Ο ΤΕΟ
Κάποτε ένας γνωστός Έλληνας κινηματογραφιστής είχε πει, δηκτικά αλλά πολύ εύστοχα, ότι το είδος του κινηματογράφου που κάνει ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είναι εκείνος του «αριστουργήματος». Πώς λέμε ότι ο Μινέλι έκανε μιούζικαλ, ο Τζον Φορντ γουέστερν και ο Ντε Σίκα νεορεαλιστικές ταινίες; Ε, ο Αγγελόπουλος κάνει (με το δικό του τρόπο βέβαια) ταινίες που ανήκουν στην ελίτ όλων των ειδών: στο είδος του «αριστουργήματος». Αυτό σαν να λέμε που δημιούργησαν με το έργο τους σκηνοθέτες, όπως ο Όρσον Γουέλς, ο Κουροσάβα, ο Μπέργκμαν, ο Μπουνιουέλ, ο Αντονιόνι, ο Γκοντάρ αλλά και ο Χίτσκοκ, ο Ταρκόφσκι ασφαλώς, στους οποίους αναφέρεται συνήθως ο Τεό όταν θέλει να μιλήσει (και) για το δικό του έργο.
ΤΟ ΛΙΒΑΔΙ ΠΟΥ ΔΑΚΡΥΖΕΙ.
Αυτός είναι ο «γήινος» (αλλά και εξόχως λυρικός) τίτλος μιας από τις τελευταίες ταινίας του Τεό: πρώτο μέρος μιας τριλογίας με την οποία επιχείρησε «έναν ποιητικό απολογισμό του αιώνα που έφυγε», όπως έχει πει ο ίδιος, και είναι «μια τραγωδία σε ελεγειακούς τόνους» ή αλλιώς «μια ελεγεία για την ανθρώπινη μοίρα». Αλλά, έτσι κι αλλιώς, όλες οι ταινίες του ήταν πάντα «ελεγείες, εποποιίες, ιστορικές τοιχογραφίες» που ασχολούνται με θέματα που πρέπει να ονοματίζονται με το αρχικό γράμμα κεφαλαίο: Μνήμη, Εμφύλιος, Διωγμός, Επανάσταση, Πόλεμος, Αιωνιότητα, Φυγή, Προσφυγιά, Επιστροφή και τώρα Έρωτας. Μεγάλα θέματα που απαιτούν «αναπόφευκτα» τις πιο υψηλές τεχνικές κινηματογράφησης τους: μεγάλης διάρκειας πλάνα – σεκάνς που ενοποιούν τον παρελθόντα και τον παρόντα χρόνο, κάδρα επικών διαστάσεων, μεγάλα σκηνικά, αναπαραστάσεις αρχέγονων λαϊκών τελετουργιών, οπτικοποίηση αναφορών σε κρίσιμες ιστορικές περιόδους, με λίγα λόγια τη Φόρμα του Αριστουργήματος. Εντάξει, χιούμορ κάνουμε τώρα. Ίσως επειδή το χιούμορ είναι το μόνο που λείπει από τις ταινίες του Τεό. Αλλά για να επανέλθουμε στο παράδειγμα, το «Λιβάδι που δακρύζει» ήταν πάλι μια μουσικο – εικαστική σύνθεση υψηλών τόνων και προδιαγραφών, αποτελούμενη από μια αλληλουχία άψογα φροντισμένων σκηνών που διεκδικούν μια θέση στην ανθολογία των πιο «αριστουργηματικών» στιγμών στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου. Σε τέτοιο βαθμό, που αυτό μοιάζει να γίνεται αυτοσκοπός, με αποτέλεσμα το φόντο και η περίτεχνη φόρμα να καταπίνει τις ανθρώπινες μορφές: να υπαγάγει την παρουσία τους σε πρόσχημα για να επιδειχθούν τα εντυπωσιακά τοπία ή σκηνικά και οι τεχνικές της κινηματογράφησής τους.
ΚΑΙ ΜΙΑ ΕΛΕΝΗ.
Σε αντίθεση με τα προηγούμενα, στην πιο λιτή σκηνή προς το τέλος του έργου, η Ελένη παραληρεί με τα μάτια κλειστά, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά: «Δεν έχω νερό, δεν έχω σαπούνι, δεν έχω χαρτί να γράψω στα παιδιά μου…Με λένε Ελένη…» Την πιο συγκλονιστική, άψογα ερμηνευμένη, δραματικά κορυφαία στιγμή του έργου, που σώζει όλη την (ανα-)παράσταση. Αλλά έτσι συνήθως συμβαίνει με τις ταινίες του Τεό: γίνεται αληθινά αριστουργηματικός ή έστω συγκινητικά δραματικός μόνο στις στιγμές που υποχωρεί η μεγαλομανία του να θέλει να υπηρετεί μόνο «την τέχνη του αριστουργήματος» (του) και γίνεται «γήινος». Ευτυχώς!
Σωτήρης Ζήκος [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]
Πέμπτη, 15 Νοεμβρίου 2012