(σχόλια για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και τον Ken Loach)
Η δήλωση του Θόδωρου Αγγελόπουλου για τον Κεν Λόουτς/ Ken Loach είναι σύντομη και σαφής, εμπεριέχοντας ταυτόχρονα και ένα στοιχείο πρό(σ)κλησης προς τον κριτικό λόγο: “Τον αγαπώ πολύ τον Λόουτς. Έχω την αίσθηση ότι η δική του πίστη συναντάει από άλλους δρόμους τη δική μου απελπισία”. Ανίχνευση, λοιπόν, του κοινού τόπου των δύο ταινιών -Βλέμμα του Οδυσσέα και Γη και Ελευθερία/ Land and Freedom - ψηλάφηση των σημείων επαφής τους, αλλά και υπογράμμιση των διαφορών τους, των διαφορετικών οπτικών τους πάνω στον κόσμο και τους ανθρώπους: αυτό είναι το αντικείμενο διαπραγμάτευσης του παρόντος κειμένου. Διαφορές και ομοιότητες, συγκλίσεις και αποκλίσεις ανάμεσα σε δύο φιλμικά κείμενα: οι παρακάτω επισημάνσεις δεν φιλοδοξούν να λειτουργήσουν αξιολογικά -άλλωστε οι συγκρίσεις στην τέχνη υπήρξαν πάντοτε και αμήχανες και μετέωρες-, ούτε και ουσιαστικά -να προχωρήσουν δηλαδή σε μια “εις βάθος” ανάγνωση των φιλμικών κειμένων-, αντίθετα αυτό που επιχειρείται είναι η κατανόηση της διαφορετικότητας τους.
Η αφετηρία των δύο ταινιών μοιάζει να συμπυκνώνει αυτές τις διαφορές και ομοιότητες: Είναι το ιστορικό παρελθόν για τον Κεν Λόουτς και η ζέουσα πραγματικότητα για τον Θόδωρο Αγγελόπουλου. Κοινό έδαφος γι’ αυτήν τη διαφορετική θεματική επιλογή είναι μια “αριστερή” οπτική πάνω στο πρωτογενές υλικό -στην περίπτωση του Αγγελόπουλου σωστότερο θα ήταν να τη χαρακτηρίζαμε ως “μετα-αριστερή”, καθώς η εμμονή στις αριστερές ιδέες συνυπάρχει με στοιχεία μιας προσωπικής μυθολογίας. Αυτή η διαφορετική θεματική και χρονική αφετηρία, διαφοροποιεί σ’ ένα βαθμό και το τελικό αποτέλεσμα, καθορίζοντας τον τόνο, αλλά και το ύφος των εικόνων: Νοσταλγία και συναισθηματισμός (απόρροια των μελοδραματικών δομών στο Γη και Ελευθερία) ενώ από την άλλη πλευρά έχουμε μια σχεδόν ντοκιμαντεριστική καταγραφή των βαλκανικών ερειπίων (Βλέμμα του Οδυσσέα). Τα παραπάνω μοιάζουν λίγο αντιφατικά, αν αναλογιστούμε το κινηματογραφικό παρελθόν των δύο σκηνοθετών: Πιστός υπηρέτης μιας ρεαλιστικής αντίληψης για τον κινηματογράφο, ο Κεν Λόουτς, στην ταινία του, την αρνείται για να προσχωρήσει -όχι χωρίς δισταγμούς- στη συναισθηματική παρελθοντολογία, ενώ ο Αγγελόπουλος συνεπής εκφραστής μιας αντι-ρεαλιστικής τάσης στο σινεμά, επιλέγει τη σύζευξη και την προσαρμογή στοιχείων αρχαίας τραγωδίας με μία καταγραφή της πραγματικότητας (εσωτερικής και εξωτερικής).
Κρίκος σύνδεσης, για τον Κεν Λόουτς, με το κινηματογραφικό παρελθόν του η απλότητα των εννοιών, η άρνηση της πολυπλοκότητας, οι σαφείς διαχωρισμοί (Βροχή από πέτρες/ Raining Stones, Ladybird, Ladybird). Στο κόσμο του, ο εχθρός είναι και εμφανής και διακριτός: είναι μια εξουσία φασιστικής και σταλινικής υφής, ο αντίπαλος. Αντίθετα στην ταινία του Αγγελόπουλου, ο εχθρός τελεί “εν απουσία”: περιπλανώμενος ο Χαρβεϋ Καϊτέλ/ Harvey Keitel αντικρίζει τα ερείπια ενός κόσμου μετά την καταστροφή. Αν ο Λόουτς κινηματογραφεί τα πάντα “εν θερμώ” -καθώς ενδιαφέρεται για την σύγκρουση, για τα πρόσωπα όταν ζουν τις κορυφαίες στιγμές του βίου τους-, ο Αγγελόπουλος αντίθετα, επιλέγει την ηρεμία και την απόσταση, το τοπίο μετά τη μάχη, όταν η κλαγγή των όπλων έχει σωπάσει, όταν οι πολεμιστές αποσύρονται για να γιατρέψουν τα τραύματά τους. Προτιμά τη μελαγχολία, τη θλίψη και το στοχασμό από τους επικούς τόνους -την ταπεινότητα ενός ποιητικού λόγου από την έπαρση του βλέμματος. Η περιήγησή του σε τόπους και χρόνους -σκοτεινή και μελαγχολική- επιχειρεί να συγκροτήσει ένα ιστό συνέχειας. Ακολουθώντας τα ίχνη μιας πορείας - των τριών χαμένων φιλμ- ο σκηνοθέτης προσπαθεί να επανακτήσει τη χαμένη αθωότητα του βλέμματος. Μια πορεία εσωτερικής αναζήτησης, που καταλήγει να γίνει μια ελεγεία για τις χαμένες ιδέες, για τα ανεκπλήρωτα όνειρα.
Ο Αγγελόπουλος δεν αμφιβάλλει και δεν μετανιώνει, απλώς διαπιστώνει ότι ο κόσμος -και ίσως ο ίδιος- έχουν απολέσει την πίστη τους σε ιδανικά και σε όνειρα: πίσω από τις εικόνες του παραμονεύει η απελπισία της ήττας, ελλοχεύει ο κίνδυνος της παραίτησης: η θλίψη και η σιωπή του έχουν την ένταση και τη δύναμη μιας κραυγής. Αντίβαρο σ’ αυτόν το δημιουργικό “πεσιμισμό” του Αγγελόπουλου -για την αριστερά και το σινεμά- τα φωτεινά χρώματα της ταινίας του Λόουτς και η αισιοδοξία της: είναι η μυθολογία της Αριστεράς, είναι η ευφορία του αγώνα και της μάχης, είναι τέλος η νηφάλια πίστη του Κεν Λόουτς στα αριστερά ιδανικά, που κάνουν την ουτοπία να δείχνει δυνατή...
Δημήτρης Μπάμπας