(10 πρόσωπα, 10 ταινίες)
fest104.jpg
Hou Hsiao Hsien (Κίνα, 1947). Μεγάλωσε στην Ταϊβάν. Θεωρείται ο σημαντικότερος σκηνοθέτης της δεκαετίας του 90 από τη Διεθνή Ένωση Ταινιοθηκών. Το Cafe Lumiere ήταν υποψήφιο για το Χρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ Βενετίας 2004. Είναι ένας φόρος τιμής στον μεγάλο Yasujiro Ozu. Παρακολουθεί την διαδρομή στην ζωή μιας νεαρής κοπέλας και ανιχνεύει διασταυρούμενες (ή αποκλίνουσες) διαδρομές στην ζωή δύο νέων ανθρώπων. Ανήκει στον θεματικό κύκλο που απασχολεί τα τελευταία χρόνια τον Hou Hsiao- Hsien: μια νέα γυναίκα βρίσκεται αντιμέτωπη με με την ενήλικη ζωή και τις διαφορετικές επιλογές της ζωής. Αυτό που την διαφοροποιεί από τις προηγούμενες -όπως το Millennium Mambo- είναι ακριβώς ο αφηγηματικός ρυθμός: η αφήγηση κυλά, χωρίς δραματικές εντάσεις ή κορυφώσεις, όπως ακριβώς κυλούσε και η αφήγηση στις ταινίες του Ozu.
Αναφερόμενος στην ταινία επισημαίνει: "Ο Yasujiro Ozu ήταν ένας στυλίστας και πολύ πειθαρχημένος σκηνοθέτης. Το δικό μου ύφος είναι απόλυτα διαφορετικό, είναι τελείως διαφορετικό από το δικό του. Ωστόσο ο Yasujiro Ozu είναι κάποιος που απεικόνισε την κοινωνία στην οποία ζούσε και οι ταινίες του αντανακλούν τα συναισθήματα του. Νομίζω ότι αυτή η ταινία είναι παρόμοια, καθώς απεικονίζει ανθρώπους που ζουν σήμερα."
fest204.jpg
Ousmane Sembene (Σενεγάλη, 1923). Θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά πρόσωπα του Αφρικανικού σινεμά. Συνεχίζει την μακρά προφορική παράδοση των griot, αφηγητών και χρονογράφων που καταγράφουν την ζωή της κοινότητας. Βραβευμένος για την ταινία Moolaade στο τμήμα Un Certain Regard των Καννών (2004). Μια ταινία έναντι στην κλειτοριδεκτομή, ένα βάρβαρο έθιμο της Μαύρης Ηπείρου.
Σε ηλικία 20 χρόνων και μεσούντος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου κατατάχτηκε στον γαλλικό στρατό, στο Dakar. Εργάστηκε στη Μασσαλία σαν λιμενεργάτης και ασχολήθηκε με τον συνδικαλισμό ως μέλος του Γαλλικού Κομουνιστικού Κόμματος. Συνδέθηκε με κύκλους αφρο-αμερικανών λογοτεχνών και το 1957 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο Le Docker Noir. Αν και ξεκίνησε να γράφει στα γαλλικά γρήγορα στράφηκε στα wolof, την μητρική του γλώσσα. Το 1962 πήγε με υποτροφία στην Μόσχα, όπου σπούδασε σκηνοθεσία στο Ινστιτούτο Κινηματογραφικό Gorky, με καθηγητή του διάσημο σκηνοθέτη Mark Donskoy. Το 1963 επιστρέφει στην πατρίδα του και ασχολείται ενεργά με το σινεμά και την λογοτεχνία.
Manda Bi (1968) η πρώτη μεγάλου μήκους βραβεύεται στο Φεστιβάλ Βενετίας, Xala (1974) στο Φεστιβάλ Karlovy-Vary, Le Camp de Thiaroye (1987) στο Φεστιβάλ Βενετίας. Ιστορίες βασισμένες σε πραγματικά γεγονότα, ερασιτέχνες ηθοποιοί, αυτοσχεδιασμός, μάχη ενάντια στην αποικιοκρατία, χρήση της τοπικής διαλέκτου και μια οπτική μαχητικής κοινωνικής κριτικής συνιστούν γνωρίσματα των ταινιών του. Όσο για τον στόχο που θέτει σε κάθε ταινία του: "Θέλω οι θεατές να σκέφτονται πάνω στο το τι λέω, μέσα από τις ταινίες μου. Μπορούν να τα αποδεχτούν ή να απορρίψουν, όμως το σημαντικό είναι να δημιουργείς (σαν σκηνοθέτης) νέους δρόμους για την σκέψη".
