Απ' όλα τα κινηματογραφικά είδη το ντοκιμαντέρ, είναι το αρχαιότερο. Είναι το πρώτο είδος ταινίας που γύρισαν οι αδελφοί Λυμίερ πριν 100 χρόνια: η άφιξη του τραίνου στον σταθμό ή έξοδος των εργατών από το εργοστάσιο, απεικόνιζαν την πραγματικότητα όπως είναι ή μάλλον όπως την έβλεπαν οι δύο δημιουργοί. Έτσι οι πρώτοι θεατές του κινηματογράφου έβλεπαν μόνο ταινίες ντοκιμαντέρ: ταινίες που παρουσίαζαν την ειδησεογραφική επικαιρότητα, μικρές σκηνές της καθημερινής ζωής, περιπλανήσεις σε τόπους εξωτικούς και μακρινούς. Το ενδιαφέρον για κάθε ταινία που κατέγραφε την αληθινή ζωή υπήρξε, στις απαρχές του κινηματογράφου, έντονο και πάντα σταθερό.
Δύο ήταν οι άξονες πάνω στους οποίους κινήθηκαν τα πρώτα ντοκιμαντέρ (και οι οποίοι παρέμειναν αναλλοίωτοι από τον χρόνο). Ο πρώτος είναι η πιστή αναπαραγωγή της πραγματικότητας, η καταγραφή δηλαδή των πραγμάτων όπως ακριβώς είναι. Αυτού του είδους τα ντοκιμαντέρ έχουν την σημασία ενός ντοκουμέντου, και επιβιώσεις αυτής της τάσης αποτελούν τα ειδησεογραφικά φιλμ που προβάλλονται στις ειδήσεις. Ο δεύτερος άξονας υπήρξε, όχι η πιστή αναπαραγωγή της πραγματικότητας, αλλά η αποκάλυψη της κρυφής όψης των πραγμάτων. Με πρωτεργάτη τον Robert Flaehrty, τα ντοκιμαντέρ που ανήκουν σ' αυτήν την τάση αποκαλύπτουν όψεις τις αληθινής ζωής, που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια: η εσωτερική ζωή των ανθρώπων, ο σκληρός αγώνας για επιβίωση, οι γοητευτικές αλλά αθέατες όψεις της αληθινής ζωής. Αυτά τα ντοκιμαντέρ υποστηρίζονται από ένα ισχυρό και έντονο σκηνοθετικό βλέμμα πάνω στο θέμα τους, αναπτύσσουν ένα λόγο που πολλές φορές ξεφεύγει από τα στενά όρια της περιγραφής και αποκτά την αξία ενός δοκιμιού.
Όμως η συνέχεια υπήρξε τελείως διαφορετική. Η ανάπτυξη του μυθοπλαστικού κινηματογράφου (που βασίστηκε στα λαϊκά μελοδράματα, αλλά και στα περιπετειώδη μυθιστορήματα που κυριαρχούσαν στο τέλος του 19ου αιώνα) έστρεψε αλλού το ενδιαφέρον των θεατών. Υπακούοντας σε αναμφισβήτητες ανάγκες των θεατών, ο κινηματογράφος μυθοπλασίας εδραιώθηκε στην συνείδηση του κοινού ως η μόνη νόμιμη εκδοχή του κινηματογράφου.
Και το ντοκιμαντέρ εξορίστηκε από τις αίθουσες, βρίσκοντας φιλοξενία στις αίθουσες των κινηματογραφικών λεσχών. Όμως αυτά τα "σκοτεινά" χρόνια σκηνοθέτες και ταινίες διαμόρφωναν και εξέλισσαν το είδος.
Ήταν η εμφάνιση της τηλεόρασης και οι σχεδόν απεριόριστες ανάγκες της για πρόγραμμα που επέτρεψαν το ντοκιμαντέρ να γνωρίσει πάλι κάποια αποδοχή από τους θεατές. Ειδικά τηλεοπτικά κανάλια εξειδικευμένα στο ντοκιμαντέρ έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια στο εξωτερικό -και πρόσφατα είναι προσβάσιμα και από Έλληνες θεατές.
Αυτή βέβαια η εξέλιξη δεν ήταν χωρίς επιπτώσεις, αφού ο μεγαλύτερος όγκος της παγκόσμιας παραγωγής είναι τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ. Αυτές οι ταινίες δίνουν περισσότερη σημασία και βαρύτητα στην πληροφοριακή αξία της εικόνας και στο θέαμα, παρά στην σκηνοθεσία της εικόνας, δηλαδή δεν αποκαλύπτουν μια ιδιαίτερη μια σκηνοθετική οπτική. Ωστόσο η ύπαρξη ενός τηλεοπτικού κυκλώματος προβολής επιτρέπει την παραγωγή ταινιών που κατορθώνουν να παρεισφρύουν μέσα στα τηλεοπτικά στεγανά, χωρίς να υιοθετούν τις τηλεοπτικές νόρμες.
Παράλληλα η εμφάνιση του βίντεο και κυρίως η εξέλιξη του με τις ελαφριές φορητές ψηφιακές κάμερες έδωσε νέα ώθηση στο είδος. Το κόστος μιας ταινίας ντοκιμαντέρ σε ψηφιακή μορφή (τα γυρίσματα και η επεξεργασία) είναι εξαιρετικά μικρό αν συγκριθεί με την παραγωγή σε σελιλόιντ. Και αυτή εξέλιξη επέτρεψε μεγαλύτερη ευελιξία στους σκηνοθέτες: όχι μια βαριά κινηματογραφική μηχανή (και το αντίστοιχο συνεργείο από τεχνικούς) που περιορίζει τις κινήσεις τους σκηνοθέτη -αλλά ο σκηνοθέτης μόνος αντιμέτωπος με το θέμα του.
Έτσι νέες ευκαιρίες και νέες δυνατότητες παρουσιάζονται σήμερα στους σκηνοθέτες ντοκιμαντέρ.
Και ακριβώς αυτές τις νέες εικόνες ο θεατής συναντά στο 3ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ -Εικόνες του 21οι Αιώνα, στην Θεσσαλονίκη, από τις 5 μέχρι 11 Μαρτίου.
Δημήτρης Μπάμπας