Η ολοσέλιδη διαφήμιση στο μηνιαίο κινηματογραφικό περιοδικό ήταν εντυπωσιακή, όχι για τους προφανές λόγους γραφίστικης εμφάνισης. Μια μικρή εταιρεία διανομής -η New Star- ανήγγειλε στο αναγνωστικό κοινό την προβολή πέντε ταινιών: ήταν η Ρωσική Κιβωτός του Αλεξάντερ Σοκούροφ, ο Κακός του Κορεάτη Κίμ Κι Ντουκ, το προκλητικό Ψέματα του Jang Sun-Woo και τέλος δύο ταινίες του Ούγγρου Μπέλα Τάρ, τις Αρμονίες του Werckmeister και το θρυλικό επτάωρο έπος του Satantago.
Στα πρόσφατα χρόνια δεν υπάρχει ίσως πιο ριψοκίνδυνη επιλογή εταιρείας διανομής στην Ελλάδα. Και αν η ταινία Ψέματα μπορεί να αιτιολογηθεί από το προκλητικό του θέματος - πάντα είναι ευπρόσδεκτη μια τολμηρή ταινία για το σεξ- οι υπόλοιπες επιλογές του επιχειρηματία διανομέα μένουν μετέωρες και προκαλούν τα ερωτηματικά σ' ένα παρατηρητή. Μια περιπλάνηση στο μεγαλύτερο ρωσικό μουσείο, ένας άγνωστος και προκλητικός κορεάτης και δύο ταινίες ενός από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες εν δράσει που όμως φιλοξενείται σχεδόν αποκλειστικά στο κύκλωμα των φεστιβάλ: οι επιλογές δείχνουν δυσεξήγητες και χωρίς οικονομικές προσδοκίες. Η αγορά της κόπιας, η όχι και ευκαταφρόνητη διαφημιστική δαπάνη και τέλος τα έξοδα διανομής θα πρέπει να αποσβεσθούν και να δημιουργήσουν κέρδος για τον έλληνα διανομέα. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι η πρώτη επιλογή του, η Ρωσική Κιβωτός, ανταμείφθηκε από το κοινό μ' ένα σίγουρα αξιοσέβαστο αριθμό εισιτηρίων, τότε ίσως δεν πρέπει να αντιμετωπίσουμε ως ριψοκίνδυνες τις επιλογές του διανομέα. Οι ταινίες αυτές μάλλον τελικά θα διεκδικήσουν την προσοχή ενός κοινού τολμηρών και ανήσυχων θεατών και τελικά θα αποδειχτούν οικονομικά πετυχημένες επιλογές.
Ωστόσο το ζήτημα που θέτουν οι επιλογές αυτές παραμένει. Κάτι έχει αλλάξει το τελευταίο χρόνο στο κύκλωμα διανομής. Κάτι που επηρεάζει τόσο την ευρύτητα των επιλογών που έχει στην διάθεση του ο φίλος του κινηματογράφου, όσο και την ποιότητα των ταινιών που του προσφέρονται. Συχνά το ξεχνάμε αλλά το σινεμά που βλέπουμε στις αίθουσες, το είδος και η ποιότητα των ταινιών, δεν εξαρτάται από τους απλούς θεατές, τους φανατικούς σινεφίλ ή τους κριτικούς κινηματογράφους (δηλαδή τους επαγγελματίες θεατές). Τα πρόσωπα που καθορίζουν τις επιλογές μας είναι επιχειρηματίες, πρόσωπα δηλαδή που δουλειά τους είναι η (κινηματογραφική μας) ψυχαγωγία και η (σινεφίλ) απόλαυση.
Στα τελευταία χρόνια η Ελλάδα γνώρισε την πιο βίαιη εισβολή στον χώρο της κινηματογραφικής διανομής. Η είσοδος ξένων εταιρειών ειδικευμένων στην δημιουργία multiplex αιθουσών προβολής άλλαξε αποφασιστικά το καθεστώς. Καταρχάς αύξησε δραματικά των αριθμών των οθονών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια ομάδα ταινιών (χολιγουντιανής προέλευσης) να αποσυρθεί από τις παραδοσιακές αίθουσες και να κατευθυνθεί στις αίθουσες των multiplex. Και αυτό όπως είναι φυσικό αυτό δημιούργησε ένα κενό ταινιών για τις παραδοσιακές αίθουσες.
