(σχόλια για το 39ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης)
Ταινίες από την Κιργισία, την Τουρκία, το Τατζικιστάν ή το Ιράν. Ταινίες που αρνούνται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τη δυτική αντίληψη για τον κινηματογράφο. Ταινίες εκδοχές ενός άλλου κινηματογράφου: ενός κινηματογράφου όπου η υπόθεση και η ιστορία δεν αποτελούν το κέντρο βάρους της ταινίας, όπου τελικά η εικόνα και η σχέση που ο θεατής διαμορφώνει μ' αυτήν είναι το κεντρικό σημείο. Εκδοχές λοιπόν ενός άλλου κινηματογράφου που προκρίνει την ποιητική δύναμη της εικόνας από την εμμονή στην αφήγηση ή στη δραματική πλοκή, οι ταινίες αυτές -που παρουσιάστηκαν στην διάρκεια του 39ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης- διαθέτουν ένα κοινό τόπο: στο κέντρο τους έχουν το παιδί -είτε ως υποκείμενο είτε ως αντικείμενο της αφήγησης. Σ' αυτές, ο κόσμος της παιδική ηλικίας είναι ένας κόσμος ανοικτός στις ποιητικές εκδοχές της πραγματικότητας: οι εικόνες που τον συνθέτουν περιγράφουν ένα συμπάν όπου το συναίσθημα βιώνεται μ΄ ένα τρόπο έντονο και βαθύ. Εδώ το παιδί γίνεται φορέας ενός βλέμματος που αναζητά στην εμπειρία, όχι το επιφανειακό και το δραματικό, αλλά το ουσιαστικό και το πνευματικό.
Στην ταινία του Mohsen Makhmalbaf, Σιωπή (Sokout) θα βρούμε το παιδί ως κεντρικό πρόσωπο της μυθοπλασίας: ένα στοιχείο όχι ιδιαίτερα πρωτότυπο για τον κινηματογράφο της χώρας καταγωγής του σκηνοθέτη (Ιράν). Όμως, η επιλογή του Τατζικιστάν ως τόπου της δραματικής πλοκής προσφέρει κάποιες νέες δυνατότητες: ένας κόσμος πολύχρωμος, ένας κόσμος που περιγράφεται με εικόνες λυρισμού και με μελωδίες σαγηνευτικές, είναι ο κόσμος όπου ο νεαρός ήρωας ζει. Μέσα σ' αυτόν τον πολύχρωμο κόσμο το παιδί βρίσκεται σε μία μειονεκτική θέση: είναι τυφλό και αδυνατεί να συλλάβει αυτόν τον κόσμο σ' όλες του τις διαστάσεις. Όμως η μειονεξία οδηγεί πάντα σε μεγαλύτερη ευαισθησία: Ο νεαρός ήρωας καταβάλει μια μεγαλύτερη προσπάθεια για να αντιληφθεί και να βιώσει την πραγματικότητα. Έτσι, καθώς αντιλαμβάνεται τον κόσμο όχι μέσα από εικόνες αλλά μέσα από ήχους, συλλαμβάνει την πραγματικότητα μέσα από τους θορύβους του δρόμου, μέσα από τις μελωδίες των υπαίθριων μουσικών. Μαγεμένο από την μουσική το παιδί αδιαφορεί για τις υλικές πλευρές της πραγματικότητας: κινδυνεύει να απολυθεί από τη δουλειά του γιατί ακολούθησε τις μουσικές ενός πλανόδιου οργανοπαίκτη.
Καθώς ο νεαρός ήρωας βυθίζεται μέσα στους ήχους και στις μελωδίες, καθώς υπακούει στο κάλεσμα των αισθήσεων, καθώς αφήνεται να παρασυρθεί από τη σαγήνη της μουσικής, ζει το παρόν μ' ένα τρόπο ουσιαστικό και έντονο. Σ' αυτήν την ταινία ο ενήλικας θεατής βρίσκεται σε μια, όχι και τόσο προνομιούχο, θέση: καθώς αντιλαμβάνεται τον κόσμο και μέσα από εικόνες και μέσα από ήχους, διαισθάνεται ότι πάντα κάτι του διαφεύγει. Είναι η ένταση, με την οποία ο νεαρός ήρωας βιώνει τις εμπειρίες του πραγματικού κόσμου, αυτό που ο ενήλικας θεατής αισθάνεται ως έλλειμμα: η εμπειρία ζωής που βιώνει ο νεαρός ήρωας είναι κυρίως μια αισθητική εμπειρία. Και ως αισθητική εμπειρία αυτό που την κάνει δυνατή είναι η προσήλωση στα ερεθίσματα του εξωτερικού κόσμου και ο έντονος τρόπος που αυτά προσλαμβάνονται. "Πρέπει να ζούμε τις στιγμές": η αναφορά τους σκηνοθέτη στον Omer Khayam, αποτελεί τον οδηγό ζωής τόσο για τον μικρό ήρωα της ταινίας, όσο και για τον θεατή της: η βαθιά βίωση του κόσμου διαμέσου των ήχων, οδηγεί τελικά στην υπέρβαση των περιορισμών που οι αισθήσεις θέτουν: Ο νεαρός ήρωας, στο τέλος, όχι μόνο βιώνει αλλά και συν-αισθάνεται την μαγεία του κόσμου.
