b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_an-elephant-sitting-still.jpg

An Elephant Sitting Still/ Da xiang xi di er zuo,  Hu Bo
 Αυτή η σχεδόν 4ωρης διάρκειας ταινία του πρωτοεμφανιζόμενου και πρόωρα χαμένου κινέζου σκηνοθέτη είναι ακτινογραφία της βαθιάς Κίνας σε τόνους σκοτεινούς και διάθεση  μελαγχολική.
Μια πόλη στην κινέζικη ενδοχώρα. Τέσσερα πρόσωπα.  Ένας ηλικιωμένος που τα παιδιά του θέλουν να τον στείλουν σε οίκο ευγηρίας. Μια νεαρή μαθήτρια που έχει σχέση με τον υποδιευθυντή του σχολείου. Ένας νεαρός γκάνγκστερ που έχει σχέση με τη γυναίκα του καλύτερού του φίλου και ο όποιος θα τον δει να αυτοκτονεί μπροστά στα μάτια του. Ένας μαθητής που αποφασίζει να αντιδράσει δυναμικά στο bullying που δέχεται.
Τέσσερα πρόσωπα. Τέσσερις ιστορίες που άλλοτε συγκλίνουν, άλλοτε αποκλίνουν και άλλοτε τέμνονται. Ο σκηνοθέτης κινηματογραφεί αυτά τα πρόσωπα στις αστικές διαδρομές τους με κοντινά πλάνα, άλλοτε μετωπικά και άλλοτε από πίσω. Και είναι ακριβώς αυτή η κινηματογραφική στρατηγική που δημιουργεί ένα παράδοξο υποκειμενικό τόνο. Πρόσωπα που στιγματίζονται  από μια θλίψη, μια μελαγχολία. Αποδέκτες της διάχυτης βίας, αλλά και βίαιοι οι ίδιοι. Με διαλυμένους οικογενειακούς δεσμούς. Χωρίς προοπτικές.  Μπροστά σε αδιέξοδα.  
«Ο τόπος αυτός είναι ένας σκουπιδότοπος». Ο σκηνοθέτης συνδέει αυτά τα πρόσωπα με τον περιβάλλοντα κοινωνικό τοπίο. Λαϊκές πολυκατοικίες, οι λασπωμένοι δρόμοι της επαρχιακής πόλης, σχολεία των λαϊκών συνοικιών, συνοικιακά εμπορικά κέντρα, νοσοκομεία, σιδηροδρομικοί σταθμοί, φαγάδικα του δρόμου.  Ζωές χαοτικές. Υπάρξεις δύστυχες που σταδιακά καταρρέουν. Κανένα φως. Μόνη διέξοδος η απόδραση προς το μυθικό (;) Manzhouli, όπου «ένας ελέφαντας κάθεται ακίνητος».
Σ’ αυτόν τον τόπο απέδρασε και ο σκηνοθέτης: Στις 17 Οκτωβρίου του 2017, αυτοκτόνησε σε ηλικία 29 χρόνων.

b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_les-confins-du-monde.jpg
To the Ends of the World/ Les confins du monde,  Guillaume Nicloux
Μια καταβύθιση στην άγρια φύση αλλά και τη βαρβαρότητα είναι ό,τι βιώνει ο κεντρικός ήρωας της αφήγησης αλλά και ο θεατής στην ταινία του γάλλου Guillaume Nicloux.
1945. Γαλλική Ινδοκίνα. Μετά το τέλος της ιαπωνικής κατοχής. Ο Robert Tassen (στο ρόλο ο Gaspard Ulliel), ένας γάλλος στρατιώτης, είναι ο μοναδικός επιζήσας μιας σφαγής θύματα της οποίας υπήρξε η οικογένεια του. Της σφαγής υπεύθυνοι είναι Ιάπωνες με την συνεπικουρία ανταρτών που αγωνίζονται για την απελευθέρωση της Ινδοκίνας από το γαλλικό ζυγό. Αποφασισμένος να ζητήσει εκδίκηση ο ήρωας, μετά τη νοσηλεία του, αρνείται τον επαναπατρισμό του και επιστρέφει στην ενεργό δράση, μαχόμενος ενάντια στους αντάρτες. Η έμμονή του για εκδίκηση απαλύνεται μόνο από τη σχέση του με τη Maï, μια νεαρή πόρνη. Σύντροφοί του κατά τη διάρκεια της παραμονής του είναι ένας συμπολεμιστής του και ένας γάλλος συγγραφέας που υποδύεται ο Gérard Depardieu.
