(…) Το μοντέλο παραγωγής του στούντιο Kamata της εταιρείας Shochiku βασίζεται στην αρχή ότι είναι καλύτερο για τον σεναριογράφο να δουλεύει μαζί με τον σκηνοθέτη. Η συγγραφή του σεναρίου και η σκηνοθεσία δεν θα έπρεπε να διαχωρίζονται, αλλά να συνυπάρχουν αρμονικά. Όπως για παράδειγμα συμβαίνει στην ταινία It Happened One Night (1934). Σ’ αυτήν οι Capra και Riskin συγχρόνισαν τόσο πολύ τις αναπνοές τους ώστε δεν μπορείς να πεις που τελειώνει η ικανότητα του σεναριογράφου και που αρχίζει του σκηνοθέτη. Οι περισσότερες καλές ταινίες γεννιούνται όταν αυτό επιτυγχάνεται.
Όταν σκηνοθετώ δεν χρησιμοποιώ ένα λεπτομερές σενάριο. Υπάρχουν σκηνοθέτες που ζητούν από τους σεναριογράφους τους σενάρια με πολλές λεπτομέρειες. Υπάρχουν σκηνοθέτες, όπως ο Ozu Yasujiro, που κάνουν οι ίδιοι προσχέδια και ετοιμάζουν αναλυτικές οδηγίες [για τα γυρίσματα]. Εγώ ωστόσο προτιμώ να χρησιμοποιώ ότι μ’ έρχεται στο μυαλό στα γυρίσματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχω μελετήσει τη συνολική σύνθεση της ταινίας. Τη σκέφτομαι στο ξεκίνημα των γυρισμάτων, όμως δεν ασχολούμαι με τις ιδιαίτερες λεπτομέρειες. Μ’ άλλα λόγια, για μένα είναι σημαντικό το πνεύμα του αυτοσχεδιασμού, ότι προκύπτει ξαφνικά στα γυρίσματα.
Γι’ αυτούς τους λόγους τα σενάρια του Kitamura Komatsu (1) μού ταιριάζουν καλύτερα. Το στυλ του Komatsu είναι να γράφει γρήγορα τα σημαντικά σημεία, και εμένα αυτό μου προσφέρει μια αίσθηση ελευθερίας.
Όταν κάνω μια ταινία θεωρώ ότι το πιο σημαντικό είναι το μοντάζ. Μια απλή αλλαγή πλάνων μπορεί να αλλάξει την αίσθηση μιας ταινίας. Για παράδειγμα, όταν γυρίζω μια σκηνή κάποιου που περπατά στο δρόμο και χάνεται στο βάθος, η αίσθηση που αναδύει η σκηνή αλλάζει ανάλογα με το ποιο τμήμα της λήψης χρησιμοποιείται στο μοντάζ. (…)
Σκηνοθετώντας ταινίες μέσα στα χρόνια κατέληξα ότι θέλω να αποφεύγω όσο το δυνατό περισσότερο τη θεατρικότητα. Παραδείγματος χάρη, δείτε την ιστορία όπου η γυναίκα Α εγκαταλείπεται από τον άνδρα Β. Όταν η Α διαβάζει το γράμμα του χωρισμού από τον Β υποφέρει. Οι περισσότερες ταινίες θα χρησιμοποιούσαν τη «συνταγή», δείχνοντας την Α να διαβάζει το γράμμα, ακολουθούμενο από ένα κοντινό πλάνο όπου κλαίει με λυγμούς. Ωστόσο εγώ θα τη γύριζα βάζοντας την Α να διαβάζει το γράμμα, στη συνέχεια να το τσαλακώνει και να το πετά. Μετά το γράμμα πέφτει σ’ ένα ρυάκι που ’ναι μπροστά της και το παίρνει το ρεύμα. Τέλος το γράμμα βυθίζεται στον πυθμένα. Αφού κινηματογραφούσα αργά όλα αυτά, στη συνέχεια η κάμερα θα γυρνούσε στη γυναίκα που κλαίει. Φυσικά ο τρόπος της κινηματογράφησης εξαρτάται από το χαρακτήρα της γυναίκας, όμως σε γενικές γραμμές μ’ αυτόν τον τρόπο θα γύριζα τη σκηνή.
