(σχόλιο για τις εικόνες του Euro 2008)
Είναι το δεύτερο ημίχρονο του αγώνα και ο Γιάννης αγωνιά. Όχι δεν είναι φανατικός οπαδός της Γερμανίας, ούτε υποστηρίζει με πάθος την Ισπανία -αν και δεν κρύβει κάποιου είδους συμπάθεια για τους εκπρόσωπους της Ιβηρικής Χερσονήσου. Δεν είναι όμως αδιάφορος των τεκταινομένων του γηπέδου. Η αγωνία του έχει μια υλική βάση -καμία σχέση με το ανιδιοτελές πάθος των οπαδών - έχει στοιχηματίσει για το ποίος παίκτης θα βάλει πρώτος γκολ αλλά και για το ποία ομάδα θα κερδίσει τον αγώνα. Το στοίχημά του, αποτέλεσμα παθιασμένης ενασχόλησης και μελέτης της περί του αγώνα φιλολογίας, δεν προκαλεί από μόνο του την αγωνία. Ενισχύει και ενδυναμώνει μια ήδη υπάρχουσα. Όντας ένα χαλαρός οπαδός του “ισπανικού ποδοσφαίρου”, λόγω προφανώς μεσογειακής συγγένειας, καθώς παρακολουθεί τον αγώνα προσθέτει στη “φυσιολογική” αγωνία που αισθάνεται μια επιπλέον – είναι εμπλεκόμενος και ο ίδιος -όχι συναισθηματικά (δηλαδή σ' ένα άυλο επίπεδο) αλλά υλικά (δηλαδή χρηματικά).
Κάθε ποδοσφαιρικός αγώνας εκ προοιμίου επιφυλάσσει για το θεατή του πάθη, εντάσεις και αγωνίες. Είναι κυρίως όμως η αγωνία για αλλαγή της ισορροπίας του αγώνα και ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης, είναι η αγωνία για διατήρηση της ισορροπίας και διαφύλαξη της υπάρχουσας κατάστασης (όταν αυτή είναι ευνοϊκή) που βρίσκεται στο κέντρο. Αυτές οι αγωνίες ποικίλλουν ανάλογα με την εμπλοκή του θεατή. Ο οπαδός της ομάδας βιώνει αυτήν την αγωνία στο έπακρο, ο “χαλαρός” θεατής λιγότερο, χωρίς όμως ποτέ να παραμένει αδιάφορος. Στην περίπτωση που η ομάδα είναι η εθνική της χώρας τότε αυτή η αγωνία μεγεθύνεται -οι εθνικιστικές συγκινήσεις είναι πολύ συχνά μια κρυφή και ένοχη απόλαυση. Και φυσικά όταν προστίθεται στη συναισθηματική και χρηματική “επένδυση” τότε η αγωνία μπορεί να γίνει ογκώδης.
Όταν ο θεατής παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τον αγώνα τότε η αγωνία για τα τεκταινόμενα εντός του αγωνιστικού χώρου έχει μια φυσική διάσταση. Όντας απόλυτος κύριος του βλέμματος του, εποπτεύει τον χώρο, παρακολουθεί τις κινήσεις των παικτών και κυρίως παρεμβαίνει: Αν το γήπεδο είναι μικρό και η θέση του κοντά στον αγωνιστικό χώρο τότε οι φωνές του συχνά βρίσκουν ευήκοα ώτα. Είναι κατά κάποιο τρόπο συμμέτοχος του αγώνα: είναι ο 12 παίκτης. Αυτή είναι και η αληθινή συγκίνηση των οπαδών που παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς: λιγότερο η αγωνία για το αποτέλεσμα και περισσότερο η αγωνία της συμμετοχής, της διαμόρφωσης του τελικού αποτελέσματος.
Διαφορετική είναι η θέση του θεατή της τηλεόρασης. Αυτός εκχωρεί την κυριαρχία του βλέμματος του στον τηλεσκηνοθέτη για να λάβει ως αντίτιμο μια σειρά από προνόμια. Πολλαπλές γωνίες παρακολούθησης, η (απαραίτητη πλέον σε κάθε αγώνα) αργή κίνηση, πλάνα από τις κερκίδες (τα παραλειπόμενα του αγώνα), ο σχολιασμός (στην περίπτωση των Ελλήνων σχολιαστών το τελευταίο είναι και το απόλυτο μαρτύριο του θεατή). Και όπως καλά γνωρίζουμε κάθε σκηνοθεσία δημιουργεί ένα θέαμα. Όχι πλέον η πραγματικότητα που συλλαμβάνει ο γυμνός οφθαλμός, αλλά το θέαμα που καταγράφει ο φακός.
