Είναι ένα πασίγνωστο μέσο των οδηγών και των εξερευνητών. Όταν συνειδητοποιούν πως έχασαν τον δρόμο ή πως πλανιούνται άσκοπα στο δάσος, έχουν ως κανόνα να μην προσπαθούν ποτέ να ξαναβρούν τον προσανατολισμό τους με βάση το ένστικτο τους. Πάντοτε σε τέτοιες περιπτώσεις ξαναγυρίζουν σιγά σιγά και προσεκτικά προς τα πίσω για να ξαναβρούν το σημείο από το οποίο ξεκίνησαν ή το σημείο από το οποίο άρχισαν να χάνονται.
Άλφρεντ Χίτσκοκ
Η ελληνική κινηματογραφική οικογένεια μοιάζει σήμερα κουρασμένη και αυτό οφείλεται στο ότι τα τελευταία είκοσι χρόνια βρέθηκε, χωρίς να το καταλάβει, μέσα σε μια ζούγκλα από τηλεοράσεις, διαφημίσεις και άλλα παραισθητικά φαινόμενα του σύγχρονου κόσμου. Στα μέσα της δεκαετίας του’ 60 οι νέοι κινηματογραφιστές προσπάθησαν να οργανώσουν την ανεξάρτητη παραγωγή και τα κατάφεραν με κύριο όπλο την αλληλεγγύη και τη συνεργασία. Αυτό είχε αποτέλεσμα τη δημιουργία ταινιών χαμηλού κόστους αλλά και την αχρήστευση του συγκεντρωτικού μοντέλου παραγωγής που αντιπροσώπευε κυρίως ο Φίνος. Το γεγονός αυτό αποδυνάμωσε τον ελληνικό κινηματογράφο, όσο κι αν θεωρήθηκε τότε ότι συνετέλεσε στην ανανέωση του. Στην πραγματικότητα, τη θέση του Φίνου την κατέβαλε προοδευτικά η τηλεόραση και η ανεξάρτητη παραγωγή κληρονομήθηκε στο κράτος, όταν οι συνεργασίες και η εθελοντική προσφορά εργασίας έπνευσαν τα λοίσθια. Μέσα σε είκοσι πέντε χρόνια δημιουργήθηκε και επιβλήθηκε μια κινηματογραφική γραφειοκρατία, η παραγωγή συρρικνώθηκε και η διανομή παραδόθηκε στα αμερικάνικα προϊόντα. Το κίνημα των κινηματογραφικών λεσχών εξαντλήθηκε από τις κομματικές νοοτροπίες και το κοινό απομακρύνθηκε από τον ελληνικό κινηματογράφο, ενώ τα έργα υποδομής είναι περίπου ανύπαρκτα.. Αν θέλουμε αν είμαστε ειλικρινείς, πρέπει να παραδεχτούμε ότι είναι θαύμα το ότι γυρίζονται ακόμα ελληνικές ταινίες.
Το θαύμα αυτό εξηγείται μόνο από το γεγονός ότι όλα αυτά τα χρόνια οι άνθρωποι του κινηματογράφου στην Ελλάδα συνέχισαν να πιστεύουν στην τέχνη τους και να την υπερασπίζονται ενάντια σε όλους. Από τον Τάκη Κανελλόπουλο μέχρι τον Σταύρο Τορνέ συναντά κανείς στον ελληνικό κινηματογράφο ανθρώπους που παλεύουν και καταφέρνουν να γυρίζουν ταινίες, ενώ όλοι τους συμβουλεύουν να κάνουν το αντίθετο. Αυτή η επιμονή μας επιτρέπει σήμερα να διαθέτουμε δέκα-δεκαπέντε ταινίες το χρόνο, τις πιο φτηνές ταινίες που γυρίζονται στην Ευρώπη. Οι αδυναμίες αυτών των ταινιών είναι προφανείς, αλλά το ίδιο συμβαίνει με τις αρετές τους. Η μαζική καταδίκη των ταινιών αυτών από την κοινή γνώμη είναι λανθασμένη γιατί ανάμεσα τους βρίσκονται πραγματικά διαμάντια και η επανεκτίμηση του νεοελληνικού κινηματογράφου προβάλλει σήμερα περισσότερο επιτακτική από ποτέ. Αν θέλουμε να προχωρήσουμε, οφείλουμε να παραδεχτούμε τις αδυναμίες μας και να καλλιεργήσουμε τα προτερήματα μας. Όμως, αντί για τη γόνιμη αυτή συζήτηση, συχνά ξεσπούν διαμάχες εκτός τόπου και χρόνου.
