Ένα φεστιβάλ στην καρδιά μιας πόλης που διψάει για σινεμά
Το 6ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας εγκαινίασε τη φετινή κινηματογραφική σεζόν. Από τις 7 ως τις 14 Σεπτεμβρίου, τέσσερεις από τις πιο γνωστές αθηναϊκές αίθουσες, ο ΑΤΤΙΚΟΝ, ο ΑΠΟΛΛΩΝ και ο ΔΑΝΑΟΣ 1 και 2 φιλοξένησαν 6.000 περίπου σινεφίλ, κατά τα λεγόμενα του διευθυντή του φεστιβάλ κ. Χρήστου Μήτση. Πιστές στην προτίμησή τους για το χώρο της ανεξάρτητης παραγωγής, οι Νύχτες Πρεμιέρας, που διοργανώθηκαν όπως κάθε χρόνο από το περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ, υποσχέθηκαν οχτώ βραδυές γεμάτες με εικόνες από το πολύμορφο και πολυδιάστατο σύμπαν του σινεμά : ανεξάρτητος αμερικάνικος κινηματογράφος, επιλεγμένες ταινίες από κάθε γωνιά του, avant premieres των επερχόμενων blockbusters, Έλληνες της διασποράς (σε συνεργασία με τη Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού), ντοκιμαντέρ, οι πολυαγαπημένοι μικρομηκάδες, αλλά και αφιερώματα στους Michael Powell - Emeric Pressburger, Julio Medem, Tex Avery, στον "άγνωστο" Peter Sellers, στο κορεάτικο σινεμά, ειδικό τμήμα Σινεμά στα Όρια με μεταμεσονύχτιες προβολές και ένα ιδιόρρυθμο χάπενινγκ στο σταθμό του Μετρό στο Σύνταγμα, με προβολές ιντερνετικών κινηματογραφικών ταινιών της Atom Films.
Πρόγραμμα πλούσιο και αρκετά πρωτότυπο, για όλους εμάς που αγαπάμε το σινεμά, αλλά ζούμε στη μοναδική ίσως ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, η οποία δεν διαθέτει επίσημο κινηματογραφικό φεστιβάλ, ούτε και χώρο που να "στεγάζει" κινηματογραφικά δρώμενα. Γι' αυτό και τέτοιες προσπάθειες είναι πάντα ευπρόσδεκτες και αποτελούν πόλο έλξης για τους σινεφίλ, αρκεί να μην αποτελούν ταυτόχρονα και αφορμές για εμπορικά και κερδοσκοπικά φαινόμενα. Και αυτό ισχύει ιδιαίτερα για περιπτώσεις όπως οι Νύχτες Πρεμιέρας, που φιλοδοξούν να αναδειχτούν σε ένα επίσημο φορέα πολιτισμού.
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ
Επικρατεί μια άποψη ότι το μέλλον του σινεμά κυοφορείται στα σπλάχνα της αμερικάνικης ανεξάρτητης παραγωγής και, ίσως, όχι άδικα. Η νέα γενιά των ανεξάρτητων αμερικανών δημιουργών είναι αναμφισβήτητα μια γενιά διανοούμενων, με θεωρητικές σπουδές, κάποια εμπειρία στο χώρο των ταινιών μικρού μήκους, το ντοκιμαντέρ, την τηλεόραση, ακόμα και το θέατρο. Αρκετοί από αυτούς διεκδικούν δυναμικά μια θέση στα διεθνή ανεξάρτητα φεστιβάλ, και κάποιοι από αυτούς κουβαλούν τις περγαμηνές του πολλά υποσχόμενου νέου κινηματογραφιστή. Ο Clay Eide βραβεύτηκε για το Dead Dogs στα Αμερικανικά Ανεξάρτητα Βραβεία του 1999, ο Rodrigo Garcia έχει δουλέψει ως οπερατέρ, διευθυντής φωτογραφίας αλλά και ηθοποιός, σε ταινίες όπως Νέοι, Ωραίοι και ’νεργοι, 4 Δωμάτια, Μεγάλες Προσδοκίες, στο ιστορικό του Frank Whaley περιλαμβάνεται το Swimming with sharks στο πλευρό του Kevin Spacey, το Pulp Fiction, το Γεννημένος την 4η Ιουλίου, ο Robinson Devon ενθουσίασε στο Φεστιβάλ του Sundance, κάνοντας κοινό και κριτικούς να μιλούν για ένα δημιουργό στα χνάρια του Jim Jarmush και των αδερφών Coen, ο Evan Oppenheimer σπούδασε σκηνοθεσία στο Yale, ο Ben Younger σπούδασε πολιτικές επιστήμες κ.