(Red rooms)
του Pascal Plante
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Η πολύκροτη δίκη του Λουντοβίκ Σεβαλιέ, του διαβόητου δολοφόνου που βασάνισε και σκότωσε με φρικαλέο τρόπο τρία έφηβα κορίτσια μόλις ξεκινά. Ανάμεσα στο κοινό η ανεξιχνίαστων προθέσεων Κέλι Αν, πετυχημένο μοντέλο και παίκτρια διαδικτυακού πόκερ, που αφήνει κάθε φορά το πολυτελές της διαμέρισμα και κοιμάται έξω για να πιάνει σειρά για τη δίκη, αλλά κι η Κλεμαντίν, μια αλλόκοτη νεαρή κοπέλα, που ήρθε στην πόλη άφραγκη και περιφέρεται άστεγη μόνο και μόνο για να συμπαρασταθεί στον δολοφόνο. Τα στοιχεία είναι συντριπτικά εναντίον του Σεβαλιέ, η καταδίκη του όμως δεν είναι βέβαιη αν δεν βρεθεί το βίντεο βασανισμού και φόνου της τρίτης κοπέλας στο οποίο φαίνεται καθαρά η ταυτότητά του. Το βίντεο αυτό λέγεται πως υπάρχει σ’ ένα απ΄ τα κρυφά «κόκκινα δωμάτια» του διαδικτύου, εκεί όπου άνθρωποι πληρώνουν για να μπουν και να δουν φρικαλεότητες, όπως φόνους και βιασμούς, τους οποίους μπορεί να έχουν κι από πριν παραγγείλει.
Από τις πιο δυνατές ταινίες του φετινού Φεστιβάλ Κάρλοβι Βάρι, το Les chambres rouges του Pascal Plante, διαθέτει έναν αξιομνημόνευτο γυναικείο ρόλο, την ψυχαναγκαστική, τελειομανή, κοινωνιοπαθητική, αλλά και απρόσμενα συμπαθή Κέλι Αν και μαζί μια πολύ αποτελεσματική σκηνοθετική αντίληψη για το πως μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο φόβος και το σασπένς στην ανάδειξη μιας ολόκληρης θεματολογίας περί βλέμματος, εμμονής, ύπαρξης του Κακού -εσωτερικού και μη-, κοινωνικής αποξένωσης και μοναξιάς. Κι αν ο σκηνοθέτης είχε το θάρρος να κοιτάξει λίγο ακόμα την ηρωίδα του κατάματα -όπως στο φοβερό πλάνο που η Κέλι Αν αποσπά επιτέλους ένα βλέμμα απ’ το δολοφόνο- και δεν θόλωνε τη σκοτεινή ψυχή της κι ένα μέρος του σεναρίου του μ’ αμφίβολο ανθρωπισμό, η ταινία του θα ήταν τόσο τρομακτική, όσο κι η αλήθεια.
Το Les chambres rouges ξεκινάει ως δικαστικό δράμα, αλλά γρήγορα μετατρέπεται σε ψυχολογικό -και όχι μόνο- θρίλερ με πρωταγωνίστρια μια γυναίκα που έχει εμμονή μ’ έναν δολοφόνο. Η στάση της, όμως, αυτή μοιάζει σιγά-σιγά να συνδέεται με κάτι ακόμα πιο σκοτεινό: με την ηδονοβλεπτική απόλαυση που μπορεί να εμπεριέχει η θέαση της φρίκης, της βίας και του σαδισμού, που εδώ παρουσιάζονται στην πιο ακραία, κυριολεκτική τους μορφή, αλλά σε άλλες, πιο ήπιες παραλλαγές και μορφές έχουν πια αποενοχοποιηθεί κι αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς μας. Στη διέγερση των ενστίκτων αυτών που υπάρχουν λες πριν απ’ τον πολιτισμό και μπορούν -υπό προϋποθέσεις- να εκφραστούν σχεδόν αναλλοίωτα αψηφώντας τις επιταγές κάθε νόμου, ως μέρος ενός εσωτερικού Κακού, που επιθυμεί ή επιχαίρεται με την μυθική εξόντωση του Άλλου, το διαδίκτυο, με την ανωνυμία και την ατιμωρισία του, προσφέρει βασιλική υπηρεσία. Καμία οθόνη, όμως, μικρή ή μεγάλη, δεν είναι άμοιρη ευθυνών στον τρόπο που τα εξάπτει επίτηδες ωθώντας το κοινό να μετατραπεί σε ανηλεή καταναλωτή εικόνων και απευαισθητοποιώντας το χάριν συμφέροντος ακόμα κι απέναντι στην πιο ακραία βία -στην οποία όλο και περισσότερο το εθίζει.
