Η σκηνή διαδραματίζεται μπροστά στο ταμείο ενός multiplex. Μια παρέα μαθητών -όλα αγόρια- τσακώνεται για την θέση που πρέπει να ζητήσουν από την ταμία. Οι απόψεις διίστανται: οι μισοί θέλουν να καθίσουν στην μέση της αίθουσας και οι άλλοι μισοί επιλέγουν θέσεις στο πίσω μέρος της αίθουσας προβολής. Το επιχείρημα που θα λύσει την διαμάχη προέρχεται από την δεύτερη ομάδα και ομολογουμένως υπήρξε συντριπτικό για την ομήγυρη. "Εκεί θα ακούμε καλά τα πίσω ηχεία". Όλη η παρέα τελικά θα ζητήσει, από την ταμία, θέσεις στο πίσω μέρος της αίθουσας.
Δεν είναι χωρίς νόημα αυτή η συζήτηση που διαδραματίστηκε μπροστά μου. Για μια μεγάλη μερίδα θεατών, η θέση στην αίθουσα είναι καθοριστική -όχι για το τι βλέπουμε- αλλά για το τι ακούμε. Αυτοί οι θεατές -οι οποίοι παρεπιπτώντος είναι οι πλέον πρόσφατοι στις αίθουσες κινηματογράφου- είναι οι βασικοί θαμώνες των multiplex: αυτοί που προσελκύστηκαν από τις τεχνολογικές τους καινοτομίες. Η σημαντικότερη καινοτομία των multiplex υπήρξε ακριβώς αυτό: τα καινούρια ηχητικά συστήματα. Αυτά τα συστήματα μεταμόρφωσαν την εμπειρία προβολής για τον θεατή. Έτσι η παρακολούθησης της τελευταίας χολιγουντιανής είναι μία τελείως διαφορετική εμπειρία σε μία παραδοσιακή αίθουσα (μ' ένα απλώς επαρκές ηχητικό σύστημα) και σε μια αίθουσα multiplex μ' ένα ηχητικό σύστημα τελευταίου τύπου. Οι ταινίες προσαρμόζονται στο τεχνολογικό περιβάλλον των multiplex: καλούνται δηλαδή να αναδείξουν την τεχνολογία της αίθουσας στην οποία προβάλλονται. Οι εικόνες των ταινιών όπως το Perfect Storm ή το Gladiator αποκτούν άλλη δύναμη -ή αν θέλετε, άλλο ρεαλισμό - όταν ο ήχος είναι πιο πλούσιος και πιο δυνατός. Το κοινό των multiplex ελκύεται από τα δυνατό, το εντυπωσιακό, το θεαματικό, το μεγάλο. Αδιαφορεί για το μικρό, το διακριτικό, το μη κραυγαλέο. Για το κοινό των multiplex η παρακολούθησης μίας ταινίας είναι κυρίως μία τεχνολογική εμπειρία: τα καινούρια εντυπωσιακά εφέ, ή η νέα "κουφή" ηχητική μπάντα της ταινίας.
Είναι γι' αυτούς τους λόγους που το κοινό των multiplex αποφεύγει, κατά κύριο λόγο, τους θερινούς κινηματογράφους. Αλλά και αντίστροφα: οι θερινοί κινηματογράφοι συγκεντρώνουν ένα κοινό που συνήθως αποφεύγει τα multiplex. Για τους θεατές αυτούς, ο "ρεαλιστικός", ο πλούσιος ή ο δυνατός ήχος, είναι άνευ σημασίας. Γι' αυτούς αρκεί το "αγιόκλημα και γιασεμί", η γρανίτα και η κρύα μπύρα. Δεν τους ενοχλεί η χαμηλή ένταση του ήχου (διαβάζουν τους υπότιτλους) ή η έντονη φωτεινότητα της οθόνης (πριν το σκοτάδι καλύψει τον ουρανό, αρκούνται απλώς να παρακολουθούν περιγράμματα και όχι πρόσωπα στην οθόνη). Αν μάλιστα έλειπε και η ταινία τα πράγματα θα ήταν καλύτερα. Για το κοινό των θερινών κινηματογράφου η παρακολούθηση μίας ταινίας, όπως η Casablanca ή η Gilda, είναι μια κοινωνική διαδικασία: να βγεις με το έτερο ήμισυ ή την παρέα σου και να "περάσεις ευχάριστα" δύο ώρες.
Όμως η κινηματογραφική αίθουσα δεν είναι ο τόπος όπου ερχόμαστε σε επαφή με τις νέες τεχνολογίες (υπάρχουν γι' αυτό το λόγο οι υπολογιστές μας). Ούτε πολύ περισσότερο είναι ο χώρος όπου αναπτύσσεται η κοινωνικότητα μας, μια καλή πρόφαση για να σκοτώσουμε τον χρόνο μας. (Μπορούμε να αναπτύξουμε με άνεση τις κοινωνικές μας σχέσεις στα καφέ ή στα κλαμπ, μπορούμε να σκοτώσουμε τον χρόνο μας στα καφενεία).
Η κινηματογραφική αίθουσα είναι ο τόπος μίας τελετουργίας.
Είναι ο ναός μιας θρησκείας.
Και όπως κάθε θρησκεία έχει και αυτή τις ιερές της παραδόσεις.
Αυτό που είναι καθοριστικό στοιχείο σε μία κινηματογραφική προβολή δεν είναι τα τελευταίου τύπου ηχητικά συστήματα με τα οποία γίνεται η προβολή, ούτε πολύ περισσότερο οι τυρόπιτες που έχει το μπαρ. Αυτό που είναι καθοριστικό είναι το σκοτάδι.
Κάθε φορά που εισερχόμαστε στην σκοτεινή αίθουσα, εγκαταλείπουμε τον αληθινό κόσμο, επιχειρούμε μία απόδραση με άγνωστη κατάληξη. Ο κόσμος που βλέπουμε στην μεγάλη οθόνη είναι ένας κόσμος εξίσου αληθινός με τον πραγματικό, είναι όμως ένας κόσμος ονειρικός. Η παρακολούθηση λοιπόν μίας ταινίας δεν είναι τίποτε άλλο από το βύθισμα σε μια κατάσταση ονείρου. Και όπως καθένας γνωρίζει τα όνειρα είναι πάντα βουβά, χωρίς ήχους -είναι μόνο εικόνες.
Είναι γι' αυτό που η εμμονή στον ήχο καταλήγει να μην έχει πολύ μεγάλη σχέση με την ποιότητα της προβολής και γίνεται μία τεχνολογική μανία, σαν αυτή που ζουν οι μανιώδεις Hi-Fidelίστες (έχω το καλύτερο ηχητικό σύστημα).
Και για ανάλογους λόγους, ένας θερινός κινηματογράφος είναι ένας τόπος που σίγουρα δεν προσφέρεται για απόδραση (κανένας δεν βυθίζεται σε κατάσταση ονείρου κρατώντας μια τυρόπιτα στο χέρι).
Η βουδιστική "Μέση Οδός" του θέματος που εξετάζουμε είναι ένας κινηματογράφος ουδέτερος, ο οποίος δεν θα επιβάλλεται με το περιβάλλον του στην ταινία (όπως κάνουν τα multiplex και οι θερινοί κινηματογράφοι). Όχι δηλαδή μια αίθουσα που θα διακοσμεί την ταινία. Αλλά μια αίθουσα που θα διακοσμείται από την ταινία.
Σ' αυτήν την αίθουσα η ταινία θα είναι το λατρευτικό αντικείμενο.
Δημήτρης Μπάμπας