Μέσα στον ευρύ χώρο του Χολιγουντιανού σινεμά, η ταξινόμηση των ταινιών σε είδη (genre), δεν είναι μονο απόρροια ενός κριτικού λόγου που αποζητά την τάξη μέσα στο χάος των εικόνων -είναι κυρίως μια κίνηση ελέγχου- τυποποίησης των παραγωγών απέναντι στην αταξία της αγοράς. Τα είδη όμως, στη διάρκεια της ιστορίας του Χόλιγουντ, διεκδίκησαν μια σχετική αυτονομία απέναντι στο οικοδόμημα των στούντιο, μια μορφή ανεξαρτησίας από τις κυρίαρχες αισθητικές (και άλλες επιταγές) που το σύστημα επέβαλε. Έτσι στον ένα ή τον άλλο βαθμό ανεξαρτηκοποιήθηκαν.
Τυπικό παράδειγμα των παραπάνω το γκανγκστερικό φιλμ: Από τις αρχετυπικές εκδοχή του είδους Little Caesar (1930) και The Public Enemy (William A. Wellman, 1931) μέχρι την οικογενειακή σάγκα Godfather (1972, 1974, 1990), και με ενδιάμεσους σταθμούς ταινίες όπως Scarface (1932,1983), Prizzi's Honor (1985), The Untouchables (1987), Goodfellas (1990), Miller's Crossing (1990), Once Upon A Time In America (1984), Gangs of New York (Martin Scorsese, 2002), Public Enemies (Michael Mann, 2009) αλλά και τις τηλεοπτικές του εκδοχές όπως το The Sopranos, - το κινηματογραφικό είδος διαμόρφωσε μια ιδιαίτερη ταυτότητα, πολλές φορές ερήμη των στούντιο και των παραγωγών.
Το γκανγκστερικό φιλμ από τις απαρχές του υπηρέτησε και υπηρετήθηκε από τη σκοτεινή αισθητική του φιλμ-νουάρ. Έχοντας και τα δυο είδη ως τόπο της δραματουργίας τον αστικό χώρο, τη δυτική μητρόπολη, ακολούθησαν άλλοτε παράλληλες και άλλοτε τέμνουσες διαδρομές. Διαδρομές οι οποίες, στις εικόνες των ταινιών, ήταν πλήρεις κοινωνικών αντανακλάσεων. Είναι η ιστορική συγκυρία της γέννησής του -η ταραχώδη δεκαετία του 30- που προίκισε το είδος με μια κοινωνική ανησυχία. Ανησυχία που έχει σχέση με την φύση της εξουσίας, τη διάχυτη εγκληματικότητα, την εκτεταμένη διαφθορά του νόμου, την άλογη βία, την καταρρέουσα οικονομία, τις αυταπάτες του αμερικάνικου ονείρου. Αν όλα τα προηγούμενα περιγράφουν μια ζοφερή κοινωνική πραγματικότητα, είναι το είδος που αναλαμβάνει να διαχειριστεί κάποια από τα φαντάσματα που αναδεικνύονται από τη διάλυση του κοινωνικού ιστού και το χάος της δυτικής μητρόπολης.
Αρνούμενοι τα συνήθη στερεότυπα και κοινοτυπίες του είδους, θα σταθούμε σε δύο κυρίαρχα θεματικά μοτίβα που το υποστηρίζουν και τα οποία κατά κάποιο τρόπο συνιστούν και την πηγή της αμφίσημης γοητείας που ασκεί αυτό το κινηματογραφικό είδος. Αυτά τα δύο θεματικά μοτίβα ορίζουν κατά κάποιο τρόπο και τις δύο τάσεις του κινηματογραφικού είδους.
Το πρώτο αφορά τον κεντρικό ήρωα και τη σχέση του με το νόμο: πρόσωπα χαρισματικά, που ακροβατούν στις παρυφές της κοινωνίας, καθώς έχουν υπερβεί τα όρια της νομιμότητας, ήρωες που ανιχνεύουν τις ακραίες εκδοχές του αμερικάνικου ονείρου, καθώς βιώνουν το εσωτερικό κενό του, αφού όμως έχουν προηγουμένως εκβιάσει την κατάκτηση του. Είναι οι μοναχικοί πολίτες του δυτικού κόσμου –«Ρόμπεν των πόλεων»-, που μάχονται τη θεσμική νομιμότητα, απολαμβάνοντας μια ιδιόμορφη κοινωνική αποδοχή. Εδώ οι απόηχοι του φιλμ νουάρ είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς: ο ατομικισμός και η κυνικότητα, η άρνηση του μανιχαϊσμού ως δεσπόζοντος ηθικού συστήματος και ένας αναρχισμός υπαρξιακής τάξης, που προσδίδει τραγικότητα και κάνει τον ήρωα συμπαθή στο κοινό.
Το δεύτερο (και πιο συχνά παρατηρούμενο) αφορά τη μαφία ως μια παράνομη οργάνωση, μια αυτόνομη και διακριτή κοινότητα μέσα στο χάος της δυτικής πολυεθνικής μητρόπολης. Τοποθετώντας σε κυρίαρχη θέση μια ομάδα ανθρώπων – δηλαδή μια κοινότητα προσώπων με κοινή καταγωγή, ηθική και αξίες-, οι μυθοπλασίες ουσιαστικά αντιπαραθέτουν στον αστικό χώρο και το απρόσωπο του, την αλληλεγγύη, τις διαπροσωπικές σχέσεις και την αυστηρότητα της κοινοτικής ζωής, δηλαδή την κοινή ταυτότητα. Εδώ η παρανομία των ηρώων -άρνηση της θεσμικής εξουσίας-, υποδηλώνει μάλλον την απόρριψη του σύγχρονου κοινωνικού βίου και την προσήλωση της ομάδας σε μια φυλετικού τύπου κοινωνική οργάνωση, σε μια φυλετικού χαρακτήρα ταυτότητα.
Οι δύο αρνήσεις -του ήρωα απέναντι στην θεσμική νομιμότητα και της ομάδας απέναντι στον δυτικό τρόπο κοινωνικής οργάνωσης- συγκλίνουν και λειτουργούν μάλλον συμπληρωματικά, παρά αντιθετικά σε αρκετές από τις μυθοπλασίες. Οδηγώντας με αυτόν τον τρόπο το είδος σε μια ιδιότυπη θεματική αυτάρκεια και μια αντίστοιχη ιδεολογική ολοκλήρωση και καθορίζοντας την ιδιαίτερη ταυτότητα του, τον ακρογωνιαίο λίθο του.
Δημήτρης Μπάμπας