Η μεγαλύτερη αδυναμία μας αυτή τη στιγμή είναι ότι δεν συνεργαζόμαστε πια μεταξύ μας. Μια προσεκτική ματιά στα ζενερίκ των ανεξάρτητων ταινιών της δεκαετίας του ’60 φτάνει για να αποδείξει ότι σε κάθε προσπάθεια εκείνης της εποχής το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν εγγυημένο από την παρουσία και μόνο αρκετών σκηνοθετών και τεχνικών πρώτης γραμμής, που δεν είχαν υποκύψει ακόμα στον κατασκευασμένο μύθο του «μοναχικού δημιουργού». Τα παραδείγματα είναι πολλά και χρήσιμα. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 οι κινηματογραφιστές βλέπουν πια με καχυποψία ο ένας τον άλλο, το κλίμα αυτό φθάνει, κατά τη γνώμη μου, σε παροξυσμό στην δεκαετία του ’80, καθώς ο εγωισμός υποδαυλίζεται από το σύστημα της κρατικής επιχορήγησης, τις κρατικές επιτροπές, τις σφαγές γύρω από τα βραβεία και το έντονο κομματικό παιχνίδι. Την ίδια περίοδο όπου υπάρχουν ακόμα συνεργασίες προκύπτουν οι πιο ενδιαφέρουσες ταινίες. Τα παραδείγματα είναι κι εδώ αρκετά και έχουν να κάνουν με τη δημιουργία άτυπων ομάδων που συντηρούν ζωντανή την κινηματογραφική δημιουργία. Όμως αυτές οι λιγοστές ταινίες που έβαλαν στην άκρη τους εγωισμούς δεν φτάνουν για να συντηρήσουν την καλή εικόνα μιας εθνικής κινηματογραφίας.
Τα προτερήματα μας τα γνωρίζουμε και ίσως δεν θα έπρεπε να τα αποκαλύψουμε αλλά να τα ενεργοποιήσουμε, θέτοντας ένα τέλος στην χειμερία νάρκη. Το σίγουρο είναι ότι πρέπει να γυρίσουμε πίσω, ακολουθώντας τη συμβουλή του θείου Άλφρεντ. Έχουμε ανάγκη από τα ιδιωτικά κεφάλαια γιατί ο παραγωγός της ταινίας, ένας άνθρωπος που ενδιαφέρεται προσωπικά και πάσχει για το προϊόν του, όπως ήταν ο Φίνος, δεν αντικαθίσταται από κρατικές επιτροπές ή συμβούλους τηλεοπτικών καναλιών. Έχουμε επίσης ανάγκη από παραμελημένους συνεργάτες όλα αυτά τα χρόνια, όπως θα ήταν οι σεναριογράφοι, γιατί το σενάριο είναι μια συλλογική δουλειά πολύ πιο σημαντική από το να αποτελεί ένα απλό ημερολόγιο πρόγραμμα γυρίσματος. Έχουμε επίσης ανάγκη το κράτος να σταματήσει την πολιτική του μαικήνα και να εγκαινιάσει μια πολιτική παιδείας, να οργανώσει ταινιοθήκες και να συστηματοποιήσει την κινηματογραφική εκπαίδευση. Τέλος, έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο. Στη δεκαετία του ’60 ο κινηματογράφος ήταν μια πράξη αγάπης, μια ερωτική σχέση με τα πάντα. Αν η συμπεριφορά των τηλεοπτικών καναλιών είναι η λατρεία των δημοσκοπήσεων και η συμπεριφορά των διαφημιστών η προπαγάνδα της τυφλής κατανάλωσης, τότε η συμπεριφορά των κινηματογραφιστών απέναντι στο κόσμο δεν μπορεί να είναι άλλη από εκείνη των ερωτευμένων.
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αντί τ. 544 4-2-1994 στα πλαίσια ενός αφιερώματος στη μνήμη του Χρήστου Βακαλόπουλου)