Το ιδανικό μου είναι οι ηθοποιοί να μην παίζουν με τρόπο υπερβολικό και να μην εξαρτώμαι απόλυτα από την υποκριτική τους. Όταν κινηματογραφείς τους ηθοποιούς και επιδεικνύεις τις υποκριτικές τους ικανότητες τότε δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα σε μια ταινία και μια θεατρική παράσταση. Γι’ αυτό ορισμένες φορές οι ηθοποιοί που χρησιμοποιώ αναρωτιούνται αν αυτά που κάνουν είναι τα σωστά –δεν αισθάνονται ότι παίζουν και με κοιτούν με καχυποψία.
(…) Δεν είμαι καλός στις μεγάλες παραγωγές με πολλούς σταρ. Γίνομαι δυστυχής. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο περισσότερο ευτυχής είμαι όταν κινηματογραφώ τοπία με ανθρώπους, παρά μ’ αυτές τις μεγάλες παραγωγές. Μου ταιριάζουν περισσότερο [οι μικρές ταινίες]. Του χρόνου θα κάνω τρεις ταινίες με τον τρόπο που θέλει η εταιρεία και σ’ αντάλλαγμα μπορώ να κάνω δύο ταινίες έτσι όπως εγώ θέλω. Θα ‘θελα να έχω λίγο περισσότερο χρόνο. Είμαι τόσο απασχολημένος.
[δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ιαπωνικό κινηματογραφικό περιοδικό Kinema Junpo τεύχος 1/1/1935 και αναδημοσιεύτηκε σε αγγλική μετάφραση στην έκδοση Shimizu Hiroshi, 101st Anniversary έκδοση 28th Hong Kong International Film Festival. Απόδοση Δημήτρης Μπάμπας]
1 Σεναριογράφος στο ιαπωνικό κινηματογράφο στις δεκαετίες 20-30. Συνεργάστηκε μεταξύ άλλων και με τον Ozu Yasujiro.
Βιογραφικό σημείωμα
O Shimizu Hiroshi (1903-1966) είναι ένας από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες του κλασικού ιαπωνικού κινηματογράφου. Ξεκίνησε την καριέρα του σε ηλικία 19 ετών ως βοηθός σκηνοθέτης στην εταιρεία Shochiku και σε ηλικία 21 ετών προήχθη στις τάξεις των σκηνοθετών. Μέχρι το τέλος του Β! Παγκόσμιου Πόλεμου γύρισε για την εταιρεία Shochiku 140 ταινίες. Στην συνέχεια δούλεψε ως ανεξάρτητος σκηνοθέτης μέχρι το 1959 όταν και ολοκλήρωσε τη καριέρα του. Η φιλμογραφία του περιλαμβάνει συνολικά 163 ταινίες, αρκετές από τις οποίες είναι πλέον χαμένες.
Αυτοσχεδιασμός, συχνά απουσία οποιασδήποτε διεύθυνσης των ηθοποιών, κινηματογράφηση σε φυσικό τοπίο, αφηγηματικές ελλείψεις, χρήση απροσδόκητων για τον θεατή μεταφορών, συχνή παρουσία παιδιών ηθοποιών και μια ιδιαίτερη έμφαση στην αφηγηματική σύνθεση και το μοντάζ ήταν ορισμένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του έργου του. Ο μελετητής του ιαπωνικού σινεμά Donald Richie σημειώνει μεταξύ άλλων: «Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η ‘νέα μέθοδος’ του Shimizu όπου η σύνθεση γίνεται το κυρίαρχο εκφραστικό μέσο είναι ένας απόηχος από την κληρονομιά της ιαπωνικής λογοτεχνίας». Θεωρείτο από τους σύγχρονούς του Ozu και Mizoguchi ως σκηνοθετική ιδιοφυΐα.
Οι πιο σημαντικές ταινίες του Shimizu Hiroshi είναι Undying Pearl (1929), Japanese Girls at the Harbor (1933), Mr. Thank You (1936), Children in the Wind (1937), The Masseurs and a Woman (1938), Notes of an Itinerant Performer (1941), Ornamental Hairpin (1941), A Mother’s Love (1950). Αρκετές ταινίες του κυκλοφόρησαν πρόσφατα σε DVD με αγγλικούς υπότιτλους.