ο.κ. Έχουν ανησυχίες, πειραματίζονται εικαστικά, σεναριακά, τεχνικά. Ιστορίες απλών καθημερινών ανθρώπων (Things you can tell just by looking at her, Tumbleweeds, What's cookin'), τα αδιέξοδα της ζωής στην πόλη, τα προβλήματα της εφηβείας (Boiler room, Joe the King), και φορμαλιστικές αναζητήσεις (Dead Dogs, The woman chaser, Trans), συνθέτουν το πολύχρωμο παζλ των ταινιών του τμήματος των Ανεξάρτητων Αμερικανών.
Το κατά πόσο κατορθώνουν να ανταποκριθούν στις καλές προθέσεις τους, παραμένει, ωστόσο, ένα ανοιχτό ζήτημα, καθώς τέσσερεις από τις πιο "δυνατές" ταινίες του τμήματος αποδείχτηκαν κατώτερες των προσδοκιών μας. Ο Γιος του Ιησού (Jesus' son) της Alison Mc Lean είναι μια άνιση φιλμική δημιουργία : πολύ μαικρυά από αυτό που υπόσχεται ο τίτλος της, μια ιστορία ανθρώπινου πάθους, πτώσης και λύτρωσης, αποτυγχάνοντας να κοινωνήσει οποιοδήποτε συναίσθημα, ενώ την ίδια στιγμή κάποια δείγματα σουρεαλισμού και η ενδιαφέρουσα δουλειά πάνω στη φωτογραφία προσπαθούν να " σώσουν " το στερημένο κοινωνικών αναφορών σενάριο και τους ανολοκλήρωτους χαρακτήρες. Τα Χαμένα Κορμιά (Dead Dogs), μια low budget απόπειρα αναβίωσης του film noir, μοιάζουν να τηρούν τους βασικούς κανόνες του (ασπρόμαυρη φωτογραφία, ερωτικό τρίγωνο, διεκδίκηση της ίδιας γυναίκας με φόντο μια ιστορία πάθους και απληστίας), μην κατορθώνοντας, εντούτοις, να αποφύγουν τις σεναριακές κοινοτυπίες των κατοπινότερων ερωτικών - αστυνομικών ταινιών δράσης. Οι Σκοτεινές Ώρες (Shadow Hours) του Isaac Eaton φιλοδοξούν να είναι το "απόλυτο" φιλμ της δεκαετίας, η κινηματογραφική επιτομή της ζωής των δυτικών κοινωνιών μέσα από μια αλληγορική ιστορία μεταφυσικού χαρακτήρα : κόλαση - παράδεισος, θεός - διάβολος, ελευθερία της ψυχής vs χρήμα, καταναλωτισμός, λατρεία της σάρκας, διλήμματα που μεταμορφώνονται σε εικόνες επιτηδευμένες, απόλυτα στυλιζαρισμένες, αλλά μόνο εικόνες. Το σεναριακό φορτίο αποδεικνύεται εξαιρετικά βαρύ, και το φιλμ μοιραία θα ξεπέσει σε μια ιστορία καταδίωξης για σχιζοφρενείς serial killers. Τι να πούμε τέλος για το επωνομαζόμενο cult (!) πλέον κινηματογραφικό δημιούργημα, (δεύτερο στη σειρά μετά το Lick the star), της Sofia Coppola The Virgin Suicides: δύο προβολές την ίδια βραδυά, για μια ταινία που μόνο ως video clip μπορεί να σταθεί αξιοπρεπώς. Αφηγηματικά κλισέ, ακατέργαστοι χαρακτήρες με βάση ένα ημιτελές σενάριο χωρίς κέντρο βάρους, το οποίο ταλαντεύεται διαρκώς ανάμεσα στη σάτιρα, το δράμα, την κοινωνική κριτική και μια μεταφυσική διάσταση, καθώς το φιλμ προσπαθεί να αναδειχθεί σε ένα είδος alternative alter ego του American Beauty.
