(σχόλιο για το 48ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης)
festiv1.jpg
Αν κάποιος ξεχώριζε το πρόσωπο που κυριαρχεί φέτος στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου θα έπρεπε να αναφερθεί σ’ ένα σκηνοθέτη που δεν είναι εν ζωή εδώ και σχεδόν 40 χρόνια. Ο λόγος για τον Ιάπωνα Mikio Naruse και τη μικρή αναφορά στην μνήμή του που φέτος διοργανώνουν οι Ημέρες Ανεξαρτησίας (υπεύθυνος Λευτέρης Αδαμίδης). Από ένα έργο σχεδόν 90 ταινιών θα προβληθούν 10 ταινίες: ένα ικανό και απόλυτα επαρκές δείγμα για να γνωρίσουν για πρώτη φορά στην Ελλάδα οι θεατές το έργο αυτού του πολύ σημαντικού δημιουργού (με την συνεπικουρία βέβαια της ειδικής έκδοσης που ο Νίκος Σαββάτης επιμελήθηκε).
Αυτή η τόσο σημαντική παρουσία του Mikio Naruse εκ των πραγμάτων ρίχνει βαριά τη σκιά της στο υπόλοιπο πρόγραμμα του φεστιβάλ, προκαλώντας κάποιες αναπόφευκτες συγκρίσεις. Αν το υπόλοιπο πρόγραμμα του Φεστιβάλ -αυτό που υποτίθεται ότι οφείλει να καταγράφει την αιχμηρή πραγματικότητα του σινεμά- δίνει την αίσθηση του άνευρου, αν κανένας σκηνοθέτης και μια καμία πρόταση απ’ αυτές που υπάρχουν στα διάφορα τμήματα – προγράμματα του φεστιβάλ δεν μπορεί να σταθεί δίπλα στην τόσο σημαντική παρουσία του Mikio Naruse, αυτό δεν οφείλεται στη σημερινή κατάσταση του κινηματογράφου αλλά στην αδυναμία (ή ίσως στην απροθυμία;) της καλλιτεχνικής διεύθυνσης του φεστιβάλ να προτείνει κάτι πραγματικά συναρπαστικό.
festiv2.jpgΟι συγκρίσεις με την προηγούμενη διεύθυνση του Μιχάλη Δημόπουλου σίγουρα θα αδικούσαν την παρούσα διεύθυνση (που άλλωστε επαγγέλλεται «παραγωγός» και όχι «κριτικός κινηματογράφου»). Ωστόσο μια σύγκριση με τα δικά της πεπραγμένα, αυτά δηλαδή των προηγούμενων φεστιβάλ, αναδεικνύει τόσο το κλίμα μιζέριας και (αισθητικής) φτώχιας που φέτος επικρατεί, όσο και την αίσθηση διεκπεραίωσης που χαρακτηρίζει, και φέτος όπως και πέρυσι, το φεστιβάλ.
Σ’ αυτό που δίνει τον τόνο ενός Φεστιβάλ και κατά ένα τρόπο συμπυκνώνει και τη φιλοσοφία του, δηλαδή στο κεντρικό αφιέρωμα, είναι άκρως εύγλωττη η σύγκριση ανάμεσα στο 46ο Φεστιβάλ (με τους Hou Hsiao Hsien, Patrice Chereau, Michael Winterbottom, Park Chan-wook) ή 47ο Φεστιβάλ (Wim Wenders ο οποίος είχε τουλάχιστον 5 βραβεύσεις σε μεγάλα φεστιβάλ) και στο φετινό όπου προτείνεται μόνον ο John Sayles (με καμία βράβευση σε σημαντικό φεστιβάλ). Ένας σκηνοθέτης μ’ ένα έργο «αριστερού» προβληματισμού, εξαιρετικά συμβατικός και συντηρητικός όμως ως προς την αισθητική, πολύ μακριά όμως από την αιχμηρότητα των ανάλογων ευρωπαίων δημιουργών που γνωρίσαμε σε προηγούμενες διοργανώσεις, όπως ήταν οι Ken Loach, Marco Bellocchio, ή τέλος ο Nanni Moretti. Το έργο του μοιάζει να συνομιλεί με τις προ 60ετίας ταινίες κοινωνικού προβληματισμού του John Ford. Η προβολή του ως εκπροσώπου του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά – που βρίσκεται “στην πρώτη γραμμή της αυθεντικής ανεξάρτητης κινηματογραφίας από την δεκαετία του ’80” όπως αιτιολογεί την απόφασή της η διευθύντρια- υποδηλώνει άγνοια τόσο του παγκόσμιου κινηματογραφικού τοπίου όσο και αισθητική ακρισία, αδυναμία να σταθμιστεί σωστά το έργο του και επιπλέον αδυναμία διάκρισης ανάμεσα στο μοντέλο ανεξάρτητου κινηματογράφου που προτείνουν οι John Cassavetes και Jim Jarmusch και το «ανεξάρτητο» σινεμά ως είδος της χολιγουντιανής βιομηχανίας.
