(Παγίδα)
του Hany Abu-Assad
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_hudassalon.jpg

Η ζωή στη Δυτική Όχθη της Παλαιστίνης δεν είναι εύκολη. Πόσο μάλλον για τις γυναίκες που εκτός απ’ την καταπίεση των δυνάμεων κατοχής, πολύ συχνά έχουν να υποστούν κι εκείνη των ίδιων τους των συζύγων. Απηυδισμένη απ’ την παθολογική ζήλεια του άνδρα της, η Ριμ παίρνει το μωρό της για να πάει, μετά από πολύ καιρό, για χτένισμα, και λίγη κουβεντούλα, που όπως νομίζει θα της κάνει καλό, στο κομμωτήριο της φίλης της Ούντα. Εκεί, όμως, λιποθυμάει κι όταν συνέρχεται βλέπει την Ούντα να την εκβιάζει με στημένες φωτογραφίες που μόλις της έβγαλε για να γίνει πληροφοριοδότρια των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών. Πανικόβλητη, η Ριμ φεύγει τρέχοντας και πετάει στα σκουπίδια του σπιτιού της το τηλέφωνο που η Ούντα της έδωσε, δεν αποκαλύπτει, όμως, στον άνδρα της τι έγινε γιατί φοβάται πως δεν θα την πιστέψει. Η Ούντα, ωστόσο, την επόμενη κιόλας μέρα έχει ήδη πέσει στα χέρια της Παλαιστινιακής Αντίστασης. Το ίδιο κι οι φωτογραφίες πολλών γυναικών γυμνών αγκαλιά με τον ίδιο άνδρα. Ανάμεσά τους κι εκείνη της Ριμ…
Απ’ όλες τις αρετές της απολαυστικά αγωνιώδους Παγίδας του Χάνι Αμπού-Ασάντ, αυτής της «μικρής», χειροποίητης και σπουδαίας ως προς το αποτέλεσμα ταινίας, η μεγαλύτερη δεν είναι η ικανότητά της να ελίσσεται ως πολιτικό θρίλερ, ψυχολογική εμβάθυνση και κοινωνική κριτική μαζί, ούτε να εκφράζει τα ζητούμενα μέσα απ’ τις εξαιρετικές και πολύ εσωτερικές ερμηνείες των ηθοποιών της, παρ’ ότι κι αυτά από μόνα τους θα αρκούσαν, αλλά κυρίως η απροσδόκητη ιδιότητά της να γίνεται αναζωογονητικά μη αναμενόμενη, σαν ένα απρόσμενο δώρο-έκπληξη που προσφέρει ατόφια τη χαρά της θέασης μέσα απ’ το συναισθηματικό σασπένς και την αγωνία. Ο σκηνοθέτης, που παραδίδει μαθήματα σκηνοθετικής ευφυίας και ήθους, κατορθώνει να πάρει ένα ζοφερό θέμα που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και να βουτήξει μέσα του -με τη βοήθεια του επίσης εξαιρετικού δικού του σεναρίου-, χωρίς να του χαριστεί ή να το ωραιοποιήσει, αλλά αναδεικνύοντάς το από μια σκοπιά εντελώς διαφορετική απ’ αυτή που κανείς θα περίμενε, σε κάτι πολύ πιο πολυεπίπεδο και βαθύ, κι εν τέλει πολύ πιο αλληλένδετο και σχετικό, με τα όσα συμβαίνουν, μπολιάζοντας το επιφανειακά ανέλπιδο της κατάστασης με ευαισθησία κι ανθρωπιά, αλλά και με μια αίσθηση υποδόριου χιούμορ.
Απέναντι στους διορθωτικούς αλγόριθμους και στις προκάτ αλήθειες του Χόλυγουντ, που συχνά το μόνο που αντιμάχονται είναι η ίδια η λειτουργία της τέχνης, ταινίες όπως η Παγίδα προτάσσουν μια πολύ πιο ουσιώδη ειλικρίνεια και κριτική σκέψη, που πραγματεύεται πολύ πιο αποτελεσματικά και ακριβοδίκαια τις δομές εξουσίας της πατριαρχίας, όχι μόνο ως προς την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα που δημιουργούν, αλλά και σε σχέση με το πολυδιάστατο της ανθρώπινης φύσης που τις εμπεριέχει ως λειτουργίες ανεξαρτήτως φύλου, αποτυπώνοντας μέσα απ’ το συσχετισμό το πώς τα πλαίσια έτσι όπως θεσμοθετούνται εσωτερικά και εξωτερικά κάνουν τον Άλλο αντιληπτό ως εχθρό (διαφορετικό) ή φίλο (ίδιο). Ο Αμπού-Ασάντ (που έχει υπάρξει δύο φορές υποψήφιος για Όσκαρ καλύτερης διεθνούς ταινίας), χρησιμοποιεί την αθωότητα και την αγωνία της Ριμ (υπέροχος ο τρόπος που κινηματογραφεί το πρόσωπό της συνεχώς μεταβαλλόμενο), σε αντιδιαστολή με τις σκληρές αλήθειες που περιέχουν τα λόγια της Ούντα και του «εξεταστή», έτσι όπως αρχικά αντιπαλεύουν ο ένας τον άλλον και εν τέλει συνομιλούν μεταξύ τους, για να ανοίξει ένα παράθυρο ενσυναίσθησης στα «κοινά» της ανθρώπινης ύπαρξης που μπορούν, αν βιωθούν, να κάνουν και τους πιο απρόσμενους ανθρώπους να δείξουν ξαφνικά λίγο έλεος αφήνοντας στο θεατή μια ελπίδα, μικρή, αλλά αρκούντως λυτρωτική, πως με τον τρόπο αυτό η ζωή μπορεί στο τέλος να νικήσει.
Σε ό,τι αφορά στην πραγματικότητα της περιοχής. η Παγίδα απ' ότι λέει ο σκηνοθέτης της, απ' τη μια έκανε πολλές γυναίκες να νοιώσουν πιο ενδυναμωμένες και να του στέλνουν ευχαριστήρια γράμματα, επειδή φώτισε μια κατάσταση που για χρόνια η κοινωνία έκανε ότι δεν ξέρει απ' την άλλη, όμως, δημιούργησε τόσο μεγάλη οργή σε κάποιους Παλαιστίνιους άνδρες που οι δύο πρωταγωνίστριες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα για την ασφάλειά τους- η μια ζήτησε άσυλο στην Γαλλία κι η άλλη εδώ, στην Ελλάδα. Σε φαντασιωτικό, αλλά και σε πραγματικό επίπεδο η αλήθεια μάχεται πάντα με τις συνέπειες. Αυτό κι αν δεν πρέπει να ξεχνάμε…