fest304.jpg
Guka Omarova (Καζακστάν, 1968). Το κινηματογραφικό της ντεμπούτο υπήρξε μάλλον παράδοξο για γυναίκα: μια πυγμαχική ταινία στο ύφος ενός νουάρ. Schizo προβλήθηκε στις Κάννες (2004). Κεντρικός ήρωας ένας 15χρονος που οργανώνει παράνομους πυγμαχικούς αγώνες. Η γνωριμία του με την γυναίκα ενός πυγμάχου θα αλλάξει την ζωή του. Διαδραματίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 90 μέσα στο χάος του μετα-κομμουνιστικού Καζακστάν.
"Ήταν δύσκολη η κινηματογράφηση αληθινών πυγμάχων", δηλώνει. "Δεν γνωρίζουν πώς να υποδυθούν, να κάνoυν κάτι στα ψέματα, πυγμαχούν με όλη τους την δύναμη". Και συνεχίζει "Όλοι μας ανησυχούσαμε λίγο γιατί αν υπήρχε ένα αληθινό knock-out δεν θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε τα γυρίσματα. Νομίζω ότι όσοι είναι πυγμάχοι και τακτικοί θεατές αγώνων πυγμαχίας θα αντιληφθούν ότι είναι πραγματικοί αγώνες".
Συμβολή στο σενάριο της ταινίας Αδελφές του Sergey Bodrov Jr, δύο μικρού μήκους και ένα ντοκιμαντέρ αποτελούν το παρελθόν της.
fest404.jpg
Keren Yedaya (ΗΠΑ, 1972). Η ταινία της Or βραβεύτηκε με την Camera d' or στο Φεστιβάλ Καννών (2004). Αφιέρωσε το βραβείο "σ' όλους τους ανθρώπους που δεν είναι ελεύθεροι, που ζουν στη σκλαβιά". Κεντρικές ηρωίδες μια πόρνη, η Ruth, και η νεαρή της κόρη, η Or. Καθώς η Ruth είναι βαριά άρρωστη και μπαίνει στο νοσοκομείο, η Or αποφασίζει ότι η κατάσταση πρέπει να αλλάξει.
"Ελπίζω ότι μ' αυτό το βραβείο θα μπορέσουμε να κατασκευάσουμε ένα σπίτι για όλες τις γυναίκες που θέλουν να εγκαταλείψουν την πορνεία", δηλώνει μετά το βραβείο. Ενώ παράλληλα κάνει και μια σπάνια έκκληση για Ισραηλινή: "Είναι πολύ δύσκολο για μένα να το πω, γιατί είμαι από το Ισραήλ και γιατί είμαστε υπεύθυνοι για την σκλαβιά τριών εκατομμυρίων Παλαιστινίων. Αγαπώ το Ισραήλ, αγαπώ την πατρίδα μου. Όμως υπάρχουν πολλοί στο Ισραήλ που μάχονται την κατοχή. Βοηθήστε τους. Βοηθήστε τους Παλαιστινίους".
fest504.jpg
Kim Ki-duk (Νότια Κορέα, 1966). Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πρόσωπα του σύγχρονού κορεατικού κινηματογράφου. Σπούδασε καλές τέχνες στο Παρίσι. Η ταινία του ’νοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας... και άνοιξη βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, και το Samaritan Girl κέρδισε την Αργυρή ’ρκτο καλύτερης σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ του Βερολίνου 2004. Στην βραβευμένη στην Βενετία ταινία με τίτλο 3-iron αφηγείται την ιστορία ενός περιθωριακού που τριγυρίζει με τη μοτοσικλέτα του, ψάχνοντας άδεια σπίτια για να μείνει προσωρινά. Μένει εκεί ώσπου οι ιδιοκτήτες να επιστρέψουν, χωρίς όμως ούτε να κλέβει ούτε να κάνει ζημιές. Μια μέρα, μπαίνει στο σπίτι μιας γυναίκας παγιδευμένης σ' ένα δυστυχισμένο και βίαιο γάμο. Εκείνη κρύβεται στο σκοτάδι και τον παρακολουθεί σιωπηλά...