Άξια σχολιασμού όμως αλλά και ενδεικτική κάποιου είδους προχειρότητας στον προγραμματισμό είναι και η -άκρως ανεπίκαιρη- παρουσία του νέου ισπανικού κινηματογράφου. Εδώ ως «νέο σινεμά» παρουσιάζονται οι ταινίες που ήδη εδώ και ένα χρόνο έχουν κυκλοφορήσει στην Ελλάδα σε DVD (Te Doy Mis Ojos), καταξιωμένοι σκηνοθέτες που αισίως βρίσκονται στην όγδοη τους ταινία (Αlex de la Iglesia, Iciar Bollain) ή είναι ήδη γνωστοί στο κοινό της Ελλάδας με ταινίες μάλιστα που έχουν προβληθεί στο εμπορικό κύκλωμα (Isabel Coixet, La Vida Secreta de las Palabras). Ίσως όμως ακόμα χειρότερο για το κύρος του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είναι ότι επιλέγονται ταινίες (Dies D' Agost) που ήδη έχουν κάνει πρόσφατα την πρεμιέρα τους σε άλλα ελληνικά φεστιβάλ (20ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου της Ελευθεροτυπίας).
Στα υπόλοιπα τμήματα του φεστιβάλ μπορεί κάποιος να διακρίνει τη μαλαισιανή Yasmin Ahmad, η οποία «εστιάζοντας στις γοητευτικές αντιφάσεις μιας πολυφυλετικής κοινωνίας, αμφισβητεί ανοιχτά τα στερεότυπα και δεν διστάζει να συνδιαλεχθεί με θέματα ταμπού», την παρουσία του ρουμάνου Nae Caranfil (υπεύθυνος αφιερώματος Δημήτρης Κερκινός), ενός σκηνοθέτη που «βρίσκεται στο μεταίχμιο της παλαιότερης γενιάς και του «νέου κύματος» του ρουμάνικου κινηματογράφου των τελευταίων ετών», την επιστροφή ενός παλιού γνώριμου του φεστιβάλ του κορεάτη Lee Chang-dong με την νέα του ταινία Secret Sunshine (επ’ ευκαιρίας οι θεατές μπορούν να δουν το Green Fish που συμμετείχε παλαιοτέρα στο διεθνές διαγωνιστικό και το Oasis που συμμετείχε σε παράλληλο πρόγραμμα), την έντονη συμμετοχή του τούρκικου κινηματογράφου με τρεις άκρως ενδιαφέροντες ταινίες των Semih Kaplanoglu, Fatih Akin, Zeki Demirkubuz, τη διακριτική απουσία του ρουμανικού σινεμά με την ταινία California Dreaming του πρόωρα χαμένου Cristian Nemescu, το θεματικό αφιέρωμα Focus στους Σύγχρονους πόλεμους (υπεύθυνος Κωνσταντίνος Κοντοβράκης) και τέλος το αφιέρωμα στη μνήμη ενός μοναχικού δημιουργού όπως ήταν ο Νίκος Νικολαϊδης.
Στο σημερινό άκρως ανταγωνιστικό κινηματογραφικό τοπίο με την πληθώρα των φεστιβάλ, το να συγκροτηθεί ένα σώμα ταινιών και να προβληθεί κάτω από την ταμπέλα «φεστιβάλ» είναι μάλλον εύκολο. Το δύσκολο, το στοίχημα που έχει να κερδίσει κάθε φεστιβάλ είναι αυτό το σώμα των ταινιών να συλλαμβάνει τους παλμούς του νέου, να εκφράζει το πνεύμα του σήμερα, τις αγωνίες του διαφορετικού, να προτείνει δηλαδή στο θεατή ένα δημιουργικό και μη συμβατικό τρόπο για να δει τα πράγματα και τους ανθρώπους. Και αυτό δεν το κάνει πλέον το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Αυτό που απουσιάζει και φέτος από το φεστιβάλ είναι ένα αληθινό σινεφίλ πάθος, η περιπέτεια της ανακάλυψης, εικόνες αληθινά σημαντικές και αποκαλυπτικές.
Απουσιάζουν οι αιχμές και περισσεύουν οι μέσοι όροι.

Δημήτρης Μπάμπας