feslo104.jpg

Ο ρόλος ενός Φεστιβάλ στο διεθνές τοπίο του σινεμά είναι πάντοτε διττός. Από την μια πλευρά οφείλει να λειτουργήσει ως ένας τόπος όπου νέοι δημιουργοί αλλά και παλαιότεροι ενθαρρύνονται –μέσω της πρόφασης του διαγωνισμού– να υπερβούν τα ανυπέρβλητα πολλές φορές εμπόδια που ορθώνουν οι μηχανισμοί της αγοράς και η τηλεοπτική παντοκρατορία. Από την άλλη λειτουργεί εκ των πραγμάτων και ως ένα εναλλακτικό κύκλωμα διανομής, προβάλλοντας ταινίες οι οποίες λόγω της ιδιαιτερότητας τους δεν μπορούν να προβληθούν στο κανονικό κύκλωμα. Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης υποδύθηκε πάντα με συνέπεια, φαντασία και αληθινή δημιουργικότητα αυτόν το διττό ρόλο και είναι αυτονόητο ότι και στο μέλλον θα πρέπει να συνεχίσει στην ίδια κατεύθυνση. Όμως γι’ έναν σινεφίλ θεατή αυτό που έχει σημασία και παρουσιάζει πάντα το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι ο δεύτερος ρόλος: το δεκαήμερο που διαρκεί το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης συμπυκνώνει τις πιο ενδιαφέρουσες, τις πιο συναρπαστικές, τις πιο διαφορετικές οπτικές εμπειρίες μιας ολόκληρης χρονιάς.
Αν και πάντα το Φεστιβάλ οργανώνει με επιμέλεια το πρόγραμμά του, ταξινομώντας τις ταινίες σε διάφορα τμήματα –Ελληνικό Πανόραμα, Διεθνές Διαγωνιστικό, Νέοι Ορίζοντες, Ματιές στα Βαλκάνια κ.λ.π.– αυτοί οι διαχωρισμοί γι’ ένα θεατή πολλές φορές είναι χωρίς καμιά αξία. Η προσωπική του διαδρομή στη διάρκεια του δεκαήμερου διανύεται  με κριτήρια όχι μόνο αισθητικά ή θεματικά: αφού κάθε Φεστιβάλ είναι ένας τόπος στον οποίο συναντά το άγνωστο, το τυχαίο παίζει αποφασιστικό ρόλο στην τελική εντύπωση. Εντέλει αυτή η άτακτη συσσώρευση ταινιών δημιουργεί, με τον τρόπο ενός ψηφιδωτού, μια εικόνα του κόσμου. Μια τέτοια πανοραμική εικόνα συλλαμβάνει συχνά τις αθέατες πλευρές και όψεις του κόσμου, τις διαθέσεις των καιρών, απεικονίζει τον άνθρωπο και συναισθήματα του εν μέσω του πολύπλοκου και χαοτικού πραγματικού κόσμου.
