(A Journey in Spring)
των Wang Ping-Wen & Peng Tzu-Hui
(κριτική: Δημήτρης Μπάμπας)
Μαύρη οθόνη. Ο ήχος του νερού που κυλάει. Καθώς η εικόνα σιγά-σιγά σχηματίζεται , ένα εντυπωσιακό τοπίο παρουσιάζεται: ένας καταρράκτης μέσα σε μία καταπράσινη φύση. Και στη βάση του καταρράκτη, μια ανθρώπινη φιγούρα . Ο ήχος των νερών που πέφτουν από ψηλά προκαλεί ένα αίσθημα εσωτερικής ηρεμίας και γαλήνης. Ο τίτλος της ταινίας εμφανίζεται: δύο ιδεογράμματα η άνοιξη και το ταξίδι.
Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων είναι οι κεντρικοί ήρωες αυτή την ταινία από την Ταϊβάν: ο άνδρας δυσκολεύεται να βαδίσει, καθώς κουτσαίνει ελαφρά από το ένα πόδι και η γυναίκα παραπονιέται συνεχώς για την καθημερινότητά τους. Οι μεταξύ τους καυγάδες φαίνεται ότι αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητας τους. Η ζωή δύσκολη, και η επιβίωση σκληρή. Η γυναίκα μαζεύει πλαστικά μπουκάλια και τενεκεδάκια από τους δρόμους και τα πουλάει στην ανακύκλωση. Ζουν στην κορφή ενός λόφου, μακριά από τον αστικό ιστό.
Οι δυο σκηνοθέτιδες μοιράζουν τον αφηγηματικό τους χρόνο, και κατ’ αντιστοιχία και την προσοχή τους , στα δύο πρόσωπα του ζευγαριού στον άνδρα και τη γυναίκα. Η γυναίκα μοιάζει να υπομένει και να αντιπαλεύει μια δύσκολη πραγματικότητα: επισκέπτεται το γιο τους στην πόλη και ένα ταοϊστικό ναό κάνοντας τάματα γι' αυτόν. Ο άνδρας δείχνει κουρασμένος και απογοητευμένος από τη ζωή, δείχνει σαν να έχει αφεθεί στη ροή των πραγμάτων: την περιμένει στη στάση του λεωφορείου ώρες για να γυρίσει. Πίσω από τη γεμάτη εντάσεις ζωή αυτού του ηλικιωμένου ζευγαριού υπάρχει αγάπη. Ό,τι όμως ανατρέπει τις ισορροπίες είναι το αναπόφευκτο, η αναχώρηση της γυναίκας για το επέκεινα του βίου…
Σε τρία μέρη χωρίζεται η αφήγηση της ταινίας. Το πρώτο περιγράφει την κοινή ζωή του ζεύγους. Το δεύτερο, εστιάζει στο βουβό και κρυφό πένθος του άνδρα, καθώς αρνείται να αποδεχτεί το θάνατο της γυναίκας του και να τον ανακοινώσει δημόσια, διατηρώντας το πτώμα στο ψυγείο. Ό,τι έχει σημασία για τον ηλικιωμένο άνδρα είναι η διαχείριση της απώλειας, συνδιαλλαγή με το πένθος, η επιβίωση από την πλημμυρίδα των αναμνήσεων της κοινής ζωής που τον κατακλύζει.
Και τέλος, το τρίτο μέρος της αφήγησης περιγράφει το τι συμβαίνει μετά τη δημόσια αποκάλυψη του θανάτου.
Μιας ιδιαίτερης επισήμανσης αξίζει η αφηγηματική στρατηγική των δύο σκηνοθέτιδων: καμία κυριολεξία, καμία αμεσότητα, όλα δηλώνονται πλάγια, με υπονοούμενα, με νύξεις. Μόνο στο τέλος σχηματίζεται με καθαρότητα η εικόνα για τα πρόσωπα και τις σχέσεις τους: η πηγή της δυσαρέσκειας του άνδρα δεν είναι παρά ο αποτυχημένος γάμος του γιου και η ομοφυλοφιλία του που μόνο στο τρίτο και τελευταίο μέρος γίνεται φανερή. Αναμφίβολα κάτι που βιώνεται ως ταπεινωτικό σε μια συντηρητική, και εμφορούμενη από τις ιδέες του Κομφούκιου, κοινωνία.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η καταπράσινη φύση της Ταϊβάν είναι ένα βάλσαμο για τους πόνους της ψυχής, αλλά και μία διαρκής υπόμνηση του επέκεινα. Ένα ταξίδι που ποτέ δεν μπόρεσαν να κάνουν, σ’ ένα καταρράκτη, είναι τελικά το ταξίδι αποχαιρετισμού της κοινής τους ζωής. Ένα ταξίδι στην "κοιλάδα των ψυχών" είναι η κάθαρση σε αυτή την σκοτεινή τραγωδία του πένθους.
Σε μία από τις τελευταίες σκηνές της ταινίας βλέπουμε τον ηλικιωμένο άνδρα να επισκέπτεται τελικά μόνος αυτόν τον καταρράκτη. Τώρα ο ήχος του νερού είναι εμφατικός, σχεδόν βίαιος, η ένταση υψηλή, καμία σχέση με τη γαλήνη και την ηρεμία που μετέδιδε η αρχική εικόνα. Κάθεται μόνος του ο ηλικιωμένος μπροστά στο καταρράκτη, παίζοντας φυσαρμόνικα. Ξαφνικά η ένταση του ήχου και η βοή του νερού μετριάζεται και ο ήχος της μελωδίας κυριαρχεί σιγά -σιγά στην εικόνα. Η δύσκολη συμφιλίωση με την απώλεια, η αποδοχή του πένθους έχει συμβεί...
Φεστιβάλ San Sebastian 2023