Arirang (Kim Ki-duk)
Μοναδική περίπτωση ντοκιμαντέρ, το Arirang κυριαρχείται από ένα πρόσωπο: τον σκηνοθέτη του. Αντιμέτωπος με μια προσωπική συνειδησιακή κρίση -λόγω ενός παρ’ ολίγου μοιραίου ατυχήματος κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας Dream- ο Kim Ki-duk αποσύρεται σε μια απομονωμένη αγροικία. Μετά από 15 ταινίες σε 13 χρόνια, βρίσκεται αντιμέτωπος με το κενό, ζει σαν ερημίτης, κινηματογραφώντας τον εαυτό του, την καθημερινότητα του, τα ερωτήματα, τις σκέψεις του. Βρίσκεται στα όρια της κατάθλιψης, αντιμέτωπος με τον ύψιστο φόβο ενός δημιουργού -που είναι το τέλος της δημιουργικότητας-, στο σταυροδρόμι μιας καριέρας που μοιάζει τελειωμένη.
Κατά αναλογία με το This is not a Film του ιρανού Jafar Panahi, και αυτό το ντοκιμαντέρ καταγράφει την πάλη ενός δημιουργού με τον εαυτό του, τις οδύνες και τις αγωνίες της δημιουργίας. Παρουσιάζει την εσωτερική έρημο ενός δημιουργού, την αμφιθυμία και το διαρκή μετεωρισμό του, τις αμφιβολίες και τις αμφισβητήσεις προς τον ίδιο του τον εαυτό. Δραματικό στην τελική επίγευσή του, αυτό το ντοκιμαντέρ είναι μια συναρπαστική καταγραφή των σκοτεινών όψεων της δημιουργικότητας.
Crazy Horse (Frederick Wiseman)
Ο 82χρονος αμερικανός σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ, μετά την ενασχόλησή του με τους εμβληματικούς χώρους θεσμούς της γαλλικής πρωτεύουσας -La Comedie Francaise, Le Ballet de l’ Opera de Paris-, επισκέπτεται ένα άλλο εμβληματικό τόπο της γαλλικής κουλτούρας: το κέντρο Crazy Horse. Τόπος όπου σκηνοθετείται μια αναμφισβήτητα ελκυστική εκδοχή του γυναικείου σώματος, τόπος όπου ορίζεται η έννοια του ερωτισμού, το Crazy Horse είναι ένα χορευτικό κέντρο όπου παρουσιάζονται νούμερα από γυμνές χορεύτριες.
Ο Wiseman παρουσιάζει μια επιλογή απ’ αυτά, ενώ παράλληλα εστιάζει στο παρασκήνιο: στις συζητήσεις ανάμεσα στη δημιουργική ομάδα που κρύβεται πίσω από τις χορεύτριες, τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες δημιουργείται ένα χορευτικό νούμερο, τα πρόσωπα που το εκτελούν, τις χορεύτριες. Αν και τα προηγούμενα έχουν ένα αναμφισβήτητο ενδιαφέρον, ότι τελικά κυριαρχεί είναι το γυναικείο σώμα, η κίνηση, η χορογραφία, ο φωτισμός και η σκηνοθεσία του. Με αισθητικές συγγένειες και επιρροές, όπως εξάλλου αναφέρεται, από τις ταινίες των Michael Powell, Rainer Werner Fassbinder, η ταινία θέτει ερωτήματα: Τέχνη ή θέαμα; Πορνογραφία ή ερωτισμός; Αισθητική απόλαυση ή η απόλαυση του θεάματος; Οι απαντήσεις στα ερωτήματα μοιάζουν άνευ σημασίας. Όποιες και αν είναι η απαντήσεις μοιάζουν τελείως αδιάφορες για τον θεατή, καθώς αυτός βυθίζεται στην ανυπέρβλητη σαγήνη των γυναικείων σωμάτων καθώς χορεύουν.
Nocturnos (Edgardo Cozarinsky)
Μετέωρο ανάμεσα στις επικράτειες της μυθοπλασίας και του ντοκιμαντέρ, η ταινία του αργεντινού συγγραφέα-σκηνοθέτη είναι μια περιπλάνηση με τον τρόπο ενός μποντλερικού flâneur στη νύχτα του Μπουένος Άϊρες.
