ο λόγος που γυρίζοντας τον Θεόφιλο δεν είχα ούτε μια στιγμή την αίσθηση ότι γύριζα ταινία εποχής, ενώ συχνά έχω την αίσθηση αύτη βλέποντας σύγχρονες ταινίες. Σίγουρα την εποχή δεν τη φτιάχνει το ένδυμα των ηθοποιών και τα ντεκόρ.
(...) Ας πούμε - απλουστεύοντας - πώς με ενδιαφέρει η αναζήτηση του νεοελληνικού προσώπου. Δεν μου αρέσει η εύκολη και άκριτη λέξη “ελληνικότητα” που συχνά τη χρησιμοποιούν για να χαρακτηρίσουν τις ταινίες μου. η ελληνικότητα είναι Αυτό που μοιάζει το ελληνικό, που το κωδικοποιεί εξωτερικά, είναι σαν το ποιητικίζον σε σχέση με το ποιητικό. Η επίσημη άποψη Στην Ελλάδα τα τελευταία 150 χρόνια είναι η ελληνικότητα, ενώ το ελληνικό είναι υπόγειο, συχνά παράνομο, κρυφό και απωθημένο.
(...)  Πιστεύω πώς το παρελθόν δεν αναπαρίσταται. Μας χωρίζει απ’ αυτό σκοτάδι όπως άλλωστε κι απ’ το μέλλον. Το σκοτάδι όμως Αυτό είναι το εφαλτήριο του ποιητή. Και η ποίηση γνωρίζει από ιστορία μ’ έναν τρόπο διαφορετικό από τον παραδοσιακό ιστορικό λόγο. Γενικά ο λόγος της τέχνης βρίσκεται στους αντίποδες της ιστοριογραφίας. Τα τελευταία χρόνια, βέβαια, η επιστήμη της ιστοριογραφίας υποψιάζεται τη σημασία της ποίησης στο πλησίασμα του παρελθόντος, εισάγοντας τον όρο “ιστορική αίσθηση”, για να ακουμπήσει την υπόγεια συνείδηση που διατρέχει τα ιστορικά γεγονότα. Γιατί, πώς μπορεί να ερμηνευτεί ένα ανθρώπινο πορτραίτο η μια χρωματική απόχρωση σε ένα έργο ζωγραφικό η μια ιστορική πόζα τοΰ Θεόφιλου σε μια φωτογραφία; Είναι δυνατόν να υπάρχει ταινία εποχής σαν τα ιστορικά ποιήματα του Καβάφη; Ελπίζω πως οι ταινίες που ασχολούνται με το παρελθόν ενδιαφέρουν το σύγχρονο άνθρωπο γιατί στα πνευματικά ζητήματα και στα αισθητικά φαινόμενα δεν υπάρχει η εξέλιξη που υπάρχει Στην επιστήμη. Χάνονται και ξανακερδίζονται αδιάκοπα. Σκέφτεστε πώς θα ήταν η ανθρωπότητα χωρίς τα αριστουργήματα του παρελθόντος;
(...)  Δεν ξέρω αν ανήκω στο Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο. Νομίζω ότι ανήκω περισσότερο Στην ελληνική λογοτεχνική παράδοση. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου κινηματογραφιστή. Δεν έχω “πατέρες” κινηματογραφιστές και μπορώ να πώ ότι, παρά το έντονο βίωμα του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, δεν έχω σχέση με τους δημιουργούς του. Νιώθω πιο κοντά στον Βιζυηνό, τον Παπαδιαμάντη, τον Μητσάκη και τους 'Έλληνες ποιητές. 'Ίσως έγινα κινηματογραφιστής επειδή δεν μπόρεσα να γίνω ποιητής η πεζογράφος. 'Άλλωστε δεν μου αρέσουν καθόλου οι κινηματογραφικές τέχνες. Μ’ ενδιαφέρει το σινεμά που επηρεάζεται από άλλες τέχνες. Νομίζω πώς οι ταινίες μου έχουν μνήμες από τη ζωγραφική, το θέατρο, τη λογοτεχνία που αγάπησα."

(απόσπάσματα από μια συνέντευξη στο περιοδικό Οθόνη)