Το έργο του Guillaume Nicloux χαρακτηρίζεται από την ιδιαίτερη σχέση των κεντρικών του χαρακτήρων από τον περιβάλλοντα χώρο, και πιο συγκεκριμένα από την άγρια φύση. Τέτοια ήταν η περίπτωση της ταινίας Valley of Love (2017) αλλά και της ταινίας The End (2016). Και η ταινία αυτή χαρακτηρίζεται από τη παρουσία του ίδιου θεματικού μοτίβου. Είναι η ζούγκλα της Ινδοκίνας, η άγρια φύση η οποία περιβάλλει τον ήρωα και με κάποιο τρόπο επιβάλλεται σ’ αυτόν. Μ’ ένα αφηγηματικό ύφος που χαρακτηρίζεται από υπνωτικούς ρυθμούς ο σκηνοθέτης ακολουθεί τον ήρωα του καθώς εισέρχεται στη ζούγκλα. Σ’ αυτήν συχνά καταφεύγει αναζητώντας την παραμυθία από τις αντηχήσεις της διάχυτης βαρβαρότητας.
Αν κάπου παραπέμπει η ταινία είναι στη αρχετυπική Apocalypse Now ( 1979) του Francis Ford Coppola. Όπως και σ’ εκείνη έτσι και εδώ το κέντρο βάρους δεν είναι η αποικιοκρατία, αλλά οι αντανακλάσεις της στα συναισθήματα και στις ψυχές. Βασανισμένος και γεμάτος τραύματα στο σώμα και τη ψυχή, ο ήρωας θα αρνηθεί κάθε ταυτότητα και κάθε παρελθόν και θα χαθεί όπως και ο ήρωας της ταινίας του Coppola, μέσα στις σκιές του τοπίου, της ζούγκλας της Ινδοκίνας.

b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_donbass.jpg
Donbass, Sergei Loznitsa
Ντόνμπας είναι μια περιοχή στην Ανατολική Ουκρανία. Θέατρο σφοδρότατων συγκρούσεων μεταξύ αυτονομιστών ανταρτών ρωσικής καταγωγής και του στρατού της Ουκρανίας. Είναι η περιοχή όπου έχει εγκαθιδρυθεί η Λαϊκή Ομόσπονδη Δημοκρατία της Νεορωσίας. Αυτός είναι ο τόπος όπου διαδραματίζεται η ταινία του ουκρανικής καταγωγής Sergei Loznitsa.
Στο δωμάτιο του μακιγιάζ μια ομάδα κομπάρσων μακιγιάρεται. Μια έκρηξη και ένα τηλεοπτικό συνεργείο που καταφθάνει αμέσως. Η συνεδρίαση του τοπικού συμβουλίου διακόπτεται από μια εισβολή. Ο διοικητής ενός νοσοκομείου προσπαθεί να πείσει τις εργαζόμενες για τους πόρους και τις προμήθειες του νοσοκομείου. Ο ίδιος λίγο αργότερα προσπαθεί να περάσει ένα στρατιωτικό μπλόκο. Ένα λεωφορείο γεμάτο με επιβάτες που επιστρέφουν στα σπίτια τους συναντά συνεχώς στρατιωτικά μπλόκα. Ένας γερμανός δημοσιογράφος που κάνει ρεπορτάζ συναντά στρατιώτες στην πρώτη γραμμή. Ένα τηλεοπτικό ρεπορτάζ σ’ ένα καταφύγιο με πρόσφυγές του πολέμου. Μια εκκλησιαστική επιτροπή επισκέπτεται έναν τοπικό αξιωματούχο. Μια διμοιρία εθελοντών και τα ζητήματα πειθαρχίας. Η κατάσχεση ενός αυτοκινήτου για τις ανάγκες του «αγώνα». Ένας ουκρανός αιχμάλωτός πολέμου και η δημόσια διαπόμπευση του. Ένας γάμος. Η μαζική εκτέλεση αθώων πολιτών…