Το έργο του Kim Ki-duk χαρακτηρίζεται από σκληρότητα και πολλές φορές βίαιες εικόνες που προκαλούν αποστροφή στο κοινό . Όμως οι ταινίες του είναι πάντα γεμάτες οπτικό δυναμισμό, πρωτότυπες ιδέες και η ενέργεια που τις διαποτίζει μπορεί να χαρακτηριστεί πρωτόγονη. Οι εικόνες αντικατοπτρίζουν την σκληρότητα της ζωής μας και του κόσμου στον οποίο ζούμε. Οι ήρωες των ταινιών του ανήκουν στο κοινωνικό περιθώριο, υπακοόυν τυφλά στις εμμονές τους και στα πάθη τους, ενώ η αφήγηση είναι διάστικτη από επεισόδια σκληρότητας και οργής. Συχνά χρησιμοποιεί το σεξ στις ταινίες του όχι ως "μέρος της ζωής" αλλά ως "ένα τρόπο για να καταλάβουν οι χαρακτήρες ο ένας τον άλλο". Θεωρεί ότι έχει επηρεαστεί από το έργο του αυστριακού ζωγράφου Egon Schiele και δηλώνει ότι κάνει σινεμά για να μπορέσει να κατανοήσει τον κόσμο.
fest604.jpg
Juan Pablo Rebella & Pablo Stroll (Μοντεβίδεο,1974). Γνωρίστηκαν όταν σπούδαζαν επικοινωνία. Η δεύτερη συνεργασία τους στην σκηνοθεσία με τον τίτλο Whisky βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Καννών (2004). Αφηγείται την δύσκολη σχέση του 60χρόνου βιοτέχνη με μια 40χρονη υπάλληλο του. Η μοναχική ζωή του ήρωα διαταράσσεται όταν η ανάγκη τον ωθεί κοντά της. "Μια πολύ αντισυμβατική κωμωδία που θυμίζει το έργο των αδελφών Kaurismaki", αναφέρει μια κριτική. "Η αρχική ιδέα ήταν πολύ απλή, σχεδόν παράλογη" εξηγούν. "Είναι ένα είδος παραμυθιού όπου τα πρόσωπα συνδέονται το ένα με το άλλο, μέσα από μια σειρά παρεξηγήσεων. Ο στόχος μας ήταν να εξερευνήσουμε τις μικρές συνήθειες, τις συμβάσεις, τις κλισέ φράσεις, το τι λένε και το τι κρύβουν". Και συνεχίζουν "Θυμίζει παιδικά παραμύθια, όπου κάθε σελίδα έχει και μια εικόνα με ένα- δύο προτάσεις από κάτω. Έτσι αργά και μέσα από τις σελίδες και τις σκηνές, προοδευτικά μπαίνουμε στο μικρό σύμπαν της αφήγησης".
fest704.jpg
Zeki Demirkubuz (Τουρκίας, 1964) . Σπούδασε στο τμήμα επικοινωνιών του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης. The Waiting Room, είναι η ταινία τελευταίο μέρος της τριλογίας του "Ιστορίες για το σκοτάδι".
Σ' αυτήν ήρωας είναι ένας σκηνοθέτης που προσπαθεί να γράψει το σενάριο για μια ταινία βασισμένη πάνω στο Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι. Ζει μια ζωή ανιαρή, χωρίς συγκινήσεις, αποξενώνεται από την ίδια του την ζωή και απομονώνεται σπίτι του. Τελικά, αποφασίζει να δώσει τον ρόλο σ' ένα νεαρό κλέφτη που προσπάθησε να διαρρήξει το διαμέρισμά του, τον οποίο όμως δεν γνωρίζει πού ν αναζητήσει.
Δηλώνει σχετικά με την ταινία: "Στις πέντε ταινίες που έχω κάνει μέχρι σήμερα προσπάθησα να αφηγηθώ τις ιστορίες δεκάδων ανθρώπων. Παρόλα αυτά, μετά από κάθε ταινία, έβλεπα ότι η σκηνοθεσία από μονή της εμπεριέχει ανθρώπινες καταστάσεις, υποψίες, ερωτήματα και θεματικές όλα τουλάχιστον τόσο δυνατά όσο αυτά που αφηγούνται οι ταινίες. Το γεγονός ότι αυτά τα είχα βιώσει προσωπικά ήταν από μόνο του ένα ξεχωριστό δέλεαρ."
