Η περίοδος πριν τις γιορτές των Χριστουγέννων είναι παραδοσιακά, για το κινηματογραφικό κύκλωμα, η πιο προσοδοφόρος: οι αίθουσες γεμίζουν από ένα κοινό στην συντριπτική του πλειοψηφία νεανικό (και αντίστοιχα γεμίζει και το ταμείο του αιθουσάρχη). Αυτή αθρόα προσέλευση νεαρών θεατών στις αίθουσες έχει την αντανάκλασή της και στις ταινίες που παρουσιάζονται το ίδιο χρονικό διάστημα: όλες τους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο απευθύνονται σε ένα μικρό ηλικιακά κοινό θεατών. Είναι η περίοδος που κυριαρχεί ο κινηματογράφος με ήρωες παιδιά, που παραδοσιακά παρουσιάζεται μια ταινία κινουμένων σχεδίων του στούντιο Ντίσνεϋ - η Παναγία των Παρισίων, ή ο Αλλαντίν, ο Βασιλιάς των Λιονταριών, ή η Ποκαχόντας.
Αυτή ετήσια παρέλαση ταινιών προορισμένων να καταναλωθούν από παιδιά, εξορίζει από την αίθουσα τους τακτικούς της θαμώνες, δηλαδή τους σινεφίλ: καθώς έχουν προ πολλού διανύσει την κόλαση (;) της παιδικής ηλικίας αισθάνονται άβολα με αυτόν τον παλιμπαιδισμό του σινεμά.
Η αφέλεια, η σχηματικότητα και η συναισθηματική ευκολία - στοιχεία που χαρακτηρίζουν όλες σχεδόν τις μυθοπλασίες αυτής της χρονικής περιόδου- μοιάζουν να αποτελούν το προαπαιτούμενο όλων αυτών των ταινιών.
Όμως όλες αυτές οι ταινίες θέτουν τον σινεφίλ σε κάποιου είδους υπαρξιακή κρίση σχετικά με το πάθος του για σινεμά: Αυτό που αντιλαμβάνεται αυτήν τη χρονική περίοδο -όταν οι μοναδικές του επιλογές είναι ταινίες για παιδιά- είναι η πραγματική φύση της σχέσης του με το σινεμά. Αν δηλαδή η αγάπη του για τον κινηματογράφο έχει σχέση με την τελετουργία της σκοτεινής αίθουσας και είναι αυτόνομη από τις εικόνες που παρακολουθεί. Ή αν αυτό που τελικά είναι σημαντικό, στη σχέση του με το σινεμά, είναι η ίδια η φύση των εικόνων - δηλαδή το περιεχόμενο και η μορφή τους, δηλαδή η τέχνη.
Στην πρώτη περίπτωση ο σινεφίλ, εκών-ακών, θα καταλήξει μετά από πολλούς δισταγμούς στις αίθουσες για να παρακολουθήσει όλες τις παιδικές ταινίες. Αυτός ο σινεφίλ είναι αμετανόητα εξαρτημένος από την τελετουργία της αίθουσας και γι’ αυτόν ελάχιστη σημασία έχουν οι εικόνες. Αυτό που έχει σημασία γι’ αυτόν είναι να χαθεί στο σκοτάδι της αίθουσας, να παρακολουθήσει καθηλωμένος την εκθαμβωτική λάμψη των εικόνων.
Στη δεύτερη περίπτωση, η σχέση του σινεφίλ με τις εικόνες είναι πιο ουσιαστική και τελικά πιο βαθιά: Θα αρνηθεί τον κινηματογράφο για την περίοδο των γιορτών -στο βαθμό που δεν έχει τη δυνατότητα για επιλογή ταινίας- και θα βρει καταφύγιο στο DVD. Γι’ αυτόν η σχέση του με το σινεμά είναι παράλληλη και αντίστοιχη με μια διαδικασία συναισθηματικής ωρίμανσης. Έτσι λοιπόν οι παιδικές ταινίες πρέπει να ειδωθούν μόνο μια φορά: στην παιδική ηλικία, όταν το βλέμμα του θεατή είναι αθώο, όταν η αφέλεια, η σχηματικότητα και η συναισθηματική ευκολία δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές ως αισθητικές κατηγορίες. Τώρα που ο ίδιος έχει προ πολλού ενηλικιωθεί, η περίοδος των Χριστουγέννων μοιάζει ως μια περίοδος νηστείας και εγκράτειας: ξέρει ότι μετά τις γιορτές θα ανταμειφθεί πλουσιοπάροχα για την προσήλωση τους στις εικόνες.
Δημήτρης Μπάμπας