(σχετικά με την κρίση στην αφήγηση)
του Paul Schrader
origine1.jpg

Οι σεναριογράφους αρέσκονται να παραπονιούνται. Δεν είναι σεβαστοί από τους παραγωγούς, θεωρούνται από τους σκηνοθέτες ως αναλώσιμοι, με το ζόρι αναφέρονται από τους κριτικούς, αντιμετωπίζονται ως υπηρέτες από τους ηθοποιούς -αν και κανένας απ’ αυτούς δεν παραπονιέται για το ότι ιστορικά είναι οι πιο καλοπληρωμένοι. Το άλλο για το οποίο δεν παραπονιούνται είναι η «εξάντληση της αφήγησης», αν και είναι κάτι που το σκέπτονται πολύ. Το να παραπονείται ένας σεναριογράφος για την έλλειψη πρωτότυπων ιδεών θα ήταν σαν ένας πωλητής να παραπονείται για την απουσία εμπορευμάτων: Δεν είναι καλό για τη δουλειά.
Οι συγγραφείς ανέκαθεν γνωρίζουν ότι υπάρχει ένας περιορισμένος αριθμός ιστοριών. Το βιβλίο του Christopher Booker, Επτά Βασικές Πλοκές (The Seven Basic Plots) τις εκλαΐκευσε στο αριθμό επτά. Ωστόσο άλλοι υποστηρίζουν ότι οι βασικές πλοκές είναι 3, 20 και 36. Ο Rudyard Kipling λέει ότι 69. Δεν είναι κάτι νέο. Αφηγούμαστε συνεχώς παραλλαγές των ίδιων ιστοριών. Δεν είναι αυτό η «εξάντληση της αφήγησης». Αυτό που είναι καινούργιο είναι ότι η πλοκή, λόγω της ανάπτυξης των Μέσων, βρίσκεται πλεόν παντού. Κατακλυζόμαστε από αφηγήσεις. Κολυμπάμε μέσα σε ιστορίες.

