ΤΡΙΑΝΤΑ ΚΑΙ ΚΑΤΙ. Σε μια εποχή παρατεταμένης εφηβείας και πρόωρης γήρανσης σαν τη δική μας, η κρίσιμη ηλικία θεωρείται τα τριάντα και κάτι. Όπου (ζεις σαν να) είσαι ακόμη έφηβος ή έφηβη, βλέπεις ας πούμε Γκάρφιλντ στο σινεμά, παίζεις play station, ντύνεσαι μοδάτα – εφηβικά, χαζεύεις ριάλιτι, στέλνεις μηνύματα και σου στέλνουν μηνύματα με τα κινητό, είσαι κολλημένος με τους γονείς σου, παρότι είσαι ολόκληρος άντρας πια ή ολόκληρη γυναίκα και πρέπει να πας τη ζωή σου παραπέρα. Μέχρι ενός ορίου (ηλικίας) «κερδίζεις χρόνο», μηδενίζεις το σκορ και ξαναρχίζεις το παιχνίδι, περνάς από πίστα σε πίστα, αλλά από ένα σημείο και μετά αρχίζεις να «χάνεις» ώρες, κέφια και λάδια, κολλάς, δεν πας πουθενά, στριφογυρνάς στο μικρό σου τοπίο. Φλερτ και ποτά, μπαρ και ταξίδια, shopping και σεξ, μουσικές και ταινίες. Στο τέλος όλα αυτά καταντάνε κουραστικά, περνάνε τα ανέμελα χρόνια και στενεύουν τα περιθώρια. Και μετά άντε γεια.
ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗ ΣΟΥΗΔΙΑ. Την άνοιξη του 1948 ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν ήταν τριάντα χρονών όταν η δεύτερη σύζυγός του, η Έλλεν Λουντστρέμ, με την οποία είχε ήδη δύο παιδιά, γέννησε δίδυμα (σύνολο τέσσερα παιδιά συν οι δύο γονείς, έξι). Η οικογένεια μετακόμισε σ’ ένα πεντάρι διαμέρισμα κι όταν ο θετός πατέρας της Έλλεν αυτοκτόνησε αφήνοντας πίσω του μεγάλα χρέη, ήρθε να μείνει μαζί τους η μητέρα της με το μικρό της γιο (σύνολο οκτώ). Επιπλέον έμενε μαζί τους και η μεγαλύτερη κόρη του Μπέργκμαν από τον πρώτο του γάμο, γιατί η μητέρα της ήταν άρρωστη, όπως και μια γυναίκα που βοηθούσε στο νοικοκυριό. (Όλοι μαζί μας κάνουν σύνολο εννιά ένοικοι στο ίδιο σπίτι.) Όλα αυτά έτυχε να συμβαίνουν την εποχή που ο τριαντάχρονος Ίνγκμαρ Μπέργκμαν είχε προσκληθεί για να σκηνοθετήσει στο Δημοτικό θέατρο του Γκέτεμποργκ, ενώ είχε διατελέσει πριν διευθυντής του Δημοτικού θεάτρου του Χέλσινγκμποργκ, και επίσης είχε ήδη σκηνοθετήσει τρεις ταινίες μεγάλου μήκους, ετοιμαζόταν να γυρίσει την τέταρτη και γι’ αυτό πηγαινοερχόταν ανάμεσα σε Γκέτεμποργκ και Στοκχόλμη, ενώ τα βράδια που είχε ελεύθερα σχεδίαζε σενάρια και θεατρικά έργα σ’ ένα μικρό γραφείο κι έβρισκε πάντοτε χρόνο, ενδιάμεσα, για να απατάει τη γυναίκα του. Στα τριάντα και κάτι, όταν θα εγκαταλείψει την Έλλεν για να συζήσει με την ήδη παντρεμένη ερωμένη του Γκουν και τα δύο παιδιά της, θα έχει να συντηρήσει τρεις οικογένειες. Σίγουρα δεν ήταν ο αντιπροσωπευτικός τριαντάρης της εποχής του.
ΗΛΙΚΙΑ ΛΗΞΗΣ. Σήμερα (η μέχρι χθες, πριν ανατρέψει τα δεδομένα η διαρκώς αυξανόμενη ανεργία) το ανώτερο επιτρεπτό όριο παρατεταμένης εφηβείας είναι, ας πούμε, τα τριανταέξι, η ηλικία στην οποία συνήθως αποσύρονται οι επαγγελματίες αθλητές έχοντας ολοκληρώσει την καριέρα τους. Αν μέχρι τα τριανταέξι δεν έχεις αποκτήσει μια επαγγελματική ταυτότητα, αν όχι μέσω πλήρους, έστω μερικής απασχόλησης, τότε θεωρείσαι περίπου ληγμένος. Για γάμους, οικογένειες, παιδιά έχεις ασφαλώς περισσότερο καιρό, μέχρι τα σαράντα και βάλε. Εκτός κι αν επιλέξεις την χωρίς τέτοιες ευθύνες εργένικη ζωή –για πάντα εφηβεία. Έτσι κι αλλιώς -λένε- μια ζωή την έχουμε…
Σωτήρης Ζήκος [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]
Πέμπτη, 1 Νοεμβρίου 2012