berlina7.jpg
της Καλλιόπης Πουτούρογλου
[Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]

Der Rauber (Benjamin Heisenberg)
H δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Benjamin Heisenberg βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αυστριακού Martin Prinz, που αντλεί το θέμα του από μία πραγματική ιστορία. Η ταινία παρακολουθεί τα βήματα ενός δρομέα και ληστή τραπεζών από τη στιγμή που αποφυλακίζεται μέχρι το τέλος μιας τραγικής διαδρομής. Το τρέξιμο είναι για τον ήρωα το μέσο για να κρατηθεί ζωντανός, μια σωματική και ψυχική δοκιμασία που τον ενεργοποιεί, είτε πρόκειται για προπονήσεις είτε για ληστρικές επιδρομές. Ένας διαρκής αγώνας δρόμου, ένα ανελέητο κυνηγητό χωρίς σαφές τέρμα ή σκοπό. Μια ανεξιχνίαστη εσωτερική ανάγκη, σχεδόν φυσική, τον ωθεί να υπερβαίνει συνεχώς τα όρια ταχύτητας, να χύνεται σαν αγρίμι στο θήραμα, να διαφεύγει με την ικανότητα αιλουροειδούς. Η ομορφιά της κίνησης ενός δρομέα αλλά και η έξαψη της δράσης και καταδίωξης ενός ληστή, σαν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Και ο ήρωας; Αυτός παραμένει απόμακρος και απών, ακόμα κι όταν δεν καλύπτεται από τη μάσκα του ληστή. Στις καθημερινές συναλλαγές, στην ερωτική συνάντηση, στις επευφημίες του πλήθους απεκδύεται οτιδήποτε το ανθρώπινο ή προσωπικό. Αν και είναι ευδιάκριτα τα μινιμαλιστικά στοιχεία της κινηματογραφικής σχολής του Βερολίνου, όπως η αυστηρότητα και η ακρίβεια στην κατασκευή των εικόνων και οι παρατεταμένες σιωπές, ο Heisenberg δίνει στην ταινία του αυτή μεγαλύτερη βαρύτητα στη δράση και στην επαναλαμβανόμενη κίνηση, ως εξάρτηση και εμμονή. Χωρίς να ψυχογραφεί, καταδιώκει με την κάμερά του μια φιγούρα ψυχρή και απόκοσμη που υπερβαίνει τα ανθρώπινα όρια και διαφεύγει συνεχώς όχι μόνο από τον κοινωνικό περίγυρο αλλά και από τον ίδιο της τον εαυτό.
berlina8.jpg
If I want to whistle, I whistle (Florin Serbian)
Μέσα στο πνεύμα του σύγχρονου ρουμανικού ρεύματος, που έχει δώσει τα τελευταία χρόνια εξαιρετικά δείγματα ρεαλιστικής κινηματογραφικής γραφής κινείται και η ταινία του πρωτοεμφανιζόμενου Florin Serbian. Διασκευάζοντας -μαζί με τον παραγωγό του- το ομώνυμο θεατρικό έργο της Andreea Valean ο σκηνοθέτης μας μεταφέρει σε μία φυλακή ανηλίκων, όπου με την κάμερα συχνά στο χέρι κινηματογραφεί πραγματικούς τρόφιμους ενός αναμορφωτηρίου. Την ενέργεια και την παγιδευμένη σωματική τους δύναμη, τη δίψα για ζωή, τη λανθάνουσα επιθετικότητα. Ο φακός του όμως εστιάζει σε ένα νεαρό έγκλειστο. Ύστερα από τετράχρονη κράτηση και πέντε μόλις μέρες πριν την αποφυλάκισή του ο ήρωας προβαίνει σε μία απεγνωσμένη ενέργεια. Η αγάπη του για τον μικρό του αδελφό, το μίσος για την απούσα μητέρα και το ενδιαφέρον του για μια κοπέλα θα τον ωθήσουν στην ανυπακοή, στην περιφρόνηση του νόμου, στη βίαιη εξέγερση. Κι αφού η επιλογή μέχρι το τέλος του δράματος θα είναι δική του, η βίαιη και εκδικητική του αντίδραση, όσο κι αν θυμίζει την ενστικτώδη συμπεριφορά πληγωμένου ζώου, είναι κατά βάθος απόλυτα συνειδητή. Αλλά μαζί και τραγική, αφού εμπεριέχει την έννοια της θυσίας. Η φυσικότητα των ερμηνειών, η δραματική κλιμάκωση και η αυθεντικότητα στην απόδοση της διπλής σύγκρουσης του δεκαοχτάχρονου με τη μητέρα του και με το αστυνομικό καθεστώς αποτελούν βασικές αρετές της ταινίας, η οποία κέρδισε την Αργυρή Άρκτο (Μεγάλο βραβείο της Επιτροπής) καθώς και το βραβείο Alfred Bauer.