Κεντρικό πρόσωπο και φορέας του βλέμματος του θεατή είναι ένας νεαρός. Κουβαλώντας ακόμα τα βάρη ενός αβάσταχτου χωρισμού, στιγματισμένος από τις μνήμες ενός έρωτα που έσβησε αναζητά την οικειότητα και την παρηγοριά στα πρόσωπα της νύχτας: Μια γηραιά κυρία, ρακοσυλλέκτες, κλέφτες και κυνηγημένοι, άστεγοι, μοναχικοί πλάνητες, ερωτευμένοι. Όπως λέει ο Cozarinsky: «Υπάρχουν άνθρωποι της νύχτας και της μέρας. Οι άνθρωποι της νύχτας γνωρίζουν ο ένας τον άλλο. Η πόλη είναι δική τους». Μουσική από μπλουζ, τζαζ και αργεντίνικα ταγκό συνοδεύουν ηχητικά τις εικόνες της περιπλάνησης, ενώ ο ποιητικός λόγος των Καβάφη, Μποντλέρ, Μπόρχες, Νοβάλις, Χέλντερλιν και Μπρεχτ ακούγεται κατά τη διάρκεια του ντοκιμαντέρ.
Θραύσματα εικόνων, άχνες εντυπώσεις και φευγαλέα συναισθήματα: «Το παρελθόν δεν έχει πεθάνει. Στην πραγματικότητα, δεν είναι ακόμα παρελθόν». Είναι το βάρος της μνήμης, οι απόηχοι της μέρας, της βιωμένης ζωής που βαραίνουν τα πρόσωπα και τις εικόνες, και κυριαρχούν στη συνείδηση και το βλέμμα.
11 Flowers (Wang Xiaoshuai)
Έχοντας σαν φόντο τα τελευταία χρόνια της πολιτιστικής επανάστασης, η ταινία του Wang Xiaoshuai χαρακτηρίζεται τόσο από τα αυτοβιογραφικά στοιχεία όσο και από τη σχέση του με μια άλλη ταινία του, τη Shanghai Dreams (2005). Αυτή τη φορά η οπτική της αφήγησης υιοθετεί την οπτική του 11χρόνου ήρωα καθώς αυτός έρχεται αντιμέτωπος με τα μυστήρια της ενήλικης ζωής.
Ένα έγκλημα, ένας δολοφόνος που καταδιώκεται, ένας βιασμός που μένει ατιμώρητος. Πέρα απ’ όλα αυτά, υπάρχει η οικογένεια του μικρού ήρωα και ο κοινωνικός της περίγυρος: οι εξόριστοι- εκτοπισμένοι, λόγω της Πολιτιστικής Επανάστασης από τη Σαγκάη, σε μια αγροτική περιοχή της ενδοχώρας προσπαθούν να επιβιώσουν σωματικά (αλλά κυρίως συναισθηματικά), αντιμέτωποι με τη πολιτική καταπίεση και τον παραλογισμό της περιόδου - στοιχεία που είδαμε και στην ταινία Shanghai Dreams.
Η ταινία μοιράζεται σε δύο διαφορετικούς χώρους: από τη μια ο χώρος των μικρών ανήλικων μαθητών και από την άλλη ο χώρος των ενηλίκων. O Wang Xiaoshuai υιοθετεί την οπτική του μικρού ήρωα απέναντι σ’ αυτό το σκηνικό, κάνοντας έτσι μάλλον μια ταινία ενηλικίωσης, παρά μια πολιτική ταινία. Ένας τόνος νοσταλγίας για την παιδική ηλικία που χάθηκε και για μια εποχή που οι σχέσεις ήταν πιο ουσιαστικές διαποτίζει τις εικόνες.
Breathing (Karl Markovics)
Λιτή και ακριβής στην δραματουργία της, η ταινία αυτή έχει στο κέντρο της ένα νεαρό φυλακισμένο που προσπαθεί να στήσει τη ζωή του εξ’ αρχής. Αντιμέτωπος με το βάρος ενός παρελθόντος και την απουσία της μητέρας αποφασίζει να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή. Το δημοτικό νεκροτομείο της Βιέννης είναι το σημείο της αφετηρίας. Ο χώρος, ένας τόπος ζοφερός, είναι μια διαρκή υπόμνηση του πεπερασμένου του βίου. Κάτι που αποτελεί τελικά ένα εφαλτήριο: Καθώς η εξοικείωση με τον θάνατο είναι πάντα δύσκολη, η συγχώρεση και η υπέρβαση του παρελθόντος δείχνουν αναπόφευκτες.
