kynodont3.jpg

O διεθνής τύπος έχει χαρακτηρίσει τον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο weird wave δηλαδή "αλλόκοτο κύμα" . Αφορμή τις ταινίες του Λάνθιμου, της Τσαγκάρη αλλά και του Αβρανά, του Λυγίζου, κλπ κλπ
Τι είναι αυτός ο κινηματογράφος λοιπόν; Αντίδραση σε έναν παλιού τύπου κινηματογράφο που δεν έλεγε να ξεκολλήσει από παλιές θεματολογίες και στυλ, προϊόν επιρροών από πρωτοποριακές ταινίες Art House και φεστιβάλ; Είναι ταινίες που στην ουσία δεν είναι "ελληνικές" αλλά διεθνείς και έκφραση μιας νέας γενιάς κινηματογραφιστών ή είναι βαθιά ελληνικές αφού έγιναν από Έλληνες και απλώς πειραματίζονται σε νέα στυλ ως αντίδραση στον παλιό και πολιτικοποιημένο σινεμά; Όλη αυτή η νοσηρότητα, οι συμβολισμοί και οι εξεζητημένες αισθητικές έχουν ουσιαστική αξία ή είναι ένας αγώνας ματαιοδοξίας και εντυπωσιασμού που εκμεταλλεύεται το ενδιαφέρον του διεθνούς τύπου για την Ελλάδα της κρίσης;

Στην εποχή μας οι ταινίες για να εγκρίνονται να συμμετέχουν σε διεθνή φεστιβάλ θα πρέπει να έχουν δυνατό θέμα/στόρι με σύγχρονη δυναμική. Η τεχνική αρτιότητα και ποιότητα αλλά και το στυλιζάρισμα είναι εύκολο να επιτευχθούν πια με την ψηφιοποίηση της τεχνολογίας όσον αφορά στη δημιουργία εικόνων. Εξάλλου η διαφήμιση έχει κατακτήσει αυτό το επίπεδο προ πολλού και έχει επιβάλλει παγκοσμίως την αισθητική της.
Ταινίες λοιπόν όπως ο «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου, το «Attenberg» της Αθηνάς Τσαγκάρη, θεωρήθηκαν ότι είχαν θέμα με δυναμική πέρα από την πρόκληση, εξ ου και η ταινία «Attenberg» πήρε και βραβείο σεναρίου, παρόλο που δεν μπορούμε να ορίσουμε με σιγουριά το θέμα της. Ποιο είναι το θέμα της; Η γυναικεία σεξουαλικότητα; Με μια προσέγγιση διαφορετική; Όχι φλύαρη, αλλά σχεδόν βουβή, «μιμητική», ανα-παραστατική με την έννοια της performance;  
kynodont2.jpgΑπό την άλλη στην ταινία «Κυνόδοντας» το ενδιαφέρον είναι νομίζω η γόνιμη δραματουργικά βασική ιδέα του εγκλεισμού κάποιων παιδιών κυρίως, σε ένα σύγχρονο, «αστικό» (;!) οικογενειακό περιβάλλον, στην κυριολεξία, μια δραματική συνθήκη από την οποία μπορούν να προκύψουν πολλαπλά αφηγηματικά συμβάντα και μοτίβα και σε διαφορετικές συνθέσεις που ο Λάνθιμος είχε την εξυπνάδα στη δική του εκδοχή (γιατί θα μπορούσαν να αναπτυχθούν πολλές, διαφορετικές πάνω σε αυτήν την ιδέα), με μια φόρμα λιτή -«αντιδιαφημιστική»- να αφήσει ανοιχτό το θέμα σε μεταφορικές/συμβολικές ερμηνείες. Εξ και υπήρξαν ξένοι που είδαν στην ταινία, μεταξύ των άλλων, και τις ενδοοικογενειακές ρίζες της ελληνικής εσωστρέφειας σε συνάρτηση με το θέμα της ελληνικής κρίσης.
Το ότι η ταινία «Στρέλλα» του Πάνου Κούτρα είχε δυνατό θέμα και προκλητικό, πολύ σύγχρονο αφενός και από την άλλη εξωτικό, καθώς αναδεικνύει ένα λαϊκό ελληνικό στοιχείο, και μάλιστα κινηματογραφημένο direct, ήταν σίγουρα το μυστικό της επιτυχίας της. Το θέμα ήταν που μετρούσε αλλά βοήθησε επίσης προωθητικά και η συγκυρία που προκαλούσε ενδιαφέρον για οτιδήποτε ελληνικό, «αλλόκοτα» ελληνικό.
Από την άποψη αυτή, για την ταινία «Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού» του Έκτορα Λυγίζου, παρότι εκτιμώ την τόλμη ως έργο «εναλλακτικό» και απολύτως λιτό ως προς τα μέσα του και την ανάπτυξή του (θα μπορούσε να είναι μια ταινία μικρού μήκους», δεν είμαι καθόλου σίγουρος αν η όποια αποδοχή της έξω οφείλεται στις καθαρά κινηματογραφικές της ποιότητες και όχι απλώς σε μια παρεξήγηση, ότι το θέμα της είναι η «πείνα» (με έμπνευση από το μυθιστόρημα του Κνουτ Χάμσουν) και πάλι σε σχέση με την ελληνική κρίση. Αν δηλαδή θα την έβρισκαν ενδιαφέρουσα σε μια οποιαδήποτε άλλη συγκυρία ή αν απλώς θεωρούν ότι έρχεται να προστεθεί στο σερί «weird wave» δηλαδή «αλλόκοτο κύμα». Είναι επίσης πολύ χαρακτηριστικό ότι άφησε αδιάφορο το ελληνικό κοινό –ποιο κοινό; Σαν να πρόκειται για άλλη μια ταινία στη σειρά ταινιών που γίνονται για να πάνε «έξω».
Το ζήτημα με αυτό το φαινόμενο είναι ότι δεν υπάρχει συνέχεια, ούτε θεματική ούτε αισθητική στην επόμενη ταινία αυτών των σκηνοθετών, ή καμία συνέχεια, και ούτε από την άλλη μια παρόμοια αποδοχή, σαν κανείς να μην περιμένει το επόμενό τους έργο, όπως έχει συμβεί τόσες φορές στο παρελθόν και ακόμα συμβαίνει με αξιόλογους δημιουργούς του σινεμά, που η συμμετοχή τους σε ένα διεθνές φεστιβάλ σηματοδοτεί την αρχή μιας μικρής ή μεγάλης διεθνούς καριέρας, μιας επιστροφής… πέρα από το «αλλόκοτο» της πρώτης φοράς. 

Σωτήρης Ζήκος [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]