Μια τυπική αυτοκρατορική αυλή διαθέτει -εκτός από το μεγάλο πλήθος των κολάκων και παρατρεχάμενων που υπηρετούν με “πίστη και αφοσίωση” την αυτοκρατορική εξουσία-, και ένα πρόσωπο που η παρουσία του, η εν γένει στάση του αλλά και ο λόγος του βρίσκεται σε ευθεία διάσταση με το περιβάλλον και τη διάχυτη κολακεία και υποτακτικότητα: Ο λόγος για τον γελωτοποιό ή τον «τρελό» του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος. Μέσα στον κλειστό χώρο των ανακτόρων, ο ρόλος του έχει σίγουρα ενδιαφέρον: οφείλει να παρατηρεί τα τεκταινόμενα και να τα σχολιάζει με σκωπτικό ύφος. Η τέχνη του είναι μια τέχνη υποκριτική, καθώς μιμείται συμπεριφορές, ήθη και λόγους προσώπων, με ανομολόγητο σκοπό την αμφισβήτηση της εξουσίας και την ανατροπή του λόγου της.
Μια αρκετά δημοφιλή στον κριτικό λόγο, παρομοίωση του χολιγουντιανού σινεμά, είναι αυτής της αυτοκρατορίας -όπου ως αυτοκρατορική εξουσία νοείται τόσο το σύστημα παραγωγής, όσο και τα στερεότυπα ή οι κοινοτυπίες των εικόνων του. Αυτή λοιπόν η αυτοκρατορική αυλή διαθέτει τον δικό της γελωτοποιό: είναι το κινηματογραφικό ρεύμα που σαρκάζει τις εικόνες του Χόλιγουντ, που σατιρίζει φιλμικά πρόσωπα και μύθους. Στο πρόσφατο παρελθόν, το γνωρίσαμε από σκηνοθέτες όπως οι Jim Abrahams, Jerry & David Zucker, Mel Brooks, και από ταινίες με τίτλους Airplane!, Top Secret, Naked Gun, Young Frankestein, Silent Movie, High Anxiety, Space Balls (1).
Το κινηματογραφικό αυτό ρεύμα -έντυπο ανάλογο του οποίου είναι οι κωμικές σειρές του περιοδικού Mad, που βασίζονται στις τελευταίες κινηματογραφικές επιτυχίες- αποτελεί ένα υπο-είδος της κωμικής ταινίας. Σε αντίθεση όμως με τις υπόλοιπες κωμωδίες που συγκροτούν το κωμικό τους χαρακτήρα, μέσα από κάποιο πρωτογενές υλικό που αντλούν από την πραγματική ζωή (στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό), οι ταινίες που προαναφέραμε επιλέγουν ένα μη πραγματικό κόσμο: είναι το σύμπαν των χολιγουντιανών εικόνων που αποτελεί την πρώτη ύλη του κωμικού τους, αφού οργανώνουν την ανάπτυξη τους βασιζόμενες στα στερεότυπα και στις κοινοτυπίες των εικόνων.
Είναι μάλλον προφανές ότι ο λόγος ύπαρξης αυτών των ταινιών, στο εσωτερικό της χολιγουντιανής αυτοκρατορίας, είναι -εκτός από τον προφανή ναρκισσισμό του συστήματος παραγωγής- και οι ευκαιρίες που προσφέρουν οι mainstream ταινίες για κωμικά επεισόδια. Είναι η αναπαράσταση, η μίμηση, και η παραποίηση του θεματικού πλαισίου και σκηνοθετικού ύφους γνωστών κινηματογραφικών ειδών (αλλά και συγκεκριμένων ταινιών), που αποτελεί τον χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτών των ταινιών. Η πιστότητα με την οποία αναπαραγάγουν το κλίμα και την αισθητική μιας ταινίας, αναδύει μια ειρωνική, σαρκαστική και μάλλον ασεβή αντιμετώπιση του πρωτογενούς υλικού. Ασέβεια που οδηγεί, στις καλύτερες των περιπτώσεων, στην παρωδία και την υπονόμευση της εξουσίας που επιχειρούν να εγκαταστήσουν μέσα από τις εικόνες τα χολιγουντιανά στούντιο.
Αυτή η οπτική υπονόμευση και αμφισβήτηση του κυρίαρχου σινεμά -με όπλα την παρωδία και την ειρωνεία- έχει κάποιους περιορισμούς, όσον αφορά την εμβέλεια, αλλά και την αποτελεσματικότητα. Περιορισμοί που προκύπτουν από το πρωτογενές υλικό που επεξεργάζονται (δηλαδή τις εικόνες που διακωμωδούν) και οι οποίοι οδηγούν το είδος σε ένα εγγενή ετεροκαθορισμό: ο θεατής για να εισπράξει τα κωμικά στοιχεία, για να αντιληφθεί τη λεπτή (ή όχι) ειρωνεία και το σαρκασμό, οφείλει προηγουμένως να έχει επικοινωνήσει με τις εικόνες που παρωδούνται, να έχει δηλαδή υποκύψει στην σαγήνη (και την εξουσία) τους.
Δημήτρης Μπάμπας
(1) Αλλά και στο ελληνικό σινεμά: παράδειγμα ο Νίκος Περάκης και η ταινία του Άρπα-Κόλλα.