Πολλοί νέοι χορευτές σαστίζουν με εκφράσεις του τύπου «κινηματογραφικός χορός» ή «σινέ-ντανς». Θέλουν να ξέρουν τι σημαίνει αυτό. «Να χορεύεις, δεν είναι πάντα το ίδιο, αδιακρίτως τόπου και τρόπου;» Από τεχνικής απόψεως, ναι∙ από την οπτική γωνία του χορευτή, η απάντηση είναι πάλι ναι. Αλλά από τη μεριά του χορογράφου, η σκηνοθεσία και οι ιδέες είναι, ή τουλάχιστον πρέπει να είναι, διαφορετικές.
Κατ’ αρχάς, στον κινηματογράφο ο χορός ζημιώνεται: χάνει την τρίτη του διάσταση, όπως το γλυπτό που γίνεται φωτογραφία. Χάνει όμως πολύ περισσότερα πράγματα. Χάνονται η ζωντανή παρουσία, η ανάσα του χορευτή, καθώς κι η προσωπικότητά του. Οι κινητήριες δυνάμεις, που δημιουργούν την ισχυρότερη αλληλεπίδραση μεταξύ κοινού και χορευτή, «σβήνουν».
Ο χορός στον κινηματογράφο έχει πλεονεκτήματα; Εξυπακούεται πως ναι. Το σύγχρονο κινηματογραφικό μιούζικαλ έχει να επιδείξει πολυάριθμα. Χάρη στα θαύματα για τα οποία είναι ικανός ο κινηματογράφος, μπορούμε να μεταφέρουμε το χορό στους δρόμους, στην ύπαιθρο, στην κορυφή ενός ουρανοξύστη, όπου επιθυμεί η φαντασία μας. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε κινηματογραφικές τεχνικές, όπως το φλασμπάκ και το σβήσιμο της εικόνας, για να επιτρέψουμε στον χορευτή να πει «ήμουν» αντί του ατέρμονου «είμαι». Και μπορούμε να επωφεληθούμε από το δραματικό περιεχόμενο για να δημιουργήσουμε τις αποχρώσεις και την ψυχολογική διάσταση του χορού.
Όμως αυτά τα προτερήματα προϋποθέτουν περισσότερη δουλειά, περισσότερες δυσκολίες και, βεβαίως, περισσότερη προετοιμασία. Ο χορογράφος έχει τώρα την πρόσθετη έγνοια να κάνει το χορό αναπόσπατο κομμάτι του φιλμ. Διαφορετικά, δεν θα έχουμε παρά έναν φιλμαρισμένο σκηνικό χορό. Ο χορός πρέπει να απορρέει 1) από καταστάσεις∙ 2) από χαρακτήρες∙ 3) από επεισόδια που εμπλουτίζουν τις μεν και τους δε. Μελετώντας τις καλύτερες χορογραφίες του κινηματογράφου, αντιλαμβάνεσαι πως διαθέτουν τουλάχιστον ένα απ’ αυτά τα στοιχεία, συχνά και τα τρία.
Ομοίως πρέπει να εξετάσουμε τις εξαιρέσεις του κανόνα. Εφόσον μιλάμε για θέατρο ή μπαλέτο, πρέπει να μιλήσουμε για τον φιλμαρισμένο σκηνικό χορό, γιατί το απαιτεί η ιστορία. Κι εκεί ακόμα, όμως, η δουλειά μπορεί να εξωραϊζεται χάρη στην τεχνική του κινηματογράφου, όπως μαρτυρεί το φιλμ Τα κόκκινα παπούτσια∙ είναι η ιστορία μιας χορεύτριας, τοποθετημένη στον περίγυρο ενός θιάσου χορευτών. Ο χορός ξετυλίγεται επί σκηνής, χάρη όμως στην κινηματογραφική τεχνική καταδυόμαστε κι αγγίζουμε τις συγκινησιακές συγκρούσεις της χορεύτριας, την ώρα της παράστασης. Τη βλέπουμε, και στην ιδιωτική της ζωή, και επί σκηνής.
Όσον αφορά τον ίδιο τον χορευτή, όταν πρέπει να ερμηνεύσει ένα δραματικό ρόλο, χορεύοντας στον κινηματογράφο ή στην τηλεόραση, πρέπει να είναι κυρίαρχος των πλέον διαφορετικών στιλ. Είναι προφανές πως όταν υποδύεται έναν φορτηγατζή, δεν μπορεί να βγει απ’ το αμάξι του και να σταθεί, ως εκ θαύματος, στην πέμπτη «ποζισιόν». Οι κινήσεις του δεν πρέπει να τον παρασύρουν έξω απ’ το πρόσωπο που υποδύεται. Πρέπει να συμβαδίζουν με το κοστούμι του. Εξυπακούεται ότι οι διακυμάνσεις στη χορογραφία του Γαλάζιου πουλιού δεν θα ταίριαζαν σε έναν φορτηγατζή. Προμοίως, οι κινήσεις ενός Ντ’ Αρτανιάν ή ενός χαριτωμένου Πρίγκιπα θα είναι διαφορετικές από εκείνες ενός φορτηγατζή, πράγμα που ισχύει και για άλλες λεπτομέρειες. Ανάλογα προβλήματα υπάρχουν και στη θεατρική σκηνή, αλλά τα όρια δεν είναι σχεδιασμένα με τόση ακρίβεια. Ο φακός καθιστά τα πάντα ρεαλιστικά, με σκληρό τρόπο. Ένα επί σκηνής μπαλέτο, με εξαίσια κοστούμια, μπορεί να μετατραπεί, μέσα απ’ το φακό, σε τρομαχτική νύχτα του Χάλοουιν. Μια εναλλαγή σκηνικού φωτισμού μπορεί να δημιουργήσει ρομαντική ατμόσφαιρα, ενώ μέσα απ’ την κάμερα θα σκεφτούμε πως απλά πρόκειται για φωτιστική ανεπάρκεια.
Είναι αλήθεια πως, επισήμως, αυτά τα προβλήματα εξαρτώνται απ’ τους υπεύθυνους των σκηνικών, των αξεσουάρ ή των κοστουμιών. Αλλά κάθε έμπειρος χορογράφος γνωρίζει πως οφείλει να ενδιαφέρεται προσωπικά γι’ αυτά τα προβλήματα, αν δεν θέλει η δουλειά του να πάει στράφι.
Υποδεικνύω στους νέους χορευτές να επωφελούνται απ’ τη μελέτη του κινηματογραφικού χορού, όχι μόνο παρατηρώντας τις τεχνικές, αλλά επίσης μαθαίνοντας να κρίνουν αν ο χορευτής κατόρθωσε ή όχι να υποδυθεί το ρόλο του στην οθόνη. […]
Απόσπασμα από κείμενο αρχικά δημοσιευμένο στο τεύχος του Σεπτεμβρίου 1965, του περιοδικού Dance Magazine. Από το βιβλίο Το μιούζικαλ, του Michel Chion, μετάφραση Μαρία Γαβαλά, εκδόσεις Πατάκη.