ΠΑΝΟΡΑΜΑ
Πρόκειται ίσως για το αντίπαλο δέος των ανεξάρτητων αμερικανών στην καρδιά του ίδιου φεστιβάλ. Στον αντίποδα των ανεκπλήρωτων προσδοκιών που φαίνεται να καλλιεργεί η αμερικανική κινηματογραφία (ανεξάρτητη ή mainstream), το μέλλον του παγκόσμιου σινεμά ίσως θα πρέπει να αναζητηθεί στις εθνικές κινηματογραφίες. Ταινίες από την Αυστραλία, την Ιαπωνία, τη Γερμανία, την Αγγλία αλλά και την Ελλάδα, άφησαν πολύ καλές εντυπώσεις στο συγκριτικά λιγότερο κοινό που τις παρακολούθησε.
Μεγάλο ατού του φετινού Πανοράματος ήταν η avant premiere της Πίσω Πόρτας του Γ. Τσεμπερόπουλου, μια εναλλακτική κινηματογραφική εκδοχή των 60's, απαλλαγμένη από κάθε διάθεση μυθοποίησης της εποχής, σεναριακά κλισέ, στερεότυπα και εύκολους εντυπωσιασμούς. Θερμή ήταν η ανταπόκριση του κοινού και στο αριστούργημα του, σκηνοθέτη πλέον, Tim Roth, The War zone : η ταινία διαπραγματεύεται το ζήτημα της σεξουαλικής κακοποίησης μέσα στην οικογένεια με σύμμαχό της το ρεαλισμό και την απλότητα των ερμηνειών, την υπέροχη φωτογραφία και τη διεισδυτική όσο και ωμή ματιά του δημιουργού της. Η ευχάριστη έκπληξη ήρθε ομολογουμένως από τη Γερμανία. Το Tuvalu του Veit Helmer αποτελεί μια σύγχρονη βουβή κωμωδία και ταυτόχρονα μια μοναδική κινηματογραφική συνάντηση του Buster Keaton, του Delicatessen και της Πόλης των Χαμένων Παιδιών : εντυπωσιακά στημένα γκαγκ, αριστουργηματικό σενάριο, δουλεμένο με ευφυία και γνήσια αίσθηση του χιούμορ, άφθονες δόσεις σουρεαλισμού, ελάχιστοι διάλογοι και καταπληκτική ασπρόμαυρης φωτογραφία (από τις πιο άρτιες και εμπνευσμένες δουλειές που έχουμε δει από το ευρωπαϊκό σινεμά τα τελευταία χρόνια), μέσα σε ένα ντεκόρ όπου κυριαρχούν οι εξπρεσιονιστικές αρχιτεκτονικές φόρμες, απόσπασε δίκαια το χειροκρότημα του κοινού, αποδεικνύοντας ότι, παρά την κρίση που περνάει, το ευρωπαϊκό σινεμά έχει πολλά να πει ακόμη.
