(κείμενο: Ζωή-Μυρτώ Ρηγοπούλου)
Ο πατέρας που εξαφανίζεται, η χώρα που διχάζεται, ο Οδυσσέας που κοιτάζει άλλους τόπους. Ταξίδι σπαρμένο με αναμνήσεις που φανερώνουν ένα αρχαίο παρελθόν, αγάλματα που σαν τα νοήματα όλο κάτι τους λείπει. Ένα χέρι, ένα πόδι, το κεφάλι τους, η απάντηση σ’ ερωτήματα που κάποτε θα είχαν σημασία, η συνέχεια που έχει σπάσει και χαθεί και γι αυτό δεν μπορεί να δείξει τον ήλιο. Η Ελλάδα του Σεφέρη με σκοτεινιά, είναι η χώρα του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ένα μπισκότο πεταμένο στον άνεμο κι αυτό το δάχτυλο το υψωμένο πάνω από τη θάλασσα, να δείχνει χωρίς κατεύθυνση, αφού στην πραγματικότητα λείπει, κι έτσι δεν μπορεί να στραφεί ή να σταθεί πουθενά. Απέναντι είναι αυτά που μας χωρίζουν. Ποτάμια, αίματα, θάλασσες, οι μύθοι του καθενός κι αυτοί που ο κυρ Κορνήλιος ήθελε ν’ απαρνηθούμε. Η Ελλάδα που πληγώνει όποιον μένει εδώ, ο Οδυσσέας που ξεκινάει να φύγει ξανά και ξανά με το βλέμμα να μην έχει αρχίσει ακόμα να κοιτάζει για πίσω. Αποκαμωμένοι από τον ήλιο που δεν λέει να βγει, όμως, η ομίχλη είναι ωραία σαν παλτό που χώνεσαι μέσα του, για να κρατήσει μακριά όλα αυτά που νομίζεις ή θες να πιστεύεις πως δεν είσαι και τα βρίζεις ελπίζοντας πως δεν θα κολλάν άλλο πάνω σου, αυτή είναι η ελληνικότητα, έτσι όπως σε παίρνει η Ιστορία και σε προχωρά χωρίς να βλέπεις, ούτε να καταλαβαίνεις αλλά αναζητώντας το χαμένο χρόνο, γιατί δεν μπορείς να ξεχωρίσεις απ’ αυτόν παρά μόνο ίσως για λίγο κάθε φορά με τον έρωτα κι ύστερα είσαι πάλι σε μια σχεδία καταμεσής της θάλασσας και πας στο πουθενά. Χάνεσαι ενώ ονειρεύεσαι το χωριό όπως ήταν παλιά και τον κορμό του δένδρου που από κάτω του μπορούσες να ξεχαστείς.
Γειά σου, κοντούλα μου λεμονιά, γειά σου.