Στο Kairo του Kiyoshi Kurosawa ο κόσμος βρίσκεται λίγο πριν την καταστροφή: μέσα σε μια κοινωνία υπέρ –επικοινωνιακή, το άτομο ωθείται όλο και περισσότερο προς την μοναξιά. Σύγχρονη ιστορία φαντασμάτων (που πλέον έχουν μια digital υπόσταση) η ταινία προκαλεί τον τρόμο δημιουργώντας μια καινοτομία: το μεταφυσικό στοιχείο, βάση της κλασικής ταινίας τρόμου, εδώ γίνεται ψηφιακό. Έγκλειστοι σε μια εικονική πραγματικότητα ζουν και οι ερωτευμένοι ήρωες της ταινίας Ο Κόσμος (Jia Zhang-Ke). Εσώκλειστοι σ’ ένα θεματικό πάρκο αναπαράσταση των πιο εμβληματικών τοποθεσιών της υφηλίου, αγνοούν την ύπαρξη του αληθινού κόσμου που τους περιβάλλει: την ραγδαία μεταβαλλόμενη πραγματικότητα της σύγχρονης Κίνας. Αυτή η ταινία που ξεκινά ως ένα χαρούμενο μιούζικαλ καταλήγει, όχι απροσδόκητα, να χρωματίζεται από τους σκοτεινούς τόνους μιας τραγωδίας, όταν οι ήρωες βρεθούν αντιμέτωποι με τον αληθινό κόσμο. Και στην ταινία Ένας στους δύο (Alejo Hernόn Taube) υπάρχει η διάσταση ανάμεσα σε μια ασφυκτική εξωτερική πραγματικότητα (η κατάρρευση της οικονομίας της Αργεντινής το 2001) και τον ανέμελο βίο του εν παρανομία διαβιούντα κεντρικού ήρωα. Η αντίθεση ανάμεσα στην περιρρέουσα ανέχεια και στον πλούτο που αυτός διαθέτει χρωματίζει με πολύ πιο έντονα χρώματα τις εικόνες της λαϊκής εξέγερσης που ακολουθεί την κατάρρευση. Η ταινία διαθέτει τη δύναμη ενός πορτραίτου που συλλαμβάνει εν τη γενέσει τους τα αυθεντικά συναισθήματα του κόσμου: την απελπισία αλλά και τις ανομολόγητες ελπίδες. Στην ταινία Ζήτω η Αλγερία (Nadir Moknèche) θα βρούμε επίσης ως κυρίαρχο συναίσθημα την απελπισία εν μέσω μια ατμόσφαιρας αναταραχής: η ακαθόριστη, περιρρέουσα αλλά πάντα τρομακτική απειλή των φανατικών ισλαμιστών, μια δυσλειτουργική σχέση με την μητέρα και η ασταθής ερωτική ζωή είναι οι συντεταγμένες της συναισθηματικής πραγματικότητας της ηρωίδας. Σ’ αυτή την ταινία η περίπλοκη χαοτική πολεοδομία της πόλης του Αλγερίου (που την γνωρίζουμε από την ταινία The Battle of Algiers) λειτουργεί ως μια μεταφορά για τις θύελλες μαίνονται και τις εντάσεις δονούν την ψυχή της ηρωίδας. Μόνο όταν απομακρυνθεί από το δαιδαλώδεις κέντρο προς τους ανοικτούς ορίζοντες των προαστίων θα βρει την ηρεμία και την γαλήνη.
fest104.jpgΚαι για τον νεαρό ήρωα της ταινίας Άνεμος της στεριάς (Vincenzo Marra) η ζωή είναι δύσκολη. Διάγοντας ένα βίο τυπικό, το μόνο που μοιάζει να τον ενδιαφέρει είναι επιβίωση. Βαθύτατα νεορεαλιστική στον πυρήνα της, η σκηνοθεσία οδηγεί όλες τις περιρρέουσες εντάσεις μιας χαοτικής και απάνθρωπης πραγματικότητας πάνω στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή της: στο τέλος θα γίνει ο ήρωας μιας τραγωδίας. Μια ανάλογη διαδρομή προς την καταβαράθρωση φαίνεται ότι ακολουθεί και η ηρωίδα στην ταινία Ορ-Η χρυσαφένια (Keren Yedaya). Εδώ το πλαίσιο είναι η ασταθής οικογενειακή ζωή και ο αγώνας μιας κόρης να σώσει από τα δίχτυα της πορνείας την μητέρα της. Το τραγικό στοιχείο της ταινίας έγκειται στο γεγονός ότι παρακολουθούμε την αντίστροφη από την προσδοκώμενη διαδικασία: ένα πρόσωπο αθώο λυγίζει από τις πιέσεις και ωθείται σιγά –σιγά προς τη διαφθορά και την ηθική κατάρρευση.
