(Kyuka Before Summer’s End)
του Κωστή Χαραμουντάνη
(κριτική: Καλλιόπη Πουτούρογλου)
Η ηρωική μπαλάντα ενός αλλόκοτου καλοκαιριού
Καλοκαιράκι στο Αιγαίο. Κάπου μεταξύ ουρανού και θάλασσας ένα ιστιοφόρο βάζει πλώρη για κοντινό νησί σε ένα ταξίδι που καθορίζεται από την αρχή και το τέλος του. Οι προετοιμασίες πριν την αναχώρηση. Ο μονίμως αγχωμένος πατέρας, μανιώδης ψαράς, και τα δίδυμα παιδιά του, ο Κωνσταντίνος και η Έλσα, στο τέλος της εφηβείας και των ψευδαισθήσεων. Τα αδέλφια δεμένα με τον ισχυρό δεσμό των διδύμων έχουν τον δικό τους κώδικα επικοινωνίας αλλά διαφορετική στάση απέναντι στον «μουντρούχο» πατέρα. Το κορίτσι πιο φιλικό και συνεργάσιμο, το αγόρι, - η «πριγκίπισσα» κατά τα λεγόμενα του πατέρα - λιγότερο. Κι ενώ όλα δείχνουν ότι οι τρεις τους σαλπάρουν για ένα ακόμα ανέμελο καλοκαίρι διακοπών στο νησί του Πόρου με τις συνήθεις εκδηλώσεις χαράς, ενθουσιασμού , βαρεμάρας, απογοήτευσης και αηδίας, - που βρίσκουν ωστόσο τρόπο να ισορροπούν προς χάριν της οικογενειακής γαλήνης- η εμφάνιση μιας μυστηριώδους γυναίκας και μια σειρά συναντήσεων, προγραμματισμένων και απρογραμμάτιστων, θα φέρουν στην επιφάνεια θαμμένες αναμνήσεις, εμμονές και απωθημένα χρόνων.
Δεύτερο μέρος μιας τριλογίας, το «Kyuka(διακοπές στα ιαπωνικά) Before Summer’s End» αποτελεί συνέχεια της βραβευμένης στις Νύχτες Πρεμιέρας του 2018 μικρού μήκους «Kioku(αναμνήσεις) Before Summer Comes», ενός κολάζ αναμνήσεων δύο παιδιών που ανυπομονούν να ξεκινήσει το καλοκαίρι, ενώ η τρίτη προβλέπεται να φέρει τον τίτλο Kieru που πάλι για κάποιο λόγο στα ιαπωνικά θα μπορούσε να αποδοθεί ως «η διαδικασία της εξαφάνισης». Δομημένη σε δύο μέρη η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Κωστή Χαραμουντάνη ξεκινάει σαν μια ανέμελη θαλασσινή περιπλάνηση για να βουτήξει στη συνέχεια σε πιο βαθιά κινηματογραφικά νερά. Ακολουθώντας σχεδόν γραμμική αφήγηση στο πρώτο μέρος της, με παιχνιδιάρικη διάθεση, ευαισθησία, ειρωνικό χιούμορ και μια queer πολύχρωμη αισθητική, στοιχεία συχνά αναγνωρίσιμα στο έργο μιας νέας γενιάς Ελλήνων δημιουργών που ξεκίνησαν από τη μικρού μήκους για να καταλήξουν σε μεγάλα φεστιβάλ, η ταινία περνάει στο δεύτερο μέρος της σε μια πιο ενδιαφέρουσα πειραματική φόρμα, που εντάσσεται ωστόσο οργανικά στην αφήγηση και δημιουργεί ένα ιδιαίτερο οπτικό και ηχητικό σύμπαν. Κι ενώ οι κόσμοι που αντιπαραβάλλονται είναι εξαρχής διακριτοί, των παιδιών και των ενηλίκων, ο Χαραμουντάνης περιβάλλει με ιδιαίτερη τρυφερότητα όλους σχεδόν τους χαρακτήρες του, ακόμα και τους πιο αδύναμους, ενώ ανάλογο ενδιαφέρον δείχνει και για τους ζωντανούς οργανισμούς , από τη μικρή χελώνα έως τα γλοιώδη σκουλήκια-δολώματα και τα σπασμένα στην ακρογιαλιά κοράλλια. Μέσα σε αυτό τον κόσμο που μυρίζει θάλασσα και αλάτι η αθωότητα των παιδιών φαίνεται να κερδίζει τη συμπάθεια του θεατή απέναντι στην ωμότητα και ανωριμότητα των ενηλίκων, σε έναν κόσμο που τα κομμάτια του συμπληρώνονται σιγά σιγά, ενώ ο χρόνος του έχει οριστικά τελειώσει.