Ας δούμε κάποια υποθετικά νούμερα. Πάρτε έναν εκτεθειμένο στα Μέσα 30χρονο. Ας τον ονομάσουμε Όλι Βαρεμένος. Όταν ο προπάππους του Όλι ήταν 30 χρονών πιθανόν να’ χε παρακολουθήσει 2500 ώρες ιστορίες οπτικό- ακουστικής αφήγησης. Ο παππούς του στην ηλικία των 30 είχε δει 10 χιλιάδες ώρες. Ο πατέρας του 20 χιλιάδες. Ο Όλι το 2009 στην ηλικία των 30 είχε δει περίπου 35 χιλιάδες ώρες οπτικό-ακουστικής αφήγησης. Δεν είναι υπερβολικά νούμερα .Δεν έχω διαβάσει κάποια έρευνα γι’ αυτό. Όμως είναι κάπως έτσι.
Αυτές οι 35 χιλιάδες ώρες ιστοριών: ταινίες, τηλεοπτικά σόου, κινούμενα σχέδια, βίντεο στο ιντερνέτ, κλιπ στο You Tube. Αφηγήσεις σύντομες, αλλά και εκτεταμένες: νεανικές κωμωδίες, σαπουνόπερες ερωτικές ιστορίες, ιστορίες αστυνομικές, ιστορικά δράματα, σόου ειδικών εφέ, τρόμου, πορνό, «υψηλής τέχνης» «ταπεινή τέχνης», ώρα με την ώρα, μέρα με την μέρα, χρόνο με το χρόνο. Αυτά όλα είναι πάρα πολύ αφήγηση. Σε εξαντλούν.
histoir1.jpgΤι σημαίνει αυτό. Για έναν αφηγητή σημαίνει ότι είναι όλο και πιο δύσκολο να ξεπεράσει τις προσδοκίες του θεατή. Σχεδόν κάθε πιθανόν θέμα όχι μόνο έχει καλυφθεί, αλλά επιπλέον έχει καλυφθεί στην κάθε λεπτομέρεια του. Πόσες ώρες ιστοριών με μανιακούς δολοφόνους έχει δει ένας μέσος θεατής. Πενήντα; Εκατό; Έχει δει τις βασικές ιστορίες (πλοκές), τους συνδυασμούς- παραλλαγές αυτών των ιστοριών, τις μιμήσεις- αντιγραφές των συνδυασμών -παραλλαγών και τις παραλλαγές των αντιγραφών. Πώς ένας συγγραφέας μπορεί να αποσπάσει την προσοχή της φαντασίας ενός θεατή, που είναι εμποτισμένος στην ιστορία του μανιακού δολοφόνου; Να την κάνει πιο αιματοβαμμένη; Έχει ήδη γίνει. Πιο διεστραμμένη; Το είδαμε. Μανιακός δολοφόνος με χιούμορ; Συνέβη. Παρωδία; Και αυτό επίσης βαρετό. Το παράδειγμα του μανιακού δολοφόνου είναι ίσως εύκολο, όμως ότι ισχύει για τις ιστορίες με μανιακούς δολοφόνους ισχύει για όλα τα κινηματογραφικού θέματα. Οικογένειες αστυνομικών; Ζευγάρια ομοφυλόφιλων; Διεφθαρμένοι πολιτικοί; Γοητευτικοί περιθωριακοί; Όλα είναι βαρετά. Σε κάνουν να χασμουριέσαι.
Όλα αυτά γίνονται απολύτως σαφή και προκαλούν πόνο σε κάθε σεναριογράφο που αποπειράται να αφηγηθεί προφορικά την ιστορία του (η σεναριογραφία είναι πιο κοντά στην προφορική παράδοση απ’ ότι στη λογοτεχνία). Ξεκινάς να πεις μια ιστορία, προσπαθείς να αποσπάσεις την προσοχή του ακροατή, και ύστερα βλέπεις τον Όλι τον Βαρεμένο να παίρνει την ιστορία σου και να την τοποθετεί σ’ ένα κουτάκι. Έχει δε τόσες πολλές ιστορίες που έχει έτοιμα τα κουτάκια του. Κάνε απλώς νύξεις για το περιβάλλον και αμέσως έχει βρει την θέση της: Ταινία «Δυο ζευγάρια σε μια περιπλάνηση» ή ταινία «Έξι άνδρες σε μια σχεδία». Τη ξέρω αυτή τη ταινία. Το μυαλό του Όλι λειτουργεί όπως ενός επιμελητή σεναρίων. «Και μετά πάει στο σπίτι της» λες εσύ ο σεναριογράφος –«και βρίσκει το γυμνό της πτώμα να κρέμεται στο μπάνιο, από ένα τσιγκέλι» σκέφτεται ο Όλι: τη ξέρω αυτή την ταινία.
Η πρωτοτυπία πάντα σπανίζει και είναι πιο δύσκολο σήμερα, λόγω της εξάπλωσης των Μέσων, να ‘σαι πρωτότυπος απ’ ότι 30 χρόνια πριν; Ναι. Σήμερα οι θεατές ζουν στην βιόσφαιρα της αφήγησης. 24 ώρες το 24ωριο, 7 μέρες την εβδομάδα, Πολυμέσα, συνεχώς. Όταν ένας αφηγητής μάχεται για την προσοχή του θεατή, δεν ανταγωνίζεται μόνο με τις αφηγήσεις που αναπτύσσονται την ίδια στιγμή, αλλά ανταγωνίζεται και με τις παραλλαγές της δικής του αφήγησης. Ένας αληθινός ανταγωνισμός. Ο πήχης της πρωτοτυπίας έχει ανεβεί. Η Αγορά των Μέσων τιμολογεί με premium, με μπόνους καθετί που ‘ναι «νέο» ή «φρέσκο» -και κατακλύζει συνεχώς τους θεατές με αφηγήσεις που ανταγωνίζονται η μια την άλλη.
Οι κριτικοί και οι σχολιαστές αρέσκονται να λένε φράσεις όπως «Μ’ αρέσει μια ερωτική ιστορία όπως οι παλιές» ή μια «παλιά καλή ιστορία μυστηρίου». Όμως πώς αντιδρούν όταν τους παρουσιάζεται κάτι τέτοιο; Επίθετα όπως «κουρασμένο», «κοινότυπο», «ξεπερασμένο» «τετριμμένο».
Τι να κάνει ένας συγγραφέας; Εργάζεται όλο και περισσότερο, εκτός των ορίων της παραδοσιακής αφήγησης.

