Χρονολογία γέννησης του σύγχρονου κουβανέζικου σινεμά, το 1959, είναι επίσης και η χρονιά, που το κίνημα των νεαρών επαναστατών, υπό την καθοδήγηση του Τσε και του Φιντέλ Κάστρο, κατέλαβε την εξουσία. Ανατρέποντας τη δικτατορία του Μπατίστα, οι νεαροί επαναστάτες, ταυτόχρονα, άλλαξαν και το τοπίο στο χώρο του κινηματογράφου. Από τις ομάδες κινηματογράφου, που είχαν δημιουργηθεί στα πλαίσια του αντάρτικου στρατού και τα ντοκιμαντέρ των Tomas Gutierrez Alea και Julio Garcia Espinosa, το κουβανέζικο σινεμά πέρασε, με την ίδρυση του Instituto Cubano del Arte e Industrias Cinematograficos (ICAIC), σε μία νέα δημιουργική περίοδο. Με τη βοήθεια ξένων κινηματογραφιστών, όπως ο Ρώσος σκηνοθέτης Mikhail Kalatozov (γύρισε το Είμαι η Κούβα/ Soy Cuba), ο Ολλανδός ντοκιμαντερίστας Joris Ivens ή οι Γάλλοι Chris Marker και Agnes Varda, δημιουργήθηκε ένα εθνικό σινεμά που εξέφραζε τις αξίες της νεαρής επανάστασης. Άρνηση του χολιγουντιανού μοντέλου, προσανατολισμός στις ανεξερεύνητες, από τον κινηματογράφο, πτυχές της κουβανέζικης ιστορίας, αλλά και τολμηρές καταγραφές των προβλημάτων, που η νέα πραγματικότητα δημιούργησε: αυτοί ήταν οι δρόμοι που ακολούθησαν οι σκηνοθέτες που στελέχωσαν το Ινστιτούτο.
Τα πρόσωπα (αλλά και οι ταινίες), που έκαναν διεθνώς γνωστό αυτό το νέο κινηματογράφο, υπογραμμίζουν το δημιουργικό κλίμα που επικράτησε τα τελευταία σαράντα χρόνια: ντοκιμαντέρ με πολιτικό προσανατολισμό από τον Santiago Alvarez, ιστορικές ταινίες πορτραίτα από τον Humberto Solas (Λουτσία/ Lucia, 1968 και Ένας Πετυχημένος Άνθρωπος/ Un hombre de exito, 1985), ταινίες για τον πόλεμο της ανεξαρτησίας του 1868 όπως το La primera carga al machete (1969) του Manuel Octavio Gomez, δικαστικά δράματα όπως το Ustedes tienen la palabra (1973) του ίδιου, παρωδίες όπως το Aventuras de Juan Quinquνn (1967) του Julio Garcia Espinosa. Το τοπίο του κουβανέζικου σινεμά συμπληρώνουν μεταξύ άλλων και οι Enrique Pineda Barnet (La Bella Del Alhambra, 1989), Fernando Perez (Clandestinos, 1987), Sergio Giral (El otro Francisco, 1976), Sara Gomez (De cierta manera, 1974) και ο σκηνοθέτης κινουμένων σχεδίων Juan Padron (η ταινία του Quinoscopios, βασίζεται στην δουλειά του γνωστού Αργεντινού σκιτσογράφου Quino).
Όμως το κεντρικό πρόσωπο στον χώρο είναι ο Tomas Gutierrez Alea: τα ντοκιμαντέρ αλλά και οι ταινίες μυθοπλασίας του -όπως το πορτραίτο ενός αστού διανοούμενου Μνήμες Υπανάπτυξης /Memorias del subdesarrollo (1968), η πολιτική σάτιρα Ο Θάνατος Ενός Γραφειοκράτη/ La muerte de un burocrata (1966), η πολιτική αλληγορία Ο Τελευταίος Δείπνος/ La ultima cena (1978) ή οι κωμωδίες Φράουλα και Σοκολάτα/ Fresa y chocolate (1994) και Guantanamera (1995)-, είναι ταυτόχρονα μια καταγραφή της πορείας της επανάστασης αλλά και μια "εκ των έσω" αφήγηση των προβληματισμών και των ανησυχιών του κουβανέζικου λαού.
Διατηρώντας μια σχετική αυτονομία από την κυβέρνηση, το Ινστιτούτο και οι κουβανοί σκηνοθέτες, δημιούργησαν τα τελευταία σαράντα χρόνια ένα σινεμά όπου τα στοιχεία εθνικής ταυτότητας κυριαρχούν. Κριτικό ως προς την εξουσία, ευαίσθητο απέναντι στα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα: το κουβανέζικό σινεμά διεκδίκησε δυναμικά το δικαίωμα να εκφράσει τις ελπίδες και τις προσδοκίες μίας ολόκληρης κοινωνίας. Ένα σινεμά πολιτικό, με έντονες επιρροές από τον ιταλικό νεορεαλισμό, ένα σινεμά των ταπεινών και καταφρονεμένων, το κουβανέζικο σινεμά μέσα σε δύσκολες συνθήκες -ο οικονομικός αποκλεισμό των ΗΠΑ, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης- επιχείρησε να εκφράσει τον αγώνα και τις αγωνίες του λαού της Κούβας: τα δισεπίλυτα κοινωνικά προβλήματα, τις δυσκολίες και τα εμπόδια που η γραφειοκρατία δημιουργούσε, την θέση της γυναίκας, το τραυματικό ιστορικό παρελθόν. Η τελική εικόνα για τον κινηματογράφο στην Κούβα μοιάζει με τη θέση του νησιού στον γεωγραφικό χώρο: Είναι η εικόνα μιας πολύμορφης εθνικής κινηματογραφίας, μιας νησίδας αντίστασης απέναντι στην τυποποίηση και την ισοπέδωση, που η Χολιγουντιανή Αυτοκρατορία επιχειρεί να επιβάλλει.
Δημήτρης Μπάμπας