ΑΦΙΕΡΩΜΑ MICHAEL POWELL - EMERIC PRESSBURGER
Ο Michael Powell υπήρξε σε όλη του τη ζωή ένας αμετανόητος κινηματογραφόφιλος. Γιος του Thomas William Powell, μεγάλωσε στο Canterbury (The Garden of England) και στη νότια Γαλλία, όπου οι γονείς του διεύθυναν ένα ξενοδοχείο. Τελειώνοντας το κολέγιο του Canterbury & Dulwich, εργάστηκε στην αρχή για την National Provincial Bank, από το 1922 ως το 1925, όταν ενώθηκε με τον Rex Ingram για να γυρίσουν το Mare Nostrum (1926). Διδάχτηκε την κινηματογραφική τέχνη στα μυθικά στούντιο Denham & Pinewood, φτάνοντας να γίνει παραγωγός σε μια σειρά ταινίες μικρού μήκους ("quota quickies") που εξυπηρετούσαν τις εμπορικές συμφωνίες Αγγλίας - Αμερικής στη διάρκεια του μεσοπολέμου.
Αν και ήταν αυτό που θα λέγαμε ένας τυπικός English gentleman, θεωρούσε τον εαυτό του "πολίτη του κόσμου". Γι' αυτό και η συνεργασία του με τον ούγγρο Emeric Pressburger δε θα πρέπει να μας ξαφνιάζει. Εβραϊκής καταγωγής, ο Pressburger είχε σπουδάσει στο πανεπιστήμιο της Πράγας και της Στουτγάρδης, είχε δουλέψει ως δημοσιογράφος στην Ουγγαρία και τη Γερμανία και ως σεναριογράφος στο Βερολίνο, στα θρυλικά στούντιο UFA, και το Παρίσι. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος θα τον φέρει στην Αγγλία, όπου θα συναντήσει τον Powell, για να ξεκινήσει μια δημιουργική συνεργασία που θα κρατήσει δέκα ολόκληρα χρόνια (1940 - 1950). Στήνοντας από κοινού την εταιρία παραγωγής The Archers, θα μετατρέψουν τη λατρεία τους για τα παραμύθια σε πανέμορφες, ατόφιες κινηματογραφικές εικόνες (Τα Κόκκινα Παπούτσια, Ο κλέφτης της Βαγδάτης), θα αναδείξουν πτυχές του πολέμου υιοθετώντας μια διεθνιστική οπτική (Η ζωή και ο θάνατος του ταγματάρχη Μπλιμπ), θα μελετήσουν την ανθρώπινη ψυχοσύσταση στις πιο σκοτεινές και μύχιες διαστάσεις της (Μαύρος Νάρκισσος), μέσα από τη δημιουργία κινηματογραφικών γρίφων (Μια ιστορία του Κάντερμπερι) όπως αποδείχτηκε, καθώς οι ταινίες τους ουδέποτε έλαβαν την αναγνώριση που τους άξιζε.
Σε αντίθεση με το σύγχρονό του Alfred Hitchcock, ο οποίος ταξίδεψε στην Αμερική για να κάνει κινηματογράφο, απολαμβάνοντας μεγαλύτερα budgets, αναγνώριση, αλλά λιγότερη καλλιτεχνική ελευθερία, ο Michael Powell παρέμεινε στην Αγγλία, φτιάχνοντας πρωτοποριακές κινηματογραφικές συνθέσεις, όπως ο Ηδονοβλεψίας (την οποία γύρισε χωρίς τον Emeric Pressburger), για να δει την καριέρα του να καταποντίζεται. Στα όρια του μεταμοντερνισμού, το Peeping Tom είναι από εκείνες τις ταινίες που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε διπλής ανάγνωσης : μπορεί να διαβαστεί ως μια ανθρώπινη ιστορία και ταυτόχρονα ως μια αλληγορία. Μια ιστορία ενός ψυχωσικού ανθρώπου και μια αλληγορία για το ίδιο το σινεμά, τη λειτουργία του, τα όριά του, την εμπειρία του να είναι κανείς θεατής. Σε πολλούς από εμάς, η ταινία θυμίζει έντονα το Rear Window του Hitchcock.