Ο σκηνοθέτης δημιουργεί ένα καλειδοσκόπιο, μια τεράστια τοιχογραφία – πανόραμα της ζωής στο Ντόνμπας, τόσο τις εμπόλεμες ζώνες όσο και στα μετόπισθεν. Μέσα από τα 13 αφηγηματικά αυτόνομα επεισόδια, που το μόνο κοινό τους είναι κάποια πρόσωπα, συνδετικοί κρίκοι, ο Sergei Loznitsa καταγράφει μια παρακμή, μια έκπτωση: την απουσία του νόμου, του δικαίου. Τρόμος, διάχυτη βία, η πατριωτική υστερία: αυτό είναι το πλαίσιο που αναπτύσσεται η μυθοπλασία. Η κινηματογραφική κάμερα με το ύφος ενός ντοκιμαντέρ –κάμερα στο χέρι, λήψεις μεγάλης χρονικής- διατρέχει τα πρόσωπα και τους χώρους. Βρισκόμαστε σε «εμπόλεμη» ζώνη και τα “fake news” –και πιο συγκεκριμένα η κατασκευή εικόνων για την ανάλωση τους από το αδηφάγο τηλεοπτικό κοινό συνιστά τον κανόνα. Αυτό εξάλλου είναι το εναρκτήριο μοτίβο της ταινίας και το κρυφό νήμα που τη διατρέχει. Ένας είναι ο «κακός» στις εικόνες και είναι σχεδόν αόρατος, μόνο νύξεις υπάρχουν: ό,τι παρακολουθούμε είναι αποτέλεσμα όχι μόνο μιας αυθόρμητης λαϊκής εξέγερσης αλλά καθοδηγούμενο από τη ρώσικη επέμβαση, μια σκηνοθεσία.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_leto.jpg
Summer/ Leto, Kirill Serebrennikov
Η αίθουσα συναυλιών είναι γεμάτη από ένα νεανικό κοινό. Στη σκηνή ένα ροκ συγκρότημα. Και από κάτω οι υπεύθυνοι για τη διατήρηση της τάξης προσπαθούν ματαίως να τιθασεύσουν τη νεανική ορμή. Δεν βρισκόμαστε στις απαρχές του ροκ-εν-ρολ, αλλά στις τελευταίες μέρες της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης, στα τέλη της δεκαετίας του 80. Όταν το ροκ τελούσε σε καθεστώς ημιπαρανομίας.
Η αφήγηση της ταινίας διαδραματίζεται στο τότε Λενινγκράντ (σήμερα Αγία Πετρούπολη) και εστιάζει σε δύο πρόσωπα θρύλους της σοβιετικής ροκ σκηνής: τον Viktor Tsoi του συγκροτήματος Kino (στο ρόλο ο κορεάτης Teo Yoo που έπαιζε στην ταινία του Kim Ki-Duk, One on One) και ο Mike Naumenko του συγκροτήματος Zoopark. Ο κοινός τόπος αυτών των δύο δεν είναι μόνο η αγάπη τους για την ροκ μουσική, αλλά και η αγάπη τους για την ίδια γυναίκα την σύζυγο του Mike Naumenko, Natasha (που υποδύεται η σαγηνευτική Irina Starshenbaum). Η αφήγηση εστιάζει στη σχέση δασκάλου- μαθητή μεταξύ Mike Naumenko και Viktor Tsoi, στην ανάδυση του τελευταίου σαν ροκ ειδώλου και στις περιπλοκές της σχέσης τους με την Natasha. Μια αίσθηση παρανομίας, αλληλεγγύη, δεσμοί μιας ανιδιοτελούς φιλίας, οι σταρ του ροκ της Δύσης ως ογκόλιθοι, ένα ερωτικό τρίγωνο, η ροκ μουσική και οι (ανατρεπτικές) δυναμικές της: αυτά είναι τα όρια της αφήγησης.
Χρησιμοποιώντας ασπρόμαυρο, ο Kirill Serebrennikov (Betrayal, 2012, The Student, 2016) αναπαράγει μια εποχή και την αίσθησή της: ένας κόσμος μανιχαϊστικός, άσπρο –μαύρο, που έχει προ πολλού παύσει να υπάρχει. Την ασπρόμαυρη και ρεαλιστική στο ύφος αφήγηση, διακόπτουν ένθετα βίντεο-κλιπ πάνω σε διάσημα τραγούδια της εποχής –μεταξύ των οποίων και τα Psycho Killer των Talking Heads ή το τραγούδι του Iggy Pop, The Passenger. Αυτά τα μουσικά ιντερλούδια είναι αποκαλυπτικά μιας ροκ φαντασίας που καταπιέζεται και δρα υπογείως.