Επιλέγοντας τετράγωνη οπτική (4:3) ο σκηνοθέτης εστιάζει κυρίως στα πρόσωπα και στα όσα αρχικά διαδραματίζονται μέσα στο σκάφος. Το βαλς των λουλουδιών από τον Καρυοθραύστη του Τσαϊκόφσκι συνοδεύει το εναρκτήριο πλάνο σε ένα ταξίδι που αποδεικνύεται κάθε άλλο παρά ρομαντικό. Η μουσική εξάλλου που κατακλύζει την ταινία επανέρχεται με διαφορετικά θέματα και λειτουργεί αντιστικτικά, άλλοτε για να υποστηρίξει και άλλοτε για να υπονομεύσει την εικόνα. Υπάρχει μία εμφανής διάθεση αντιπαράθεσης ανάμεσα σε έναν οπτικοακουστικό λυρισμό και μια ωμή ρεαλιστική αφήγηση, κάτι που ο Χαραμουντάνης τηρεί σχεδόν ως το τέλος. Συνθέτοντας την ιστορία του από αυτόνομες σεκάνς που έχουν άλλοτε φυσικότητα και άλλοτε έντονη θεατρικότητα, η ταινία κινείται στο πρώτο μέρος τουλάχιστον με λιγότερο σαφή προσανατολισμό, ενώ στο δεύτερο μέρος το τοπίο φαίνεται να ξεκαθαρίζει.
«Στα αστέρια , στη θάλασσα. Πήγαινα για ψάρεμα και το μόνο που άκουγα ήταν τζιτζίκια» : Με τον εσωτερικό μονόλογο του πατέρα η ταινία εγκαταλείπει τη συμβατική της φόρμα και περνάει στον χώρο του πειραματικού. Με ένα άναρχο μοντάζ και την κάμερα να καταγράφει νευρώδεις διαδρομές ο χρόνος διαστέλλεται, η μνήμη ενεργοποιείται, λέξεις και φράσεις επαναλαμβάνονται και μια voice over ποιητική αφήγηση ξετυλίγει το χρονικό μιας σχέσης που την «κατάπιε το καλοκαίρι» ή καλύτερα τα ποικίλων ειδών ψάρια. Η για χρόνια απούσα μητέρα έρχεται τώρα στο προσκήνιο, μέσα από διαλόγους που φωτίζουν σημεία της ιστορίας που παρέμεναν στη σκιά. Η εξαιρετική σκηνή της αντρικής λογομαχίας στο σκάφος, μιας παραληρηματικής ναρκισσιστικής αντιπαράθεσης στα όρια του τραγελαφικού, θα οδηγήσει την περιπέτεια στην κορύφωσή της και το σκάφος στο καρνάγιο χωρίς τους θερινούς του εκδρομείς. Τέλος ιστορίας. Ό,τι διαγραφόταν ως καλοκαιρινή περιπέτεια ενηλικίωσης θα καταλήξει σε συντριπτική ήττα ενός μεγαλομανούς ήρωα, στην ταπείνωση ενός αθεράπευτα ρομαντικού.
Φεστιβάλ Καννών (ACID) 2024