Παράλληλα η αποφασιστική αναβάθμιση στην ποιότητα των συνθηκών προβολής που προκάλεσαν τα multiplex, αλλά και το lifestyle που πρότειναν στο κοινό, απογύμνωσε σ' ένα πολύ μεγάλο βαθμό τις παραδοσιακές αίθουσες από το σταθερό κοινό της Σαββατιάτικης εξόδου. Αυτό το κοινό -ζευγάρια που περνούν το Σαββατόβραδο τους στον κινηματογράφο- προσελκύστηκε από τις καλύτερες και πολυτελέστερες συνθήκες προβολών στα multiplex. Όμως αυτή η ομάδα θεατών είναι και αυτή με τις χαλαρότερες σχέσεις απέναντι τόσο με την ταινία όσο και με την κινηματογραφική εμπειρία: είναι θεατές που γι' αυτούς το σινεμά σημαίνει κυρίως εξόδους και διασκέδαση, οι προτιμήσεις τους είναι κυρίως blockbuster και ρομαντικές κωμωδίες.
Αντιμέτωπες με το κενό ταινιών (όλες οι αμερικάνικες υπερπαραγωγές κατευθύνθηκαν στα multiplex) και το κενό θεατών, αρκετές παραδοσιακές αίθουσες των μεγάλων πόλεων (Αθήνας και Θεσσαλονίκης κυρίως) διαφοροποίησαν τις επιλογές τους, προσδοκώντας μια άλλη κατηγορία θεατών. Αυτών που έχουν μια σταθερή σχέση με τον κινηματογράφο, που αποστρέφονται τις κοινοτοπίες, στο θέμα ή την αισθητική, του χολιγουντιανού σινεμά.
Το κοινό χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα με τους περιστασιακούς θεατές του Σαββατοκύριακου στα multiplex και τους σταθερούς σινεφίλ στις παραδοσιακές αίθουσες. Στις συνθήκες της οικονομίας της αγοράς κάθε κενό που προκαλείται στην κατανάλωση καλύπτεται. Έτσι μια σειρά από εταιρίες διανομής πρότειναν στο κοινό των παραδοσιακών ταινιών ένα άλλο σινεμά. Ταινίες όπως ο Παγωμένος δρομέας, η Ρωσική Κιβωτός, Του Θεού το χόρτο, ο Αντίζηλος συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον των θεατών ακριβώς γιατί πρότειναν έναν κόσμο διαφορετικό, λίγο εξωτικό, πολύ μακριά από τον κόσμο των χολιγουντιανών θεατών. Οι επιλογές αυτές είναι το κινηματογραφικό αντίστοιχο της έθνικ μουσικής: εξωτισμός και ένας ιδιαίτερος χειρισμός του θέματος.
Παράλληλα η δεκαετής παρουσία του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, προσανατολισμένου σταθερά προς ένα τέτοιου είδους σινεμά λειτούργησε ως καταλύτης. Τα φεστιβάλ δημιουργούν δημοσιότητα και προκαλούν την μυθοποίηση των σκηνοθετών. Ονόματα όπως ο Αλεξάντερ Σοκούροφ, ο Τακέσι Κιτάνο ή ο Μπέλα Ταρ προβλήθηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα στις οθόνες του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Γρήγορα οι συζητήσεις που προκάλεσαν στην σίγουρα περιορισμένη ομάδα των θεατών του φεστιβάλ, μεταφέρθηκαν στον τύπο, προκαλώντας το ενδιαφέρον θεατών που δεν είχαν δει τις ταινίες τους. Αυτό το πολλές φορές ισχνό ενδιαφέρον είναι μια καλή βάση για να κάνει ο διανομέας την επένδυσή του: το όνομα του σκηνοθέτη έχει γραφεί στον τύπο, είναι οικείο στον θεατή που θέλει να προσελκύσει. Παράλληλα αυτές οι ταινίες έχουν μια ανέξοδη διαφήμιση από πλευράς των κριτικών. Όντας καλές ταινίες θα γνωρίσουν την επιδοκιμασία, και όχι την απόρριψη από τους κριτικούς. Αυτές οι ταινίες δεν είναι τόσο ακριβές για τον διανομέα -όσο π.χ. μια χολιγουντιανή ταινία- και ο μικρός αριθμός θεατών που συγκεντρώνουν (σε σχέση με μια χολιγουντιανή ταινία) τις κάνει σε τελική ανάλυση οικονομικά επικερδείς.
Απ' όλα τα προηγούμενα αυτός που σίγουρα δεν χάνει είναι ο απλός θεατής: περισσότερες ευκαιρίες για να έρθει σε επαφή με τις πιο σαγηνευτικές όψεις του κινηματογραφικού φαινομένου.
Δημήτρης Μπάμπας
(5/5/2005)