Siberia Monamour (Slava Ross)
Ένας θρησκόληπτος ηλικιωμένος και ο 7χρονος εγγονός του που ζουν σχεδόν σε απομόνωση στο δάσος της Σιβηρίας,. Ένας αξιωματικός, βετεράνος του πολέμου στον Καύκασο, που αναλαμβάνει να βρει μια πόρνη για τον διοικητή του. Μια διαρκή απειλή: η αγέλη λύκων που αναζητά τροφή. Ο βαρύς χειμώνας που πλησιάζει. Αυτά είναι τα κεντρικά στοιχεία στην βραβευμένη στο Φεστιβάλ της Ρώμης, δεύτερη ταινία του Slava Ross.
Η αφήγηση αναπτύσσεται στον χώρο που όρισαν σκηνοθέτες τόσο διαφορετικοί όπως ο Sergei Losnitsa και Aleksei Balabanov. Αυτό που υπάρχει στο κέντρο -και το οποίο συνδέει την ταινία με τους προηγούμενους- είναι ένα κλίμα σήψης και διαφθοράς, μια ηθική έκπτωση που στιγματίζει τα πρόσωπα, μια διάχυτη βαρβαρότητα. Και απέναντι σ’ όλα αυτά υπάρχει ο χαρακτήρας του παιδιού, ως μια διαρκή υπόμνηση της αθωότητας.
Με φόντο ένα σαγηνευτικό τοπίο -η τάιγκα- που βρίσκεται σε φάση αλλαγής -το πέρασμα από το σύντομο φθινόπωρο στο βαρύ χειμώνα της Σιβηρίας- η σκηνοθεσία οργανώνεται γύρω δίπολα–Καλό και Κακό, απόγνωση και έλεος, το μεγαλείο και η ποταπότητα της ανθρώπινης ψυχή. Ο σκηνοθέτης αιχμαλωτίζεται με το δυναμισμό της αφήγησης τον θεατή, επαναφέροντας στο προσκήνιο τα ανθρώπινα συναισθήματα ως απάντηση στη διάχυτη βαρβαρότητα.
The River Used to Be a Man (Jan Zabeil)
Μια περιπλάνηση στους αχαρτογράφητους τόπους της Μαύρης Ηπείρου, η ταινία είναι παράλληλα και ένα προσωπικό ταξίδι επιβίωσης για τον νεαρό πρωταγωνιστή της.
Καθώς εισέρχεται με ασαφή σκοπό και προορισμό σ’ αυτό το ταξίδι, ο εκ της Δύσης ήρωας θα έρθει αντιμέτωπος με τους χειρότερους φόβους που συνοδεύουν κάθε ταξιδιώτη: Αποπροσανατολισμένος, χαμένος, ξένος σ’ ένα τόπο αφιλόξενο, περιπλανιέται αναζητώντας σημεία αναφοράς. Εδώ δεν υπάρχουν οικείοι τόποι, ο δυτικός πολιτισμός έχει χαθεί. Μόνο συνοδός ένας βαρκάρης που γρήγορα θα χαθεί.
Υπάρχει μια σαφή μυθολογική διάσταση, με αναφορές στην ελληνική μυθολογία –το πέρασμα στον Άλλον Κόσμο, με συνοδό τον βαρκάρη, το υγρό στοιχείο, το ποτάμι, μια άλλη λίμνη Αχερουσία- σ’ αυτή την πρώτη ταινία του γερμανού Jan Zabeil, όπου το σενάριο και η δραματική πλοκή μοιάζουν υποτυπώδεις και άνευ σημασίας.