Αυτή η εξάντληση της αφήγησης βρίσκεται πίσω από την πρόσφατη άνοδο των «αντί-αφηγηματικών» διασκεδάσεων όπως είναι:
1. Η Reality Tv. Κάθε κανονικός θεατής γνωρίζει ότι η reality τηλεόραση ακολουθεί τις δικές της συνταγές, ωστόσο η εμφάνιση της ως να ‘ναι χωρίς σενάριο είναι ουσιαστική για την απήχηση της. Αποκαμωμένος από τόσες πολλές προβλέψιμες ιστορίες, ο εξαντλημένος θεατής στρέφεται στη «πραγματικότητα».
2. Ανεκδοτολογική αφήγηση. Η απήχηση ταινιών όπως το Slacker και των επιγόνων του, οφείλεται στην απόλαυση να παρακολουθείς συμπεριφορές, χωρίς το βάρος των μηχανισμών της πλοκής. Δεν είναι «ψεύτικο», ούτε «μηχανικό», ούτε και «επινοημένο» (αν και φυσικά είναι).
histoir3.jpg3. Αναπαραστάσεις. Είτε βασίζονται σε διάσημα γεγονότα, είτε σε λιγότερα γνωστά, οι αναπαραστάσεις πουλούν τις συνθήκες που αυτά τα γεγονότα συνέβησαν στην πραγματικότητα και το ότι δεν μαγειρεύονται από μια ομάδα σεναριογράφων (ωστόσο αν και δεν μαγειρεύονται, καρυκεύονται και σερβίρονται από τους συγγραφείς).
4. Βίντεο παιχνίδια. Η δυνατότητα του θεατή να συμμετέχει στην αφηγηματική διαδικασία δημιουργεί μια ψευδαίσθηση ότι δεν υπάρχει κατασκευή.
5. Πολύ μικρής διαρκείας δραματικά έργα. Μέρος της απήχησης των 3λέπτων ή 5λεπτών ιστοριών που δημιουργούνται για κινητά τηλέφωνα, You Tube είναι η ψευδαίσθηση ότι δεν είναι τεχνητές αφηγήσεις. Απλώς και μόνο κομμάτια ζωής.
6. Ντοκιμαντέρ. Εξ’ αρχής μέρος της κινηματογραφικής διασκέδασης, τα ντοκιμαντέρ -ιστορικά οι φτωχοί αδελφοί του εμπορικού κινηματογράφου- έχουν αυξηθεί σε αριθμό και σε θεάσεις. Μια αύξηση που οφείλεται εν μέρει στην επιθυμία των θεατών να δουν κάτι πέρα από τις προβλέψιμες αφηγήσεις.
Τι άλλο; Σημειώσετε φόρμες βασισμένες στην προβλεψιμότητα και την επανάληψη (σαπουνόπερες, ανακριτικές διαδικασίες, κινούμενα σχέδια με υπέρ- ήρωες), ξαναπακεταρίσμα παλιών πλοκών με νέους σταρ και αναμονή γι’ αυτή την ακαθόριστη «πρωτότυπη» ανατροπή, που θα κάνει μια παλιά ιστορία να δείχνει φρέσκια. Και αναμονή. Αναμονή για τα νέα Μέσα που θα καθορίσουν την νέα ανάγκη για αφήγηση.

Η αφήγηση ξεκίνησε ως μια τελετή και εξελίχθηκε σε μια τελετουργία. Έγινε εμπόριο τον Μεσαίωνα. Έγινε μεγάλη επιχείρηση το 19ο αιώνα και μια διεθνής βιομηχανία του 20ου.Σήμερα είναι η πανταχού παρούσα τοιχογραφία της μετα-μοντέρνας εποχής. Σαν σεναριογράφοι παλεύουμε ενάντια στην ίδια την επιτυχία μας. Έχουμε γεμίσει με τοιχογραφίες τον κόσμο μας και τώρα κανείς δεν υπάρχει για να προσέξει τον πίνακα που μόλις κρεμάσαμε. Δεν κάτι σημαντικό. Δεν είναι κρίση. Η «εξάντληση της αφήγησης» δεν είναι μια αυτόνομη διαδικασία. Είναι μια από τις πολλές κρίσεις που έχουν προσβάλλει τον σύγχρονο κινηματογράφο.
Ο κινηματογράφος είναι η τέχνη του 20ο αιώνα. Η παραδοσιακή αντίληψη για τον κινηματογράφο -η προβολή εικόνων σε μια σκοτεινή αίθουσα γεμάτη με θεατές- δίνει την αίσθηση κάτι όλο και πιο παλιού. Δεν γνωρίζω ποίο θα’ ναι το μέλλον της οπτικό- ακουστικής διασκέδασης, όμως δεν νομίζω ότι θα ‘ναι ότι συνηθίσαμε να αποκαλούμε ταινίες. Η αφήγηση θα μεταλλαχθεί και θα αντέξει. Η οπτικοακουστική διασκέδαση αλλάζει και η αφήγηση θα αλλάξει μαζί της.

* Ο Paul Schrader είναι σκηνοθέτης και σεναριογράφος (μεταξύ άλλων έγραψε το σενάριο του Taxi Driver του Martin Scorsese).

(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα The Guardian 19η Ιουνίου 2009. Απόδοση Δημήτρης Μπάμπας).