Ως παιδί, ο Mark Lewis έζησε υπό την επιτήρηση του "πανοπτικού" του πατέρα του : μια κάμερα τον ακολουθούσε παντού σε ό,τι κι αν έκανε, με σκοπό να καταγράφει τις αντιδράσεις του, ιδιαίτερα αυτές που σχετίζονταν με το φόβο. Ως ενήλικος, ο Mark δουλεύει σε ένα κινηματογραφικό studio, ενώ παράλληλα στον ελεύθερο του χρόνο τραβάει πορνό φωτογραφίες και ονειρεύεται να γυρίσει τη δική του ταινία. Μια ταινία την οποία φτιάχνει κομμάτι-κομμάτι, σκοτώνοντας ανυποψίαστες γυναίκες τις οποίες δελεάζει με το πρόσχημα ότι τις κινηματογραφεί, φέρνοντάς τες πρόσωπο με πρόσωπο με τον ίδιο τους τον τρόμο τη στιγμή του φόνου. Όταν όλα τελειώνουν, ο Mark περνά τον ελεύθερό του χρόνο με τη χαριτωμένη νοικάρισσα και γειτόνισσά του Helen, την οποία δείχνει να έχει ερωτευτεί (για πρώτη μάλλον φορά στη ζωή του) και στην οποία, τελικά, θα αποκαλύψει τον αληθινό του εαυτό. Σε αντίθεση με τους μεταγενέστερους serial killers, ο Powell σκιαγραφεί ένα πολύ πιο συμπαθητικό πορτραίτο του ήρωά του, τον οποίο παρουσιάζει ως ένα δυστυχισμένο πλάσμα, ασφυκτικά παγιδευμένο στη ψύχωσή του. Θυμίζοντας αρκετά την περίπτωση του Norman Bates και εμπεριέχοντας τα πρώτα σπέρματα των κατοπινών slasher movies, ο Ηδονοβλεψίας αναδυκνύεται σε μια μια επιτομή του σύγχρονου οπτικοκεντρικού πολιτισμού. Στο σημείο τομής της ψυχανάλυσης με την αγάπη για τον κινηματογράφο εγείρονται όλα τα κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με την εικόνα και την εξάρτηση του σύγχρονου ανθρώπου από αυτήν.
Η ταινία άσκησε μεγάλη επιρροή σε σκηνοθέτες όπως ο Coppola και ο Scorcese, όπως εξάλλου και όλο το έργο του. Με τον Coppola συνεργάστηκε το 1981, ως σύμβουλος στα στούντιο Zoetrope, όμως ήταν ήδη πολύ αργά (ήταν 75 χρονών), για μια καριέρα στο Hollywood. Έδωσε διαλέξεις στο κολέγιο Dartmouth του New Hampshire. Ανάμεσα στα τελευταία του έργα συγκαταλέγονται τα The Queen's Guards και Honeymoon, σαφώς κατώτερα σε σύγκριση με την υπόλοιπη φιλμογραφία του, χωρίς ωστόσο να του στερήσουν τη θέση ανάμεσα στους κορυφαίους άγγλους σκηνοθέτες, μαζί με τον A. Hitchcock και Carol Reed. Πέθανε από καρκίνο στην αγαπημένη του Αγγλία το 1990.
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ JULIO MEDEM
Είναι πάντα ευχάριστο να σου δίνεται η δυνατότητα να ανακαλύπτεις ένα νέο κινηματογραφιστή σε ένα φεστιβάλ. Και όταν αυτός ο κινηματογραφιστής αποδεικνύεται και ταλαντούχος, τότε στην εμπειρία της ανακάλυψης προστίθενται η αισθητική απόλαυση και η ελπίδα ότι η κινηματογραφική τέχνη έχει ακόμα πολλά να δώσει. Πασίγνωστος στην ιβηρική χερσόνησο αλλά σχετικά άγνωστος στην Ελλάδα, ο Julio Medem εντυπωσίασε με τις ταινίες του το κοινό του φεστιβάλ.