Καθώς σιγά-σιγά χάνει κάθε σημείο αναφοράς και οικειότητας, ο ήρωας παρ’ όλο το νεαρό της ηλικίας του, στιγματίζεται από το φόβο του θανάτου και της εξαθλίωσης, της εξαφάνισης, του τέλους. Βυθίζεται μέσα στο άγνωστο: και αυτή είναι μια κατάσταση της ψυχής…
Inside (Zeki Demirkubuz)
Βασισμένο στο κλασικό μυθιστόρημα «Σημειώσεις από το υπόγειο» (1864) του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, ο Zeki Demirkubuz εισέρχεται στις σκοτεινές επικράτειες της ανθρώπινης ύπαρξης. Ένας τόπος όχι τελείως ανοίκειος για τον Zeki Demirkubuz, αφού και σε προηγούμενες ταινίες του επιχειρούσε μια κάθοδο στα ερεβώδη βάθη της.
«Είμαι ένας άνθρωπος άρρωστος… Ένας κακός άνθρωπος. Άνθρωπος αποκρουστικός», το απόσπασμα του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι προσδιορίζει και το πλαίσιο στο οποίο κινείται η σκηνοθεσία. Ο τόπος της δραματικής πλοκής είναι η Άγκυρα, και στο κέντρο υπάρχει ο ήρωας καθώς προσπαθεί να συνδιαλλαχθεί με πρόσωπα και γεγονότα της καθημερινότητας του (και όχι μόνο). Είναι ένα πρόσωπο που στιγματίζεται από ένα υπαρξιακής τάξης άγχος, που βρίσκεται σε απόλυτη διάσταση τόσο με το περιβάλλον του όσο και με το στενό του περίγυρο. Κεντρικό και κομβικό επεισόδιο είναι η βράβευση ενός φίλού του λογοτέχνη: αυτό το γεγονός πυροδοτεί τον ήρωα. Ο φθόνος, η ζήλια, η ιδιοτέλεια, ο εγωκεντρισμός έρχονται στην επιφάνεια.
Η ταινία εξπρεσιονιστικής αισθητικής είναι μακριά από τις λιτές μπρεσονικές αφηγήσεις προηγούμενων ταινιών και ανοίγει ένα καινούργιο χώρο για το σκηνοθέτη της. Ο Zeki Demirkubuz αντιμετωπίζει τον ήρωα του με μαύρο χιούμορ -ο ηθοποιός που τον υποδύεται έχει θητεία στην κωμωδία- για να απαλύνει τους σκοτεινούς τόνους. Ότι βλέπουμε είναι μια ανθρώπινη ύπαρξη βασανισμένη, ηττημένη, έρμαιο των πιο σκοτεινών δυνάμεων της και των παθών της, στιγματισμένη από την αδυναμία να υπερβεί την κακότητα, να νικήσει τους δαίμονες της.
Courage (Greg Zglinski)
Στο κέντρο της δεύτερης ταινίας του πολωνού σκηνοθέτη υπάρχει μια έννοια προς διαπραγμάτευση: το θάρρος. Το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης είναι μια ιστορία σχέσεων ανάμεσα στους δύο γιους μιας οικογένειας στη επαρχία της Πολωνίας. Ο ένας αδελφός μοιάζει ως μια επιτομή του θάρρους -ατρόμητος και άφοβος- ενώ ο δεύτερος -προσεκτικός και επιφυλακτικός –ως μια άρνηση του. Καθώς ο ανταγωνισμός κυριαρχεί μεταξύ τους, ένα απρόοπτο γεγονός, μια σεναριακή ανατροπή θέτει στο κέντρο της ιστορίας το θάρρος.
Η έννοια λειτουργεί ως μια παγίδα: τα πρόσωπα λυγίζουν από το βάρος της. Η αγριότητα, η βία αμφισβητούν τα στερεότυπα περί θάρρους και αναδιατάσσουν τις πορείες της ζωής. Ενώ στο φόντο της ιστορίας υπάρχει πάντα η σκιά του θανάτου και η αναμέτρηση μ’ αυτόν.
Η ταινία ακολουθεί όλα τα διδάγματα ενός κισλοφσκικού σινεμά: λιτότητα και εστίαση στα πρόσωπα. Δύναμη και αδυναμία, υπευθυνότητα και ανευθυνότητα, οι αντιφάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης, το αξεδιάλυτο δίδυμο -δειλία και θάρρος-, η ενοχή: στιγματίζουν τους ήρωες. «Η αδυναμία είναι ντροπιαστική, ωστόσο είναι μια ευκαιρία για λύτρωση και σωτηρία», σημειώνει ο σκηνοθέτης.
Δημήτρης Μπάμπας