Αυτή είναι εξάλλου και η κυρίαρχη αντίθεση που διατρέχει την ταινία: ανάμεσα σε μια εξουσία που καταπιέζει και σε μια φαντασία που αντιστέκεται. Και είναι ακριβώς αυτή η αντίθεση, που διαρκώς υπογραμμίζεται από τον σκηνοθέτη, που προσδίδει στην ταινία μια ισχυρή αίσθηση αθωότητας. Για το στιγματισμένο (ή καλύτερα μολυσμένο) από τους κανόνες του μάρκετινγκ δυτικό ροκ, αυτή η αίσθηση αθωότητας είναι κάτι που προ πολλού έχει χαθεί και αποτελεί μια μακρινή ανάμνηση. Ό,τι βλέπουμε στην ταινία είναι το ροκ εν τη γενέσει του, στις απαρχές του: αγνό, αθώο και κυρίως ανατρεπτικό …

The Green Fog, Guy Maddin, Evan Johnson & Galen Johnson.
Ταινία κολάζ που ενορχηστρώνεται ως μια μουσική συμφωνία, η ταινία αυτή είναι ένας φόρος τιμής σε μια (κινηματογραφική) πόλη –ή καλύτερα μια ωδή - και τις ταινίες της.
Έχοντας ως οδηγό την εμβληματική ταινία του Alfred Hitchcock, Vertigo (Δεσμώτης του Ιλίγγου), ταινία που γυρίστηκε στο Σαν Φρανσίσκο, οι δημιουργοί αποτίουν ένα φόρο τιμής στην πόλη και την κινηματογραφική της μυθολογία, συνθέτοντας μια αφήγηση με εικόνες-αποσπάσματα από άλλες ταινίες ή τηλεοπτικά σήριαλ. Εδώ τον ρόλο των Kim Novak και James Stewart υποδύονται με εναλλαγές μεταξύ άλλων και οι Faye Dunaway, Susan Saint James, Gina Lollobrigida, Anthony Franciosa, Dean Martin αλλά και άλλοι λιγότερο γνωστοί ηθοποιοί. Με σχεδόν απόντες τους διαλόγους για το μεγαλύτερο της μέρος, αυτή η ανάμειξη (mashup) ετερόκλιτων εικόνων, διαφορετικών εποχών, διαφορετικών στυλ, ασπρόμαυρων και έγχρωμων, ως θρύμματα και ψηφίδες, οργανώνεται γύρω από ένα υποτυπώδη αφηγηματικό άξονα μιας ταινίας μυστηρίου. Η τοπογραφία της πόλης και οι κινηματογραφικές (και τηλεοπτικές ) απεικονίσεις της είναι εδώ το κέντρο βάρους και παράλληλα η κινηματογραφική της μυθολογία, όπως αυτή διαθλάται στα μικρά αποσπάσματα, που μοιάζουν να διατρέχουν σχεδόν ολόκληρο το χολιγουντιανό σινεμά. Αν και ένας τόνος παρωδίας είναι αναπόφευκτός λόγω της συσσώρευσης τόσο αποσπασμάτων, ωστόσο το τελικό αποτέλεσμα διαθέτει τη χάρη μιας ταινίας.
 Ό,τι παρακολουθούμε συνιστά μια μετά-αφήγηση, όπου η πρώτη ύλη της δεν είναι πρωτογενής ούτε στην αφηγηματική της γραμμή, ούτε και στις εικόνες που τη συνθέτουν. Κεντρικό ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα νομίζουμε ότι έχει η μουσική του Jacob Garchick που ερμηνεύουν οι Kronos Quartet, η οποία συνιστά τη βάση πάνω στην οποία οικοδομείται αυτή η μετά-αφήγηση. Δημιουργείται έτσι η αίσθηση μιας κινηματογραφικής μουσικής συμφωνίας της οποίας πρώτη ύλη δεν είναι μόνο οι μουσικές νότες αλλά και θρύμματα εικόνων.

Δημήτρης Μπάμπας


Δημήτρης Μπάμπας