berlina9.jpg
Bal (Semih Kaplanoglu)
Το «Μέλι» μετά το «Αυγό» και το «Γάλα» είναι η τρίτη ταινία της «Τριλογίας του Jusuf» του Semih Kaplanoglu. Από την ωριμότητα στην ενηλικίωση και από εκεί στην παιδική ηλικία ο Τούρκος σκηνοθέτης διατρέχει αντίστροφα την ιστορία ενός ανδρικού χαρακτήρα, η οποία φέρει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία αλλά και εικόνες μιας παραδοσιακής κοινωνίας που μετασχηματίζεται χάνοντας την αθωότητά της. Στο «Μέλι» συναντάμε τον εξάχρονο Jusuf σε ένα απομονωμένο ορεινό χωριό της βορειοανατολικής Τουρκίας, κάπου στην περιοχή του Πόντου. Ένας τόπος ανέγγιχτης αισθητικής ομορφιάς που για το σκηνοθέτη αποτελεί την «παιδική ηλικία της ανθρωπότητας». Η μορφή του λιγομίλητου πατέρα και η στενή σχέση του με το γιο είναι κυρίαρχα στο μοναχικό και εύθραυστο κόσμο του παιδιού. Του προσφέρουν ασφάλεια, του εμπνέουν θαυμασμό και τον συνδέουν με τη φύση και τα μυστικά της. Το δύσκολο επάγγελμα του μελισσοκόμου-πατέρα αλλά και η πνευματικότητα με την οποία προσεγγίζει το σύμπαν, επηρεάζουν ιδιαίτερα τον μικρό Jusuf και καθορίζουν τον τρόπο του να βλέπει τον κόσμο. Ένας τρόπος ευαίσθητος, χαμηλόφωνος, σχεδόν ψιθυριστός, που σέβεται τα πλάσματα της κοσμικής δημιουργίας, αλλά και που αφήνει ελεύθερη τη φαντασία. Το σχολείο από την άλλη, ως τόπος ένταξης και αποδοχής, είναι ένας άλλος πόλος, ο οποίος λόγω μιας αδυναμίας στην ανάγνωση, γεννά εντάσεις και απογοητεύσεις, οδηγώντας έτσι το παιδί στη σιωπή και την εσωστρέφεια. Η εξαφάνιση του πατέρα και οι φόβοι που αυτή ξυπνάει θα γίνουν για τον μικρό η αρχή μιας νέας εποχής ανησυχιών αλλά και αναζητήσεων. Με ελάχιστη δράση και φυσικούς ήχους, αργά πλάνα και εξαιρετικά φωτισμένα κάδρα εσωτερικών χώρων αλλά και με κάποιες τελετουργικά δοσμένες εθνογραφικές σκηνές, κυρίως όμως με τη δύναμη του βλέμματος του νεαρού της πρωταγωνιστή η ταινία συνιστά μια ποιητική ματιά σε αυτό που αποτελεί τον πυρήνα της ύπαρξης, τη σχεδόν μαγική αρχή των πραγμάτων. Το Bal τιμήθηκε με τη Χρυσή Άρκτο του φετινού επετειακού φεστιβάλ καθώς και με το βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής.

