του Γιώργου Γούση
(το σημείωμα του σκηνοθέτη)
Από το 2018 περίπου, έχει ξεκινήσει για μένα ένα προσωπικό ταξίδι εξωστρέφειας, το οποίο με οδηγεί επαγγελματικά να κάνω μια παύση από τη μοναχική δουλειά που έκανα ως τότε, αυτή του δημιουργού κόμικ, και να δοκιμάσω την πολυπρόσωπη και πιο περιπετειώδη δουλειά του σκηνοθέτη. Το 2019 κάνω την πρώτη μου μικρού μήκους, εθίζομαι στη δημιουργική διαδικασία της κατασκευής μιας ταινίας, διψάω για την επόμενη και ξαφνικά, παύση. Το 2020, όλα σταματάνε και εγώ ξαναβρίσκομαι στο τελευταίο μέρος που θα ήθελα να είμαι, στην εσωστρέφεια του σπιτιού μου. Και ενώ, έτσι κι αλλιώς, ήξερα πως στην Ελλάδα το να κάνεις ταινίες είναι από μόνο του κάθε φορά ένα μικρό θαύμα, η παύση που μας επέβαλε η διαχείριση της πανδημίας, το έκανε να φαντάζει άπιαστο όνειρο. Κάπου εκεί, έχω ήδη αρχίσει να απογοητεύομαι, όταν ξαφνικά, μέσα στην καραντίνα, έρχεται μια υποτροφία από το ARTWORKS του Ιδρύματος Νιάρχος, ανταμοιβή για το πρότερο καλλιτεχνικό μου έργο. Ένα δώρο δηλαδή, και το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι είναι ότι θα ήθελα να κάνω δώρο στον εαυτό μου μια ταινία, ή ένα ταξίδι, ή ακόμα καλύτερα, μια ταινία-ταξίδι.
20 Δεκεμβρίου 2020. Ξεκινάμε από την Αθήνα οκτώ άνθρωποι -δυο ηθοποιοί και έξι άτομα συνεργείο, ένα παλιό αυτοκίνητο-ηθοποιός που αγόρασα, η σύνοψη μιας ιστορίας και μια miniDV κάμερα, με προορισμό την Κεφαλονιά. Σκοπός μας είναι να γυρίσουμε πίσω δεκαπέντε μέρες μετά, έχοντας ανακαλύψει μια ταινία, ένα road movie για δύο ανθρώπους που ταξιδεύουν μόνοι, συναντιούνται τυχαία και η ανάγκη τους για συντροφιά καθυστερεί την επιστροφή και τον αποχωρισμό τους. Δεκαπέντε μέρες μετά, εγώ και ο Γιώργος Κουτσαλιάρης, διευθυντής φωτογραφίας της ταινίας, επιστρέφουμε με το ΚΤΕΛ στην Αθήνα κατάκοποι, αλλά ευτυχισμένοι που είχαμε μαζί μας ένα κουτί παπουτσιών γεμάτο mini κασέτες μαγνητοταινίας. Στο καπάκι του έγραφε "προσοχή, να μείνει μακριά από μαγνητικά πεδία".
Τα Μαγνητικά Πεδία θα μείνουν στην ανάμνησή μου σαν ένα ταξίδι και μια ιστορία αγάπης μεταξύ των ανθρώπων που την φτιάξαμε. Το ερώτημα όμως είναι αν το συναίσθημα που νιώσαμε εμείς όσο την φτιάχναμε, πέρασε και στην ταινία. Την ταινία που ανακαλύψαμε κι εμείς στην Κεφαλονιά, την ταινία που μας επέτρεψαν και μας υπέδειξαν ο καιρός, οι αναποδιές, το ρίσκο, η επιμονή, η υπομονή, η απογοήτευση, η τύχη και η ατυχία μας να κάνουμε. Ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος και η Έλενα Τοπαλίδου, αυτοσχεδιάζοντας, κατέθεσαν την ψυχή και τη φαντασία τους κι εμείς προσπαθήσαμε να τα κινηματογραφήσουμε, όσο πιο απλά μπορούσαμε, σαν να ήμασταν απλώς εκεί και να τους βλέπουμε.
Γράφω αυτό το σημείωμα παριστάνοντας το σκηνοθέτη αυτής της ταινίας, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχω ιδέα ποιος ήταν αυτός, και αν υπάρχει. Το μόνο που ξέρω είναι ότι χαίρομαι πολύ που ήμουν κι εγώ εκεί όταν γυριζόταν και την ευχαριστώ για τη συντροφιά που μου κράτησε μετά, όσο κράτησε.
ΥΓ. Παράδοξο εντελώς, αλλά τα Μαγνητικά Πεδία οφείλονται κατά πολύ στη βοήθεια της πανδημίας, στα κλειστά θέατρα και μαγαζιά, τη διάθεση για φυγή και τους άδειους δρόμους της Κεφαλονιάς από την απαγόρευση κυκλοφορίας, που χωρίς αυτά, πρακτικά δε θα μπορούσαμε ποτέ να την κάνουμε. Εύχομαι να μην την ξαναχρειαστούμε ποτέ.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)