Γεννήθηκε στο Σαν Σεμπάστιαν της ισπανικής χώρας των Βάσκων και ήδη από τα δεκαεφτά του, γυρνά φιλμάκια σε super 8. Αν και απόφοιτος της ιατρικής σχολής του βασκικού πανεπιστημίου, θα ασχοληθεί με τον κινηματογράφο, γράφοντας, αρχικά, κριτικές στην τοπική εφημερίδα "The voice of Euskadi "και γυρίζοντας ταινίες μικρού μήκους και επεισόδια τηλεοπτικών σειρών. Το 1992 θα σταθεί η χρονιά ορόσημο για το Julio Medem, καθώς η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Αγελάδες θα προβληθεί στα φεστιβάλ όλου του κόσμου κερδίζοντας 21 βραβεία, μεταξύ αυτών και το Γκόγια (ισπανικό όσκαρ) νέου σκηνοθέτη και κάνοντας την Ισπανία να μιλά για το νέο Bunuel. Η επόμενη ταινία του, ο Κόκκινος Σκίουρος, θα κερδίσει το βραβείο κοινού στο Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών του Φεστιβάλ των Καννών και 22 βραβεία σε άλλα φεστιβάλ. Με τη Γη θα συμμετάσχει στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Καννών του 1996 και το 1998 θα διαγωνιστεί στο αντίστοιχο τμήμα του Φεστιβάλ Βενετίας με τους Εραστές του Αρκτικού Κύκλου.
Η θεματική του περιλαμβάνει τις σχέσεις των ανθρώπων με το πεπρωμένο, το χρόνο, τη φύση, τον έρωτα, το πάθος, ζητήματα που διαπραγματεύεται με ανεπιτήδευτη απλότητα, λυρισμό και σπάνια ευαισθησία, απαλλαγμένος από υπερφίαλους και στείρους ακαδημαϊσμούς. Αγελάδες που παρατηρούν τις διαμάχες των ανθρώπων και διηγούνται τις ιστορίες τους, νεκροζώντανα όντα, παιχνίδια σεξουαλικότητας μεταξύ των 2 φύλων, το τυχαίο, το μοιραίο και η αγάπη συνθέτουν το κινηματογραφικό σύμπαν του 35χρονου δημιουργού, που είναι γεμάτο από πράγματα μικρά και ταυτόχρονα μεγάλα, φαινομενικά ασήμαντα και όμως τόσο σημαντικά, απλά εκ πρώτης όψεως αλλά στην πραγματικότητα εξαιρετικά σύνθετα, σχήματα, χρώματα, μυρωδιές και μορφές απτές, μέρη ενός φυσικού, πραγματικού κόσμου, που μεταφέρονται χάρη στο φακό του Medem, σε μια άλλη διάσταση σκοτεινή, απόκοσμη, αινιγματική, μεταφυσική.
Οι Εραστές του Αρκτικού Κύκλου, ένα μεστό κινηματογραφικό δοκίμιο σχετικά με το ρόλο του τυχαίου και του μοιραίου στη ζωή των ανθρώπων, κέρδισαν και το μοναδικό βραβείο του Φεστιβάλ, αυτό του κοινού, που παλιότερα είχαν αποσπάσει ταινίες όπως Η Ζωή είναι Ωραία του Roberto Benini.
Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ PETER SELLERS
Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 20 χρόνων από το θάνατο του Peter Sellers (24 Ιουλίου 1980), το 6ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας εξασφάλισε μια παγκόσμια αποκλειστικότητα : την ταινία Το Καταφύγιο (The Blockhouse), το σενάριο της οποίας βασίζεται στην αληθινή ιστορία 6 ανθρώπων που δραπετεύουν από ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης και φυλακίζονται, χωρίς να το θέλουν, σε ένα γερμανικό καταφύγιο. Γυρισμένο εξολοκλήρου σε ένα καταφύγιο, το φιλμ προβλήθηκε στο Φεστιβάλ του Βερολίνου του 1973 και έκτοτε χάθηκε και ξεχάστηκε, καθώς η εταιρία παραγωγής την μπλόκαρε και οι διανομείς δεν ήταν διατεθειμένοι να προωθήσουν μια τόσο δραματική ερμηνεία του πιο γνωστού κωμικού της εποχής. Ο σκηνοθέτης Κλάιβ Ρις παρουσίασε την ταινία στο κοινό και τους δημοσιογράφους και μίλησε για τη σχέση του με τον Sellers, την περιπέτεια των γυρισμάτων και την απίστευτη εξαφάνιση της ταινίας του. Στα πλαίσια του ίδιου αφιερώματος, προβλήθηκαν το πρώτο επεισόδιο της θρυλικής τηλεοπτικής σειράς "A show called Fred" του 1956 και το ντοκιμαντέρ " Ο άγνωστος Peter Sellers ", παραγωγής 2000.