Από μια γειτονική, με την προηγούμενη ταινία, χώρα προέρχεται ο Θετός Γιος (Beshkempir) του Aktan Abdykalykov: την Κιργισία. Αξιοποιώντας ένα παλαιό έθιμο της περιοχής -μία πολύτεκνη οικογένεια προσφέρει για υιοθεσία σ' ένα άτεκνο ζευγάρι το μικρότερο παιδί της- ο σκηνοθέτης οργανώνει την αφήγηση γύρω από την παιδική ηλικία και τις συναισθηματικές περιπλοκές που τη συνοδεύουν. Ισορροπώντας επιδέξια ανάμεσα στο εθνογραφικό ντοκιμαντέρ και την ταινία μυθοπλασίας, η σκηνοθεσία αναδεικνύει τη σχέση του νεαρού ήρωα και της αγροτικής κοινότητας σε κεντρικό στοιχείο της ταινίας. Ταινία στοχασμού πάνω σ' ένα πολιτισμό, αλλά ταυτόχρονα και ταινία γι' ένα χαρακτήρα, ο Θετός Γιος περιγράφει, μέσα από την οπτική της παιδικής ηλικίας, τη σχέση του ατόμου με την κοινότητα: Ανακαλύπτοντας ο νεαρός ήρωας την πραγματική του ταυτότητα -ότι δηλαδή είναι υιοθετημένος- αισθάνεται αποκομμένος τόσο από την οικογένεια του, όσο και από την κοινότητα. Έτσι οι εικόνες μίας ειδυλλιακής παιδικής ηλικίας, σκιάζονται από κάτι που ο νεαρός ήρωας αλλά και η κοινότητα, αντιλαμβάνονται ως απουσία ταυτότητας.
Αναζήτηση λοιπόν μιας ταυτότητας -στην κρίσιμη περίοδο της παιδικής ηλικία- αλλά και προσδιορισμός της σχέσης με τον περίγυρο (οικογενειακό ή άλλο): αυτός είναι ο πυρήνας της μυθοπλασίας. Όμως, αυτό που αναδεικνύεται από αυτόν τον πυρήνα είναι οι δεσμοί ένωσης ανάμεσα στα μέλη της αγροτικής κοινότητας, η ενότητα της. Ακριβώς αυτή η ενότητα της αγροτικής κοινότητας (αλλά και της οικογένειας) σφυρηλατείται από μια αλληλεγγύη συναισθημάτων και όχι από δεσμούς αίματος. Στο τέλος η αίσθηση του κενού, που ο νεαρός ήρωας βιώνει, είναι μόνο προσωρινή: η δύναμη του χαρακτήρα του αλλά και οι τελετουργίες της κοινότητας θα προσφέρουν την τελική λύση. Στη κατάληξη της αφήγησης, ο αποκλεισμός και η συναισθηματική σκληρότητα, η ανασφάλεια και η αδυναμία αντικαθίστανται από την ένταξη -συμβολική και πραγματική- στο σώμα της κοινότητας: αφορμή για τη συμφιλίωση και την επανένταξη η τελετή μιας κηδείας.
