Την περιπέτεια του νέου πορτογαλικού κινηματογράφου, από την γέννηση του στα δύσκολα χρόνια του καθεστώτος Σαλαζάρ μέχρι σήμερα, την εποχή του καθεστώτος της ιδιωτικής τηλεόρασης, αφηγήθηκαν σε συνέντευξη τύπου, οι προσκεκλημένοι στο 40ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (1999), πορτογάλοι σκηνοθέτες Fernando Lopes (Μια μέλισσα μέσα στην Βροχή/ Uma Abelha Na Chuva) και Alberto Seixas Santos (Γλυκείες Συνήθειες/ Brandos Costumes) και Κακό / O Mal).
Σημείο αφετηρίας, όπως τόνισαν, υπήρξε η δεκαετία του 60 και το κλίμα που παγκόσμια τότε είχε διαμορφωθεί. Η κινηματογραφοφιλία, το κύκλωμα των κινηματογραφικών λεσχών, η ανακάλυψη αγνώστων κινηματογραφιών (όπως ο γιαπωνέζικος κινηματογράφος, ο ιταλικός νεορεαλισμός, ο γερμανικός εξπρεσιονισμός, ο ανεξάρτητος αμερικάνικος κινηματογράφος του Τζων Κασσαβέτη), η αλληλεγγύη και οι δημιουργικές και έντονες συζητήσεις στα κοινά στέκια των νεαρών σινεφίλ, οδήγησαν γρήγορα στην απόφαση για ένα κινηματογράφο διαφορετικό από τον κυρίαρχο τότε εμπορικό. Η περιπέτεια του "cinema novo" ήταν μια περιπέτεια ρήξης με το παλιό, ένας αγώνας ενάντια στην πολιτιστική μιζέρια του καθεστώτος Σαλαζάρ, ένας αγώνας για ένα σινεμά δημιουργικό και ανεξάρτητο από την εξουσία. Οι δυσκολίες, που είχαν αντιμετωπίσουν αυτά τα πρώτα χρόνια, η ομάδα των κινηματογραφιστών (στην οποία συμμετείχαν και τεχνικοί όπως μοντέρ, διευθυντές φωτογραφίας) ήταν κυρίως οικονομικές. Παράλληλα όμως, υπήρχαν και οι προφανείς δυσκολίες που η φύση του αυταρχικού καθεστώτος της εποχής δημιουργούσε.
Σημείο καμπής υπήρξαν τα τέλη της δεκαετίας του 60 και οι αρχές της δεκαετίας του 70 όταν, με την οικονομική συμβολή ενός πολιτιστικού ιδρύματος, ιδρύθηκε ένας μηχανισμός υποστήριξης για τους πορτογάλους σκηνοθέτες. Άμεσο αποτέλεσμα ήταν οι παραγωγή ταινιών όπως οι Γλυκείες Συνήθειες (1974) ή το Tras-so-Montes (1976).
Όπως τόνισαν οι δύο σκηνοθέτες, στο κέντρο αυτής της κίνησης τοποθέτησαν τον Manoel de Oliveira, έναν σκηνοθέτη ο οποίος αποτελεί μία προσωποποίηση της ιστορίας του κινηματογράφου, αφού ξεκίνησε από τα χρόνια του βωβού κινηματογράφου και μέχρι, σήμερα στην ηλικία των 93 ετών, παραμένει ενεργός ως σκηνοθέτης. "Ο Oliveira είναι το μεγάλο δένδρο του Πορτογαλικού σινεμά" , σημείωσαν, "ένα δένδρο όμως που κρύβει το δάσος του Πορτογαλικού κινηματογράφου".
Μια άλλη φιγούρα από τον χώρο στην οποία αναφέρθηκαν ήταν ο Joao Cesar Monteiro (Αναμνήσεις από το κίτρινο σπίτι/1989 και Η Κωμωδία του Θεού/1995), ο οποίος κάνει, όπως παρατήρησαν, ένα σινεμά το οποίο παρόλο φαίνεται εκ πρώτης όψεως ως μυθοπλαστικό, είναι στο βάθος ντοκιμαντερίστικο: παίζει ο ίδιος στις περισσότερες ταινίες του ("αυτές είναι και οι καλύτερες του"), διηγείται τις απόψεις του για την ζωή, κινηματογραφεί στα μέρη που ζει τα πρόσωπα που γνωρίζει -οι ταινίες του έχουν έντονο το προσωπικό στοιχείο.
Ο Alberto Seixas Santos επισήμανε ότι ένα σημαντικό και μεγάλο μέρος του πορτογαλικού κινηματογράφου δεν βρίσκεται στην Θεσσαλονίκη: και αυτός ο κινηματογράφος είναι ο εμπορικός. Αυτού του είδους το σινεμά, όπως δήλωσε στηρίζεται στη βία, το θέαμα, το σεξ. Έχει καλύτερες συνθήκες διανομής παίζεται στα multiplex, υποστηρίζεται από τα ιδιωτικά κανάλια. Τα εισιτήρια δε, που κάνουν αυτές οι εμπορικές ταινίες φθάνουν στα επίπεδα 100 χιλιάδων.
Οι δύο σκηνοθέτες επισήμαναν, τέλος, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα στον τομέα της διανομής ("υπάρχουν λίγες αίθουσες διαθέσιμες"), αλλά και της χρηματοδότησης, ταινίες που αρνούνται τις εμπορικές προδιαγραφές, ταινίες που έχουν ένα καλλιτεχνικό προσανατολισμό. Παράλληλα όμως τόνισαν, με έμφαση, την ανάγκη αντίστασης απέναντι σε μια προσπάθεια να γίνει ο κινηματογράφος θέαμα, την εμμονή σ' ένα κινηματογράφο δημιουργικό, ο οποίος να αρνείται την τυποποίηση.
Δημήτρης Μπάμπας