Στην πορεία του χρόνου είναι κάποιες εικόνες που επανέρχονται με αξιοθαύμαστη τακτικότητα και επιμονή στο προσκήνιο. Εικόνες που διατρέχουν, όχι μόνον όλη την ιστορική διαδρομή του κινηματογράφου, αλλά και τα περισσότερα είδη του: από τις κωμωδίες του βωβού μέχρι τα γουέστερν του John Ford και από τις ταινίες περιπλάνησης, χαμένες στο πέρασμα του χρόνου -Ξένοιαστος Καβαλάρης/ Easy Rider (1969)-, μέχρι παραγωγές που γνωρίζουν την εφήμερη λάμψη της επικαιρότητας–Speed (Jan de Bont, 1994).
Είναι η ταχύτητα και η συνεχή κίνηση μέσα στο χώρο δύο χαρακτηριστικά που μοιάζουν να συνοδεύουν τον κινηματογράφο από τις απαρχές του έως το σήμερα -, Sortie des Usines Lumière à Lyon (Auguste & Louis Lumière, 1895). Χαρακτηριστικά τα οποία είτε ως κεντρικά σημεία της μυθοπλασίας, είτε τις περισσότερες φορές ως επικουρία στην αφήγηση και στη δραματική πλοκή, ανασύρουν κάποια ενδιαφέροντα συναισθήματα: την παιδική ηδονή της ταχύτητας, τον ίλιγγο της επιτάχυνσης, την απόλαυση της συνεχούς εναλλαγής χώρων και τόπων. Καθώς όμως η κίνηση συνοδεύεται πάντα από κάποιους κανόνες και η ταχύτητα έχει τα δικά της όρια- είναι αυτή η παραβίαση των κανόνων και η αντίστοιχη υπέρβαση των ορίων, που δημιουργεί κάποιες αντιθέσεις μέσα στην αφήγηση. Αντιθέσεις που προκύπτουν μέσα από την επιτάχυνση των αφηγηματικών ρυθμών και την κορύφωση της δραματικής έντασης.
Τα μεταφορικά μέσα της αέναης κινητικότητας των εικόνων φαίνεται να υποδεικνύουν στον θεατή τις αλλαγές που συνεπάγεται το πέρασμα του χρόνου: από το τραίνο των αδελφών Lumière στις ταχυδρομικές άμαξες και το ιππικό των γουέστερν, από τα πρώτα αυτοκίνητα του βωβού κινηματογράφου στις μοτοσικλέτες της δεκαετίας του 60, στα φορτηγά –Convoy (Sam Peckinpah, 1978) και τα γρήγορα αυτοκίνητα. Αν όμως τα μέσα μεταφοράς αλλάζουν από ταινία σε ταινία, καταγράφοντας παράλληλα την εξέλιξη της τεχνολογίας, υπάρχει κάτι που μένει σταθερό: είναι η ταχύτητα εναλλαγής των εικόνων που συνοδεύει αυτήν την κίνηση. Αυτό ακριβώς το στοιχείο αποτελεί και τη βάση της σαγήνης που ασκείται από τις ανάλογες εικόνες: καθώς ο τυπικός θεατής επιλέγει την κινηματογραφική αίθουσα ως τόπο απόδρασης από την αδράνεια της καθημερινότητας, η ατέρμονη κίνηση στο χώρο και η γοργή εναλλαγή οπτικών εντυπώσεων αποτελεί την αναμενόμενη ανταμοιβή. Αυτή η έξοδος από τη στατικότητα του χώρου αντιστοιχίζεται, για τον θεατή, με μια ψευδαίσθηση απάλειψης της αδράνειας και της παθητικότητας, που βιώνει στην εκτός οθόνης πραγματικότητα.
Όπως κάθε λατρεία αυτή η συνεχής εναλλαγή χώρων και τόπων, έχει το δικό της όχημα, ένα φετίχ για τους φανατικούς πιστούς της: το αυτοκίνητο. Λατρευτικό αντικείμενο της θεότητας- κίνησης, κυριαρχεί σε όλη την ιστορική πορεία του κινηματογράφου, δημιουργώντας μια ενδιαφέρουσα αντιστοιχία: έχουν μια παράλληλη ιστορική διαδρομή. Τα παραδείγματα πολλά και ετερόκλιτα: Rebel Without a Cause (Nicholas Ray, 1955), Taxi Driver (Martin Scorsese, 1976), Mad Max 2: The Road Warrior (George Miller, 1981), Bullitt (Peter Yates, 1968), Death Proof (Quentin Tarantino, 2007).
Οι αφορμές (αλλά όχι και οι αιτίες) όλων αυτών των εικόνων είναι προφανείς: μια καταδίωξη του κεντρικού ήρωα ή ένα κυνηγητό μέσα στους στενούς δρόμους μιας μεγαλούπολης, προσφέρει την ευκαιρία για την απαραίτητη επίδειξη τεχνικής στην οδήγηση ή για υψηλές ταχύτητες στη δράση και την αφήγηση (The Fast and the Furious). Μέσα όμως στο χολιγουντιανό κινηματογράφο οι εικόνες αυτές έχουν πάψει προ πολλού να 'ναι πρωτότυπες, έχουν καταλήξει να είναι ένα ακόμα στοιχείο του προϋπολογισμού της ταινίας, μια απαραίτητη αξίας παραγωγής (production value) ικανής και αναγκαίας για την εισπρακτική επιτυχία της ταινίας.
Με άλογα, αυτοκίνητα, μηχανές ή πλοία και πέρα από τις όποιες οικονομικές σκοπιμότητες που κρύβουν οι υψηλές (ή οι χαμηλές) επιταχύνσεις και οι όποιες υπερβάσεις των ορίων ταχύτητας στο σινεμά, αυτό που τελικά υποκρύπτεται είναι η αμηχανία του σύγχρονου ανθρώπου απέναντι στο αχανές ενός παγκοσμιοποιημένου κόσμου. Είναι τελικά η κίνηση και η ταχύτητα μια μάταιη και απεγνωσμένη απόπειρα να συντρίψει τις αποστάσεις, να κυριαρχήσει στο χώρο, να ελέγξει πλήρως τις διαστάσεις του. Αυτό όμως προσπαθεί, έτσι και αλλιώς, να κάνει, με ταχύτητες ή χωρίς, και ο κινηματογράφος…
Δημήτρης Μπάμπας