Οι οικογενειακοί δεσμοί βρίσκονται στο κέντρο της ταινίας Το Χωριό (Kasaba) του Nuri Bilge Ceylan. Κεντρικοί χαρακτήρες της "μυθοπλασίας", δυο αδέλφια και τόπος ένα χωριό της περιοχής του Ελλήσποντου. Έκδηλα αυτοβιογραφική αυτή η low- budget ταινία από την Τουρκία, μοιάζει ως μία μικρή αναθηματική στήλη στην παιδική ηλικία που παρήλθε ανεπιστρεπτί: σε αισθήματα και συναισθήματα, σε εικόνες και ήχους που η ενηλικίωση επικάλυψε. Βασισμένη σε ένα αυτοβιογραφικό διήγημα της αδελφής του σκηνοθέτη, γυρισμένη από ένα συνεργείο δύο ατόμων (ο σκηνοθέτης και ο παραγωγός), με ελάχιστο τεχνικό εξοπλισμό και με ερασιτέχνες ηθοποιούς από το οικογενειακό περιβάλλον, αυτή η ασπρόμαυρη ταινία διαθέτει κάτι από το ξεχασμένο ήθος του Γιασουχίρο Όζου, κάτι από την ευαισθησία των "παιδικών" ταινιών του Αμπάς Κιαροστάμι.
Τέσσερα επεισόδια συγκροτούν την ταινία. Το πρώτο διαδραματίζεται σε μια σχολική αίθουσα μία μέρα του χειμώνα: το θέμα του μαθήματος που παρακολουθεί η νεαρή ηρωίδα είναι η οικογένεια. Στο δεύτερο επεισόδιο τα δυο αδέλφια περιπλανιούνται μέσα στο δάσος, ένα καλοκαιρινό απόγευμα. Την κορύφωση της υποτυπώδους δραματικής πλοκής, θα βρούμε στο τρίτο τμήμα της αφήγησης: τα δύο αδέλφια παρευρίσκονται σε μια οικογενειακή συγκέντρωση μια ζεστή νύχτα του καλοκαιριού στο δάσος. Η κατάληξη της αφήγησης είναι ελάχιστα "δραματική" τα δύο παιδιά είναι, μαζί με τους παππούδες τους, την πρώτη μέρα του φθινοπώρου, όταν πέφτει η πρώτη φθινοπωρινή βροχή.
Ταινία μύησης στην ζωή και στα μυστήρια της, Το Χωριό, παρουσιάζει την εμπειρία της παιδικής ηλικίας ως μια ατελείωτη σειρά από μια μικρά και χωρίς έκδηλο νόημα συμβάντα: ένας συμμαθητής που αργεί στο μάθημα, η σόμπα που καίει μια κρύα μέρα του χειμώνα, ο τρελός του χωριού που περιφέρεται στους χιονισμένους δρόμους, ο μεγάλος ξάδελφός που φεύγει στο στρατό, ένα λούνα παρκ γεμάτο κόσμο, μια βόλτα στο δάσος, η χελώνα που ο μικρός αδελφός γυρνά ανάποδα για να πεθάνει, ο παππούς που διηγείται ιστορίες από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η γιαγιά που καθαρίζει καλαμπόκια, ο πατέρας που αφηγείται την ιστορία του Ισκαντέρ (Μεγαλέξανδρου). Όμως καθώς η ταινία προχωρά, ο θεατής γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι τα συμβάντα αυτά αποτελούν σημεία μίας μεγαλύτερης εικόνας, ψηφίδες που τοποθετημένες η μια δίπλα στην άλλη απεικονίζουν το εσωτερικό τοπίο της παιδικής ηλικίας. Θεατής αυτού του εσωτερικού τοπίου, ο θεατής γίνεται ένας παρατηρητή μιας ροής συμβάντων και συναισθημάτων της παιδικής ηλικίας: καθώς οι νεαροί ήρωες βιώνουν για πρώτη φορά συναισθήματα όπως συμπόνια ή λύπη, καθώς ανακαλύπτουν κάποιες δυσάρεστες αθέατες πλευρές του κόσμου που τους περιτριγυρίζει, καθώς συνειδητοποιούν για πρώτη φορά την σημασία των οικογενειακών δεσμών. Παγιδευμένος, από τα θραύσματα συμβάντων και γεγονότων που καλύφθηκαν από τη λήθη της ενηλικίωσης, ο θεατής γίνεται σιγά- σιγά σ' αυτήν την ταινία μάρτυρας ψυχής και κοινωνός των πιο βαθιών και προσωπικών συναισθημάτων. Γι΄ αυτόν όμως η παιδική ηλικία της λήθης δεν είναι παρά οι θολές μνήμες μίας προ πολλού χαμένης παιδικής ηλικίας…
Δημήτρης Μπάμπας