sinema2.jpg

Από τότε που το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης απέκτησε, επίσημα ως θεσμός διεθνή χαρακτήρα, ανέλαβε να επιτελέσει δύο λειτουργίες.
Η πρώτη ήταν να συμμετέχει στο παγκόσμιο δίκτυο των φεστιβάλ κινηματογράφου το οποίο λειτουργεί ως εναλλακτικό κύκλωμα διανομής και προβολής ταινιών που δίνει ευκαιρίες παρουσίασης και βράβευσης σε ανεξάρτητους δημιουργούς, νεώτερους και παλαιότερους, και εντέλει ανοίγει οδούς πρόσβασης και προς το εμπορικό κύκλωμα, όχι μόνο των αιθουσών αλλά και της διανομής σε DVDs και στην τηλεόραση. Και να δημιουργήσει μια πρώτη “αγορά”, με την ευρύτερη έννοια του όρου, ως ένα θεσμοθετημένο πεδίο γνωριμίας και ανταλλαγών μεταξύ των ανθρώπων του κινηματογράφου, όλων των κατηγοριών, μέσω ενός προγράμματος προβολών το οποίο πέρα από το διαγωνιστικό του τμήμα περιλαμβάνει αφιερώματα σε κινηματογραφιστές και εθνικές κινηματογραφίες, πανοράματα από τη νέα σοδειά του ανεξάρτητου κινηματογράφου, βραβευμένες ταινίες σε άλλα φεστιβάλ, συζητήσεις, συνεντεύξεις κλπ.
Η δεύτερη, συμπληρωματική της πρώτης, ήταν να πληροφορήσει το κοινό της πόλης και των προσκεκλημένων του φεστιβάλ για κάποιες νέες αισθητικές τάσεις και αναζητήσεις του παγκόσμιου σινεμά και να λειτουργήσει ακόμα και παιδευτικά εξοικειώνοντας τους θεατές με κάποιες άλλες αισθητικές ποιότητες αλλά και θέματα διαφορετικά, πιο “σοβαρά”, που δεν αποσκοπούν μόνο στην ψυχαγωγία. Και επίσης με τη συμμετοχή των ελληνικών ταινιών της πιο πρόσφατης παραγωγής κάθε φορά, με δύο εξ αυτών και στο Διεθνές Διαγωνιστικό και τις υπόλοιπες σε ένα πανόραμα, να δίνει την ευκαιρία στους έλληνες κινηματογραφιστές να δουν και να δείξουν, να συνυπάρξουν και να συνομιλήσουν, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά, με τους ομότεχνούς τους από όλον τον κόσμο.
54poster.jpgΩς προς την πρώτη λειτουργία το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης κατάφερε με τις μέχρι τώρα επιλογές του να εξελιχθεί και καθιερωθεί διεθνώς ως ένα αξιόλογο φεστιβάλ, πάντα βέβαια στην κατηγορία του και το μέγεθος του. (Όπως και κατάφερε βέβαια στην πόλη και στη χώρα να γίνει μόδα.)
Τα τελευταία χρόνια όμως το διεθνές κινηματογραφικό περιβάλλον έχει αλλάξει.
Το κοινό που αντιστοιχεί σε τέτοιου είδους ταινίες, “φεστιβαλικές”, έχει συρικνωθεί στις νεότερες γενιές θεατών (οι οποίες είναι σε σχεδόν πλήρη απασχόληση με τις δικές τους οθόνες).
Λίγοι και όλο και λιγότεροι “εναλλακτικοί” κινηματογραφιστές συνεχίζουν το έργο τους σε μια σταθερή πορεία αισθητικής και/ή θεματικής αναζήτησης, όπως οι παλιοί δημιουργοί του σινεμά, οι περισσότεροι,  μετά από κάποιες διάκρισεις σε φεστιβάλ, αναλαμβάνουν να σκηνοθετήσουν κάποιες λιγότερο “ανεξάρτητες” παραγωγές που θα κάνουν εισιτήρια ή επιλέγουν να εργάζονται απκλειστικά για την τηλεόραση ή ακόμα χειρότερα, “χάνονται”.
Μετά το κύμα του Ιρανικού Κινηματογράφου και την Άνοιξη του Ρουμάνικου Σινεμά οι εθνικές κινηματογραφίες με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, δεν φαίνεται να υπάρχουν πια, όπως παλιά, καθώς οι επιρροές των νεότερων κινηματογραφιστών είναι παγκοσμιοποιημένες κι αυτές.
Το αποτέλεσμα είναι οι δημιουργοί, νεότεροι και παλιοί, να αναζητούν τις ευκαιρίες για κάποια διάκριση και δημοσιότητα που προσφέρουν τα μεγάλα φεστιβάλ κινηματογράφου, συμμετέχοντας ίσως μετά, κατά κατιούσα κλίμακα στα υπόλοιπα, σαν ένα “πέρασμα” απλώς.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των δικών μας κινηματογραφιστών που συμμετείχαν και/ή διακρίθηκαν στα μεγάλα φεστιβάλ τα τελευταία χρόνια.
Τι θα μπορούσε να τους προσφέρει πλέον μια συμμετοχή ή ακόμα και διάκριση στο δικό μας φεστιβάλ;
Άσε δε, που ακόμα και αυτή η συμμετοχή και η διάκριση στα μεγάλα φεστιβάλ, δεν είχε καμιά πρακτική ανταπόδοση, πέρα από την πρόσκαιρη “εθνική περηφάνεια”, καθώς κάθε σύστημα χρηματοδότησης/επένδυσης σε νέες  κινηματογραφικές παραγωγές στην Ελλάδα έχει ουσιαστικά διαλυθεί. Οπότε η δεύτερη λειτουργία του δικού μας φεστιβάλ, που αφορά στους έλληνες κινηματογραφιστές, εκ των πραγμάτων δεν υφίσταται πια.
Άρα τι μένει; Ένα καθιερωμένο φεστιβάλ εν λειτουργία αλλά όχι πια και τόσο λειτουργικό; Νομίζω, ότι πέρα από την ανάγκη διατήρησης των ποιοτικών επιλογών του προγράμματος προβολών έχει προκύψει εκ των πραγμάτων και η ανάγκη για σταδιακή αναπροσαρμογή στα νέα δεδομένα ως προς τις λειτουργίες του θεσμού.

Σωτήρης Ζήκος
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.