(…)Οι καλύτερες ταινίες είναι αυτές που υπερασπίζονται λιγότερο τον εαυτό τους και περισσότερο τον κόσμο.
(...) Το καλύτερο πράγμα που θα μπορούσε να μας συμβεί είναι αυτό που μας συμβαίνει κάθε στιγμή, γιατί οτιδήποτε άλλο δεν υπάρχει καν.
(...) Επειδή η ζωή γέμισε παραισθήσεις, ο κινηματογράφος είναι απαραίτητος γιατί μας επιστρέφει στην εσωτερική ζωή και αποτελεί τον απόηχό της. Ο κόσμος είναι ντυμένος με εικόνες από τα γεννοφάσκια μας και ανάμεσα σε εμάς και την πραγματικότητα ξετυλίγεται μια αόρατη ταινία, μέσα στην οποία καλούμαστε να ζήσουμε ως φαντάσματα. Οι μεγάλες ταινίες παραμερίζουν αυτή την ταινία της ζωής μας, που παρεμβάλλεται ανάμεσα στους εαυτούς μας και στην πραγματικότητα. Τότε εμφανίζονται τα πράγματα "ως έχουν" κι εμείς απέναντί τους. Αυτή είναι η πραγματικότητα των ταινιών του Ρενουάρ, του Ντράγιερ, του Νίκολας Ραίη, του Μπρεσσόν, του Ταρκόφσκι, του Χίτσκοκ, του Αλέξη Δαμιανού, του Κένζι Μιζογκούσι, του Τζων Κασσαβέτη, του Ερίκ Ρομέρ, του Ρομπέρτο Ροσσελίνι.
(…) Ο καθένας από μας πήρε το δρόμο του, δηλαδή χάθηκε μέσα σε μια παρεξήγηση. Για πρώτη φορά συνειδητοποιήσαμε ότι ψάχναμε την αιτία της σταδιακής απομάκρυνσης μας από την κινηματογραφοφιλία στις ίδιες τις ταινίες, στην τηλεόραση, το βίντεο και ένα σωρό ψεύτικα παιχνίδια, χωρίς να κοιτάζουμε ποτέ μέσα μας και χωρίς να αναλογιζόμαστε πόσο ζήσαμε πραγματικά και πόσο θέλαμε να ζήσουμε συχνάζοντας στις κινηματογραφικές αίθουσες. Άρχισε τότε, σε ότι με αφορά, ένα είδος κειμένου που ο αναγνώστης θα εντοπίσει εύκολα, όπου κυριάρχησε αυτό που ο Πικιώνης ονόμασε «πύρινο έδαφος της πραγματικότητας». Από αυτό το πύρινο έδαφος είχαν ξεκινήσει άλλωστε τα χλωμά παιδιά που δέχτηκαν το σοκ στις θερινές προβολές της δεκαετίας του 60 και εκεί ακριβώς τους ήταν γραφτό να βρεθούν ξανά, είτε για να επιστρέψουν οριστικά είτε για να προσπεράσουν.