Ξεκίνησε την καριέρα του ως κριτικός κινηματογράφου, συνεργάστηκε με διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους για να συνεισφέρει τα μέγιστα στο ελληνικό κινηματογραφικό τοπίο όταν ανέλαβε καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Μέσα σε λίγα χρόνια κατόρθωσε να το κάνει ένα διεθνές φεστιβάλ επιπέδου.
Ο λόγος για τον Μιχάλη Δημόπουλο.
Στις γραμμές που ακολουθούν σκιαγραφεί την αντίληψη του για 40ο Φεστιβάλ (1999)....
(...) Υπήρξα κριτικός κινηματογράφου για πολλά χρόνια στην Αυγή και στον Σύγχρονο και αλλού, αλλά ήμουν κριτικός ως κινηματογραφόφιλος. Η κινηματογραφοφιλία έθρεψε μια γενιά ανθρώπων που ασχολήθηκαν συστηματικά και με πάθος με το σινεμά. Μιλάω για την δεκαετία του ΄60 και μετά όπου βρισκόταν σε πλήρη άνθιση ο μοντέρνος κινηματογράφος ως ρεύμα και ταυτόχρονα αναπτυσσόταν ένας ουσιαστικός στοχασμός πάνω στον κλασικό κινηματογράφο. Αυτή ήταν η παιδεία του κινηματογραφόφιλου της γενιάς μου. Νομίζω, όμως, ότι αυτή η θεώρηση του κινηματογράφου κάπου έχει πια αλλοιωθεί και βρισκόμαστε τώρα σε μια περίοδο καμπής όπου οι αξίες αλλάζουν, δηλαδή οι παλιές αξίες αφήνουν τη θέση τους σε νεώτερες που όμως ακόμα δεν έχουν αποσαφηνιστεί. Είμαστε μπροστά σε μια νέα κατάσταση πραγμάτων κι όσον αφορά τον τρόπο παραγωγής ταινιών, κι όσον αφορά την αξιολόγηση των ταινιών, κι όσον αφορά τον ρόλο των Φεστιβάλ.
(...) Πριν από οκτώ χρόνια είχαμε κάνει την πρότασή για ένα Διεθνές Φεστιβάλ στην Θεσσαλονίκη, είχα επικεντρώσει την ταυτότητά του στον χώρο του λεγόμενου νέου κινηματογράφου, των νέων δημιουργών, του νέου αίματος. Πιστεύω ότι τότε είχαμε κάνει μια σωστή επιλογή διότι από ότι φαίνεται ο κινηματογράφος οδηγείται πια σε μια καθολική υπεροχή του κυρίαρχου μοντέλου του αμερικάνικου σινεμά. Ωστόσο υπάρχουν δημιουργοί, παραγωγοί και εθνικές σχολές που αποκλίνουν από αυτό το μοντέλο και παλεύουν να ενισχύσουν μια άλλη, διαφορετική άποψη για το σινεμά. Κάνοντας την επιλογή μας πιστέψαμε πως αυτή είναι η άποψη που αφορά ένα Φεστιβάλ κινηματογράφου που επιμένει να πιστεύει ότι το κινηματογραφικό έργο μπορεί να είναι ακόμα έργο τέχνης και όχι μόνο εμπορικό προϊόν για ψυχαγωγία. Αυτή ήταν η φιλοσοφία μας και στο πέρασμα των χρόνων τηρήσαμε την υπόσχεσή μας. Δεν είναι πια τόσο εύκολο βέβαια γιατί μας πλημμυρίζει ο mainstream κινηματογράφος και η κατάσταση χειροτερεύει διαρκώς.
(...) Γενικώς αυτή είναι η άποψή μου: να δείχνω ταινίες που να μην έχουν βραβευτεί σε μεγάλα Φεστιβάλ. Τις επιλέγω συνήθως από τις παράλληλες εκδηλώσεις των Φεστιβάλ (μεγάλων και μη) και από ένα πολύ μεγάλο αριθμό ταινιών που φτάνουν στα γραφεία μας κάθε χρόνο από όλο τον κόσμο σε κασέτες. Πέρα από την καλλιτεχνική αξία των ταινιών η τελική επιλογή συνυπολογίζει και την προσέλευση, την διαφοροποίηση των ειδών, τις τάσεις, τα ρεύματα κ.λπ.
(...) Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης διαθέτει μια δυναμική που λειτουργεί ανεξάρτητα από τις ταινίες που προγραμματίζει. Η επιτυχία ενός φεστιβάλ δεν είναι μόνο η επιτυχία του προγράμματος ή της οργάνωσής του: δημιουργεί βασικά ένα φεστιβαλικό κλίμα, ένα ιδιαίτερο πλέγμα που τελικά λειτουργεί εις όφελος ακόμα και των πιο αντιεμπορικών ταινιών.
(...) Βεβαίως το Φεστιβάλ είναι κάτι το αυτοτελές, είναι ένα κοινωνικό γεγονός που έχει ημερομηνία αρχής και λήξης. Δεν φιλοδοξούμε να κάνουμε ένα Φεστιβάλ όλο τον χρόνο. Αυτό που προσπαθούμε είναι να διοργανώνουμε στην Θεσσαλονίκη, στις δύο αίθουσες (Ολύμπιον και Παύλος Ζάννας) και στην συνέχεια στην Αθήνα, στο Παλλάς, κινηματογραφικές εκδηλώσεις που έχουν "εκπαιδευτικό χαρακτήρα" όπως αφιερώματα σε σημαντικούς σκηνοθέτες (Φελίνι, Μπέργκμαν, Μπρεσόν και Μιζογκούσι που θα γίνει τον Ιανουάριο του 2000). Με τέτοια πολιτιστικά ανοίγματα ενισχύουμε, πιστεύω, τον κινηματογραφικό πολιτισμό που είναι πάρα πολύ σημαντικός και που τα τελευταία χρόνια υποφέρει και στην Ελλάδα και συμβάλουμε στην δημιουργία μια κινηματογραφικής παιδείας που θα επιτρέψει στο κοινό να εκτιμήσει καλύτερα και τις ίδιες τις ταινίες του Φεστιβάλ.
(αποσπάσματα από συνέντευξη του Μισέλ Δημόπουλου στον Γιάννη Φραγκούλη)