Οι αγωνίες της δημιουργίας είναι το θέμα της ταινίας Η αίθουσα αναμονής (Zeki Demirkubuz). Εδώ δεν υπάρχει κανένα εξωτερικό τοπίο, μόνο το εσωτερικό ενός διαμερίσματος και το απαθές και χωρίς συναισθήματα πρόσωπο του αινιγματικού σκηνοθέτη (τον ρόλο υποδύεται ο ίδιος σκηνοθέτης), που αντιλαμβάνεται την ζωή του ως το σενάριο μιας κινηματογραφικής ταινίας. Η αδιαφορία, η απάθεια, η σκληρότητα, η απουσία κάθε συναισθήματος, το διφορούμενο δεν είναι παρά οι εξωτερικές εκφράσεις της μακράς περιπέτειας της δημιουργίας μέχρι αυτή να δει το φως του ήλιου (ή μάλλον το φως του υπολογιστή). Στην ταινία Οι νεκροί (Lisandro Alonso) αθέατα από το βλέμμα παραμένουν τα συναισθήματα του ήρωα, ενός δολοφόνου ο οποίος έχοντας εκτίσει την ποινή του επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος. Από τον οργανωμένο πολιτισμό της φυλακής στον ά-νομο και α-ηθικό σύμπαν της άναρχης φύσης: αυτό το μακρύ ταξίδι δεν είναι παρά η διαδρομή για να συναντήσει τις ερινύες, μια προετοιμασία για να περάσει στον άλλο κόσμο. Τη διάβαση προς το επέκεινα και τις αγωνίες του θανάτου αφηγείται και η ταινία Όνειρο πικρό (Mohsen Amiryoussefi). Εστιάζοντας στην ανατριχιαστική φιγούρα ενός νεκροπομπού, ο σκηνοθέτης βυθίζει τον θεατή στα προκαταρκτικά του τελευταίου ταξιδιού. Αν και ο χιουμοριστικός τόνος που χρωματίζει αυτό το πορτραίτο απαλύνει το βάρος, παρόλα αυτά η εξοικείωση με τον θάνατο μοιάζει πάντα τρομακτική και αδύνατη.
Αν υπάρχει μια ταινία που να περιγράφει την βαθύτερη κατάσταση ενός θεατή μέσα σ’ ένα Φεστιβάλ αυτή θα έπρεπε να είναι το Café Lumiere του Hou Hsiao-hsien. Η ταινία ανήκει στον θεματικό κύκλο που απασχολεί τα τελευταία χρόνια τον σκηνοθέτη: μια νέα γυναίκα βρίσκεται αντιμέτωπη με την ενήλικη ζωή και τις διαφορετικές επιλογές της ζωής. Αυτό που τη διαφοροποιεί από τις προηγούμενες -όπως το Millennium Mambo- είναι ο αφηγηματικός ρυθμός: η αφήγηση κυλά, χωρίς δραματικές εντάσεις ή κορυφώσεις, όπως ακριβώς κυλούσε και η αφήγηση στις ταινίες του Ozu. Υπάρχει μια σωρευτική λειτουργία: καθώς η ηρωίδα κινείται μέσα στην πόλη, μικρές και ασήμαντες λεπτομέρειες σωρεύονται η μια πάνω στη άλλη, για να φορτίσουν συναισθηματικά το τελευταίο πλάνο της ταινίας, για να προκαλέσουν στον θεατή την μέγιστη των συγκινήσεων. Εν κατακλείδι αυτή είναι μια ταινία για το πώς γεννιέται ένας έρωτας, για το πώς διασταυρώνονται οι διαδρομές στην ζωή δύο ανθρώπων. Ή ακόμα θα μπορούσε να είναι και μια ταινία για ένα θεατή που περιφερόμενος μέσα σ’ ένα φεστιβάλ συλλέγει εικόνες και συναισθήματα, αναζητώντας την ταινία της ζωής του.

Δημήτρης Μπάμπας