A somewhat Gentle Man (Hans Petter Moland)
Ένας πρώην κατάδικος με χαρακτηριστικά gentleman. Αξιοπρεπής, ευγενικός, συνεργάσιμος. Πλαισιωμένος από μια συνοδεία απίστευτων τύπων που επιθυμούν να τον βοηθήσουν με το δικό τους ιδιόρρυθμο τρόπο. Σε μια καταθλιπτική βιομηχανική περιοχή του Oslo τα απροσδόκητα διαδέχονται το ένα το άλλο και το κωμικό σπάει την γκρίζα επιφάνεια του πάγου και αναβλύζει από κάθε γωνία με τον πιο καυστικό τρόπο. Ένα χιούμορ πολύ κοντά σε αυτό των πρώιμων αδελφών Coen στη σκανδιναβική του όμως εκδοχή. Πικρό, τραχύ, ωμό αλλά συχνά και διασκεδαστικό. Η τελευταία ταινία του Νορβηγού σκηνοθέτη Moland είναι μια μαύρη κωμωδία για έναν πρώην εγκληματία που θέλει να αφήσει πίσω του το παρελθόν και να ζήσει μια ήσυχη ζωή. Μόνο που αυτό αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολο λόγω της αδυναμίας του ήρωα να απογοητεύει τους άλλους : το πρώην αφεντικό του, έναν ξεπεσμένο γκάγκστερ συνοδευόμενο από ένα ηλίθιο πρωτοπαλίκαρο, την παραγινωμένη και σεξουαλικά πεινασμένη σπιτονοικοκυρά του, το νυν αφεντικό του με τον εξοντωτικό μηχανισμό λογοδιάρροιας. Παρατηρητής χαμηλών τόνων, ο κεντρικός ήρωας αποσύρεται στην ουσία δίνοντας χώρο σε δευτερεύοντες χαρακτήρες να ξεδιπλώσουν τη δράση τους και τις ακόρεστες συχνά ορέξεις τους . Τα πράγματα αλλάζουν, όταν ο εξαιρετικός στο ρόλο του γιγαντόσωμου ήρωα Stellan Skarsgard αρχίσει να γεύεται τα πρώτα δείγματα της πραγματικής και προπάντων φρέσκιας ευτυχίας, απορρίπτοντας τις μπαγιάτικες προσφορές του παρηκμασμένου υπόκοσμου. Η επανεύρεση με το γιο, ο ερχομός ενός εγγονού και μια ερωτική σχέση ξυπνάνε μέσα του μηχανισμούς αντίστασης και οδηγούν στην ανατροπή της τελευταίας σκηνής. Βαθύτατα ανθρώπινη και γλυκιά παρά την υπερβολή και το γκροτέσκο που τη χαρακτηρίζουν, η ταινία βλέπει με συμπάθεια τους χαρακτήρες της, ακόμα και τους πιο εξεζητημένους. Χωρίς βιασύνη και μέσα από μια σειρά κωμικών παράδοξων αναδεικνύει τελικά στο πρόσωπο ενός πρώην εγκληματία, έναν άνθρωπο με αρχές, έναν πραγματικό gentleman.

Submarino (Thomas Vinterberg)
Το «Submarino» είναι ένα είδος βασανιστηρίου, ένας εικονικός πνιγμός που εμποδίζει το κεφάλι να βγει στην επιφάνεια. Οι ήρωες της ομώνυμης ταινίας είναι θύματα μιας ανάλογης βασανιστικής διαδικασίας, σταθερά επαναλαμβανόμενης. Φτώχεια, εγκληματική παραμέληση παιδιών, κακοποίηση, εξάρτηση από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, εξαθλίωση. Και η απεγνωσμένη κατά διαστήματα προσπάθεια των ηρώων να ανεβούν στην επιφάνεια, να επιβιώσουν. Η ταινία κινείται γύρω από τη σχέση δύο αδελφών, την τραυματική παιδική τους ηλικία, τη διαφορετική πορεία τους, την προσπάθεια προσέγγισης και τον οριστικό τους χωρισμό. Κι όλα αυτά μέσα σε μια θλιβερή Κοπεγχάγη που μας δείχνει την πιο σκοτεινή της πλευρά. Ερείπια ανθρώπων, σκληρών αλλά και ευάλωτων, που κουβαλάνε το παρελθόν σαν αναπόφευκτη μοίρα. Μέσα από τον κυκεώνα των συμφορών που πλήττουν τους ήρωες του ο Vinterberg δεν αφήνει ούτε ένα παραθυράκι ανοιχτό, ούτε μια σχισμάδα ελπίδας. Και παρόλο που πρόθεσή του ήταν- βασισμένος στο μυθιστόρημα του Jonas Bengtsson- να μιλήσει για τη γονική ευθύνη, το φόβο και την ανασφάλεια των γονιών όσον αφορά την επάρκειά τους, καταλήγει στο να δώσει ένα καταθλιπτικό μελόδραμα, μονότονο και με προδιαγεγραμμένο τέλος.