ΑΦΙΕΡΩΜΑ TEX AVERY
" Err, what's up, doc? "
Ο Fred Bean Avery γεννήθηκε στο Τέξας, στις 26 Φεβρουαρίου του 1908. Μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο το 1927, μετακόμισε στη νότια Καλιφόρνια, όπου δύο χρόνια αργότερα θα πιάσει δουλειά στα στούντιο του Walter Lantz. Κοντά του θα διδαχθεί την τέχνη του animation, για να ενταχθεί τελικά στο δυναμικό της Warner το 1935. Από το 1936 ως το 1941, θα είναι υπεύθυνος για περισσότερους από 60 τίτλους cartoons των σειρών Merrie Melodies και Looney Tunes, ενώ μαζί με τους Virgil Ross και Sid Sutherland θα δημιουργήσουν την περίφημη ομάδα Termit's terrace που θα "γεννήσει" τον Daffy Duck, τον Porky Pig και φυσικά τον πιο εξυπνάκια, παμπόνηρο και κοσμοαγάπητο λαγό, τον Bugs Bunny. Μια διαφωνία του με τον επικεφαλής Leon Schlesinger θα τον φέρει το 1942 στην MGM. Εκεί, απολαμβάνοντας πλήρη καλλιτεχνική ελευθερία θα δημιουργήσει τους γνωστότερους, πιο δημοφιλείς, αλλά και πιο αιρετικούς κινούμενους ήρωες : υιοθετώντας στοιχεία slapstick και μιας αρκετά πιο " ενήλικης " γλώσσας, σχεδόν σουρεαλιστικής, γεμάτης διφορούμενα και λογοπαίγνια, φιλοδοξούσε να διαφοροποιηθεί από τα cartoons της Disney. Droopy, Screwy Squirrel, Chilly Willy, Spike the Bulldog, the Wolf and the Showgirl. Ως το 1954, ο Avery διεύθυνε τη δική του μονάδα και ήταν υπεύθυνος για όλα τα cartoons της MGM, εκτός από τον Tom και Jerry.
Κάποια στιγμή θα επιστρέψει στα στούντιο του Walter Lantz για να γυρίσει μόνο τέσσερα cartoons, ενώ κατόπιν θα ασχοληθεί με το χώρο της διαφήμισης. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του εργάστηκε για την Hanna and Barbera, όπου και επινόησε τον τελευταίο ήρωά του, τον Kwicky Koala. Πέθανε τον Αύγουστο του 1980, αφήνοντας, ωστόσο, πολύτιμη κληρονομιά ένα εμπνευσμένο έργο, που μας συντρόφεψε στην παιδική μας ηλικία και εξακολουθεί να μας συναρπάζει με την ευρηματικότητα, την τόλμη και τη μοναδικότητά του.
" T-t-t-t-that's all folks! ".