Το βλέμμα γίνεται έτσι μια λειτουργία διαστροφική σ’ ένα παιχνίδι που οι ρόλοι είναι μόνο δύο -του θύματος ή του θύτη- και πολύ συχνά εναλλάσσονται ακόμα κι αν κανείς αισθάνεται ότι ανήκει μόνο στη μια κατηγορία. Στο πλαίσιο αυτό, η Κέλι Αν, που εσκεμμένα προσπαθεί να μοιάσει με το ένα θύμα βρίσκει ικανοποίηση στη θέση του θύματος- μέσα κι από ένα επάγγελμα -μοντέλο- που την καθιστά εξ ορισμού βορά του αδηφάγου βλέμματος του άλλου, κυρίως του ανδρικού. Κι εδώ η ταινία θέτει και την έμφυλη διάσταση, αλλά μ’ έναν ανακουφιστικά μη αναμενόμενο τρόπο. Κι αυτό γιατί η Κέλι Αν, παρ’ ότι δεν έχει τον πλήρη έλεγχο όπως νομίζει, αφού η εικόνα της μπορεί και να εξαφανιστεί αν δεν ακολουθήσει τις κοινωνικές επιταγές, είναι κι ίδια θύτης -όπως κάθε γυναίκα αν θέλει μπορεί - και κάτοχος του ίδιου διεστραμμένου βλέμματος, που βλέπει τον Άλλον μόνο εξουσιαστικά και βάζει την ακραία βία στη θέση του σεξ, αντιγυρίζοντας μέσα απ’ την αποξένωση αυτή από κάθε τι ανθρώπινο, στην κοινωνία κάτι απ’ το δικό της βλέμμα. Η ταινία αποδίδει εξαιρετικά αυτή την έξαψη στο καλύτερο πλάνο της -εκεί που η Κέλι Αν βλέπει το βίντεο της φρίκης.
Όλα αυτά βεβαίως θέλουμε πάντα να πιστεύουμε ότι είναι έξω απ’ τα κοινά ανθρώπινα, οπότε κι η ταινία μας βοηθάει με τον ρόλο της Κλεμαντίν, ενός εμφανώς παραμελημένου συναισθηματικά κοριτσιού που θεωρεί τον δολοφόνο αθώο και ταυτίζεται μαζί του πιστεύοντας ότι εξορίζεται άδικα απ’ τη ζωή, με τον ίδιο τρόπο που άδικα είναι εξόριστη κι η ίδια. Εδώ το τραύμα εύκολα εξηγεί το ακατανόητο κι η υπερνίκηση της μοναξιάς μέσα έστω κι από μια υποτυπώδη συναισθηματική φροντίδα βοηθάει όχι μόνο την Κλεμαντίν, αλλά και την ταινία να πάρει τον πιο εύκολο δρόμο του ανθρωπισμού κι αφού υποχρεώσει και την Κέλι Αν να βαδίσει για λίγο στο ίδιο μονοπάτι, μετά την εξαφανίζει σαν να μην ξέρει τι να κάνει με την σκοτεινή της ψυχή – όπως ίσως κι η κοινωνία μας δεν ξέρει πως να χειριστεί αυτά που η ίδια έχει δημιουργήσει.
Karlovy Vary 2023