Σ' αυτό το θέαμα ο θεατής για να εισπράξει το μάξιμουμ, πρέπει εν μέρει να ξεχάσει το ποδόσφαιρο και να επικεντρωθεί στους χαρακτήρες που η σκηνοθεσία δημιουργεί. Δηλαδή στους σταρ του γηπέδου, σ' αυτούς που συγκεντρώνουν το βλέμμα και την προσοχή όλων (αλλά κυρίως των τηλεσκηνοθετών). Εδώ οι μηχανισμοί ταύτισης, τόσο οικείοι από τον κινηματογράφο ενεργοποιούνται. Είναι οι παίκτες και η (πολλές φορές χορευτική) κίνηση τους μέσα στο χώρο όπου εστιάζει ο φακός. Έτσι μέσω των μηχανισμών ταύτισης, το σώμα τους γίνεται το σώμα του θεατή που παρακολουθεί καθισμένος στον καναπέ του. Παράλληλα όμως το σώμα τους αλλά και το status τους μέσα στο γήπεδο γίνεται και το αντικείμενο ενός πολλές φορές κρυφού θαυμασμού.
Από τους σταρ του γηπέδου ο πιο φιλικός στον τηλεοπτικό θεατή είναι ο προπονητής. Αυτός δεν κινείται, παρακολουθεί -άρα βρίσκεται στην ίδια θέση με τον θεατή. Ωστόσο συμμετέχει με τον πιο αποφασιστικό τρόπο, αφού διευθύνει. Είναι ένας ηθοποιός στην σκηνή του τηλεοπτικού θεάματος, αλλά ταυτόχρονα και ένας από τους σκηνοθέτες τους. Για τους θεατές που προ πολλού έχουν περάσει το κατώφλι τον 35 χρόνων (που είναι και ένα συμβολικό όριο συνταξιοδότησης για τους ποδοσφαιριστές) ο προπονητής είναι το πρόσωπο με το οποίο ταυτίζονται.
Και φυσικά όπως συμβαίνει σε κάθε κινηματογραφική μυθοπλασία ένα θέαμα για να είναι αποτελεσματικό (δηλαδή επιτυχημένο) πρέπει να έχει αντιθέσεις. Όχι βέβαια μόνο τις προφανείς αντιθέσεις του ποδοσφαιρικού αγώνα -η Γερμανία εναντίον της Ισπανίας- αλλά και αντιθέσεις σ' ένα επίπεδο οπτικό και συμβολικό. Εδώ οι προπονητές των δύο ομάδων παίζουν τους ρόλους τους. Ο προπονητής της Γερμανίας Joachim Low φορώντας ένα κατάλευκο μοντέρνο στη σχεδίαση του πουκάμισο και διευθύνοντας την ομάδα του μ' ένα συγκρατημένο πάθος, είναι ο άλλος πόλος απέναντι στον Luis Aragones, τον προπονητή της Ισπανίας. Η εικόνα του Low γεμάτη φιλαρέσκεια, ναρκισισμό και ένα τόνο ματαιοδοξίας κυριαρχούσε στην τηλεοπτική κάλυψη. Αντίθετα με τον Luis Aragones -ο τελευταίος έχει την εμφάνιση και το ντύσιμο ενός γυμναστή ελληνικού λυκείου της δεκαετίας του 80, ελάχιστα τηλεοπτικός αφού δεν μπορεί να συγκινήσει το γυναικείο τηλεοπτικό κοινό.
Όμως όσο και αν ο τηλεοπτικός φακός και η σκηνοθεσία μεταλλάσσει τη φύση του αθλήματος, υπάρχει πάντα κάτι που διαφεύγει της λογικής του θεάματος.
Κατά την διάρκεια του αγώνα υπήρξε ένας παίκτης -ελάχιστα χαρισματικός και πολύ μακρυά από το πρότυπο του τηλεοπτικού σταρ-, που κατά κάποιον τρόπο έπαιξε έναν αθόρυβο αλλά πολύ καθοριστικό ρόλο. Ο Marcos Senna ελάχιστα ευνοημένος από την σκηνοθεσία διεκδίκησε και κέρδισε με τον τρόπο ενός αθλητή, το δικό του χώρο στην τηλεοπτική εικόνα.
Είναι λίγο πριν το τέλος του αγώνα και η Γερμανία χάνει 1-0. Η αγωνία των θεατών είναι στο έπακρο όταν σε μια απελπισμένη προσπάθεια να ανατρέψει την ισορροπία του αγώνα η Γερμανία επιτίθεται. Γρήγορα η επίθεση της αποκρούεται και είναι η Ισπανία που τώρα βρίσκεται στην αντεπίθεση. Δυο Ισπανοί επιθετικοί απέναντι με μια ερμητικά κλειστή γερμανική άμυνα των πέντε παικτών. Αρκούν όμως δύο αλλαγές της μπάλας, για να διαλυθεί η καλά σχεδιασμένη γερμανική άμυνα και οι Ισπανοί παίκτες να δημιουργήσουν μια ακόμα ευκαιρία.
Υπακούοντας στη λογική ενός τηλεοπτικού θεάματος ο προπονητής της γερμανικής ομάδας ηττήθηκε από κάποιον που αδιαφόρησε απολύτως για τις ανάγκες της τηλεοπτικής εικόνας και την “αισθητική” άποψη των τηλεθεατών.
Αρνούμενος το (τηλεοπτικό) θέαμα ο Luis Aragones υπάκουσε στη λογική του αθλήματος.
Δημήτρης Μπάμπας