ΚΟΡΕΑΤΙΚΟ ΣΙΝΕΜΑ
Από την πρώτη προβολή κινηματογραφικής ταινίας, τον Οκτώβριο του 1898, στην Κορέα μέχρι τη σύσταση της εταιρίας Mirovision, μιας από τις πιο νεωτεριστικές sales companies ολόκληρης της ’πω Ανατολής, η ιστορία της κορεάτικης κινηματογραφίας συνυφαίνεται με την ιστορική πορεία ενός ολόκληρου λαού. Αν κάποτε το αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο έκανε κοπιαστική την ενασχόληση με το σινεμά, η μεταβολή του κρατικού πλαισίου και η αλλαγή στη νοοτροπία της βιομηχανίας έδωσαν νέα πνοή στους κορεάτες κινηματογραφιστές. Θεματική ποικιλία, τεχνική δεξιότητα, αναπτυσσόμενη παραγωγή και παρουσία σε διεθνή φεστιβάλ είναι μερικά από τα διαφαινόμενα χαρακτηριστικά μιας κινηματογραφίας που επάξια και δυναμικά διεκδικεί την προσοχή και την εκτίμηση των απανταχού κινηματογραφόφιλων. Ταινίες όπως η Συνέντευξη του Daniel H. Byun, το έβδομο φιλμ που γυρίστηκε σύμφωνα με το "μανιφέστο" του Δόγματος 95 και το πρώτο ασιατικό φιλμ του Δόγματος, όχι μόνο έφεραν τους κορεάτες μετανάστες που ζουν στη χώρα μας στις κινηματογραφικές αίθουσες, αλλά κατόρθωσαν να ελκύσουν και το ενδιαφέρον των ελλήνων θεατών, που έσπευσαν να γνωρίσουν από κοντά δείγματα της πιο δυναμικά αναπτυσσόμενης κινηματογραφίας της ’πω Ανατολής.
ΣΙΝΕΜΑ ΣΤΑ ΟΡΙΑ
Τι κοινό έχουν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, μια σειρά ανεξιχνίαστων φόνων ατόμων με ειδικές ανάγκες που αναζητούν δολοφόνο, μια ομάδα βαμπίρ - καλόγριες που φυλάνε την παρθενιά τους για τον Marilyn Manson, ένα δολοφονικό σκουλήκι που μιλάει, ένα ανθρώπινο ράκος που προσπαθεί να φτιάξει ροκ συγκρότημα και ένας σκηνοθέτης που νομίζει ότι είναι ο Nagisa Oshima της Κορέας; Απολύτως καμιά, και αυτή είναι η ουσία του νεοσύστατου τμήματος του Φεστιβάλ με τίτλο "Σινεμά στα Όρια". Στα όρια του πειραματισμού, στα όρια των κινηματογραφικών συμβάσεων, στα όρια της ποιότητας, στα όρια της ίδιας της 7ης τέχνης, ή απλά στα όρια των νεύρων των σινεφίλ, οι Νύχτες Πρεμιέρας εγκαινίασαν φέτος αυτό το νέο τμήμα, που αγκαλιάζει δημιουργίες μοντέρνες, περιθωριακές, ακραίες, αντιφατικές, παράταιρες, ακατηγοριοποίητες. Η τέχνη οφείλει να είναι ζωντανή, μεταβαλλόμενη, αεικίνητη, πρωτοποριακή, να δοκιμάζει συνεχώς τα όριά της και αυτό το μήνυμα προσπάθησε να μεταδώσει το φεστιβάλ με αυτή του την καινοτομία. Όμως, με μεταλλαγμένες Αυτοκρατορίες των Αισθήσεων τύπου Lies, όχι μόνο δεν αρθρώνεται ένα τέτοιο μήνυμα, αλλά καλλιεργείται και η προκατάληψη απέναντι σε οποιοδήποτε είδος αντισυμβατικού σινεμά.
ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ
Το κλασικό τμήμα των avant premiere περιλαμβάνει μερικά από τα πολυαναμενόμενα blockbusters για τους φίλους του εμπορικού σινεμά, παλαίμαχους κινηματογραφιστές, αλλά και "παρθενικές" δημιουργίες. Ξεχωρίζουν ο Steven Frears, ο πάντα ταλαντούχος και χαρισματικός Edward Norton και οι animation κότες από πλαστελίνη για τους λάτρεις του είδους.
Μαίρη Δισερή