Τις σκοτεινές διαδρομές που ακολουθεί η σκέψη και η δημιουργική ανησυχία μέχρι τελικά να δουν το φως, ακολουθεί αυτή η μπρεσονική στον πυρήνα της ταινία. Η ταινία μας εισάγει στο "δωμάτιο αναμονής" της δημιουργίας και είναι ένα μοναδικό και εξαιρετικό δείγμα σινεμά του δημιουργού: όχι μόνο λόγω της αυτοαναφορικότητας της, αλλά και γιατί στο πρόσωπο του σκηνοθέτη της Zeki Demirkubuz θα βρούμε επίσης και τις ιδιότητες του σεναριογράφου, διευθυντή φωτογραφίας και μοντέρ.
fest804.jpg
Radivoje Andric (Σαράγιεβο, 1967). Σκηνοθέτης στον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Η τρίτη ταινία του με τίτλο Όταν μεγαλώσω θα γίνω καγκουρώ είναι μια κωμωδία που στο κέντρο βρίσκεται ένας αγώνας του αγγλικού πρωταθλήματος και οι θεατές του στο Βελιγράδι. Σ' αυτή την τρελή κωμωδία καταστάσεων (από τα καλύτερα δείγματα του είδους) μπορεί στο κέντρο της προσοχής να είναι ο αγώνας όμως οι αληθινοί πρωταγωνιστές είναι οι θεατές του. Κοιτάζοντας όλα αυτά τα πρόσωπα με συμπάθεια, η σκηνοθεσία τα οδηγεί σιγά- σιγά προς τον παροξυσμό. Τότε συνειδητοποιούν για πρώτη φορά ίσως, την κατάσταση αδυναμίας στην οποία βρίσκονται, την βαθύτερη δυσφορία για την ζωή που κάνουν.
Δηλώνει σχετικά με την ταινία: "Η επιφανειακή πρόθεση ήταν να κάνουμε μια αστεία και πνευματώδη ταινία για το κινηματογραφόφιλο κοινό. Η ουσιαστική πρόσθεση ήταν να ξύσουμε αυτή την επιφάνεια και να πούμε περισσότερα για την ζωή των νέων, για τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις, για τις προσπάθειες τους να βγουν από τον βούρκο…"
fest904.jpg
Lucrecia Martel (Αργεντινή, 1966). Σπούδασε κοινωνικές επικοινωνίες, animation, σκηνοθεσία και video στο Μπουένος ’ιρες. Η πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία, La cienaga, είχες προβληθεί στο 42ο ΦΚΘ καθώς και στο Φεστιβάλ Βερολίνου, όπου έλαβε το βραβείο Alfred Bauer.
Στην ταινία ’γιο Κορίτσι/ La Nina santa μ' αφορμή τις αμφιβολίες και τις ταραχές που βιώνει μια 16χρονη σχετικά με τον έρωτα, εστιάζει στα καταπιεσμένα συναισθήματα και επιθυμίες που αιτούν ξαφνικά πλήρωση, στην σχέση θρησκευτικής έξαψης και της σεξουαλικής αφύπνισης.
Σχολιάζει με τα παρακάτω λόγια τις προθέσεις της: "Δεν ήθελα να κάνω μια ταινία για την αθωότητα. Αφηρημένες έννοιες όπως αθωότητα και ενοχή, καλό και κακό δεν υπάρχουν γραμμένα στο σενάριο μου. Προτιμώ να δημιουργώ ζωντανά πρόσωπα".
fest1004.jpg
Lisandro Alonso (Μπουένος Αιρες, 1975). Αρχικά βοηθός ηχολήπτη και στη συνέχεια βοηθός σκηνοθέτης, το 2001 σκηνοθέτησε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, La libertad, ταινία που εντυπωσίασε στο Φεστιβάλ Καννών όταν προβλήθηκε.
Το μακρύ ταξίδι μιας επιστροφής ενός άρτι αποφυλακισθέντα προς το σπίτι του αφηγείται η δεύτερη του ταινία Οι νεκροί/ Los Muertos: σ' αυτή ο άνθρωπος εμβαπτίζεται στην φύση, επιστρέφοντας στην μήτρα των πάντων. Όπως και στην πρώτη του ταινία έτσι και εδώ ο Lisandro Alonso τοποθετεί τον άνθρωπο μόνο του μέσα στην φύση. Ο σκηνοθέτης απεικονίζει τις διάφορες φάσεις της ανθρώπινης κατάστασης: από τον εγκλεισμό και την στέρηση της ελευθερίας, στην συγκαλυμμένη καταπίεση της οργανωμένης κοινωνίας και από εκεί στην απόλυτη ελευθερία των ενστίκτων του φυσικού κόσμου. Στο τέλος αυτής της διαδρομής -που μοιάζει ως ένα ταξίδι στον Κάτω Κόσμο, ή ως η διάπλευση της Αχερουσίας Λίμνης- υπάρχει το απόλυτο κενό: Και εκεί ο ήρωας θα βρει τις ερινύες του, τους νεκρούς του… ...