Insects/ Hmyz, Jan Švankmajer
Κλασική μουσική που διακόπτεται από τον ήχο εντόμων. Ένας ανατριχιαστικός συριγμός που διακόπτει και διαταράσσει τις αρμονίες της κλασικής μουσικής. Βρισκόμαστε στο σύμπαν του Τσέχου σουρεαλιστή δημιουργού animation αλλά και «κανονικών» ταινιών Jan Švankmajer.
Ο πρόλογός του αποκαλυπτικός των προθέσεων του, αλλά και τις αισθητικής του: «χωρίς λογικό και ηθικό έλεγχο» γυρίζει την ταινία. Η υπόθεση της ενδεικτική των πολιτισμικών αναφορών: ένας μικρός ερασιτεχνικός θίασος «ανεβάζει» σε μια τσέχικη κωμόπολη το έργο της δεκαετίας του 1920 Εικόνες από τη ζωή των εντόμων των αδελφών Karel και Josef Čapek . Ένα θεατρικό έργο με σατιρική διάθεση και με προφανείς αναφορές στη Μεταμόρφωση του Kafka.
Ένας νευρικός και ανυπόμονος σκηνοθέτης και οι «χαλαροί» ηθοποιοί του: ένας σιδηροδρομικός, ένας μανιακός των εντόμων, ένα ζευγάρι με διαφορά ηλικίας που διαρκώς φλερτάρει, μια ξανθιά που συνεχώς πλέκει. Οι απεγνωσμένες προσπάθειες του σκηνοθέτη για να δώσει μια μορφή στο «καλλιτεχνικό» του όραμα και η πραγματικότητα, δηλαδή οι ηθοποιοί του, που αντιστέκεται. Ένθετες στις σκηνές των προβών του ερασιτεχνικού θιάσου είναι σκηνές από τα γυρίσματα της ταινίας, αλλά και σκηνές από τη ζωή των εντόμων με χρήση animation. Είναι προφανές από τα προηγούμενα ότι ο μύθος της ταινίας και του θεατρικού έργου συνεχώς και συστηματικά αποδομούνται, κυρίως μέσα από τις σκηνές «making of». Εξάλλου ο ίδιος ο σκηνοθέτης δηλώνει στην κάμερα για τη στρατηγική του: γυρίζει την ταινία «ως μια ταινία animation, με στυλιζαρισμένη δράση, χωρίς ψυχολογία και με ελάχιστες κινήσεις της κάμερας» .
Δείγμα της ανήσυχης φύσης ενός μεγάλου δημιουργού, ο οποίος παρόλη την ηλικία του δεν δείχνει καμία διάθεση εφησυχασμού, η ταινία διαθέτει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά του δημιουργού της. Ένα σινεμά ονειρικό, φανταστικό, γεμάτο χιούμορ του παράλογου , ένα σινεμά σουρεαλιστικό. Η μαγεία του σινεμά. Αλλά και η απομάγευσή (ή η αποδόμησή) του.
Everybody Knows/ Todos lo saben, Asghar Farhadi
Μια επιστροφή στο γενέθλιο τόπο, μια εξαφάνιση που αποδεικνύεται ότι είναι απαγωγή, τα μυστικά του παρελθόντος (που δεν είναι και τόσο κρυφά): την ατμόσφαιρα ενός ψυχολογικού θρίλερ ισπανικής κοπής αναπαράγει ο ιρανός δημιουργός υπό τον εκτυφλωτικό ήλιο της Ισπανίας το καλοκαίρι.
Τα κεντρικά πρόσωπα του δράματος που κλιμακώνεται σαν αστυνομικό μυστήριο είναι μια νεαρή μητέρα που επιστρέφει στο πατρικό της για το γάμο της αδελφής της –την υποδύεται η Penélope Cruz - και ο παλιός της φίλος και εραστής, τώρα παντρεμένος –τον υποδύεται ο Javier Bardem. Το δε επεισόδιο που πυροδοτεί την αφήγηση είναι η απαγωγή της κόρης της και συνέπεια αυτής ο εκβιασμός. Ό, τι διαπραγματεύεται η αφήγηση σ’ ένα πολύ μεγάλο μέρος είναι τα της απαγωγής και του εκβιασμού, οι αναταράξεις που προκαλούνται στο οικογενειακό τοπίο. Ενώ, παράλληλα, ένα σημαντικό μέρος της αφήγησης καταλαμβάνει το «μυστήριο», δηλαδή το ποιος το έκανε. Και εδώ, το δράμα καταλήγει σ’ ένα τυπικό «whodunit».
Με το μυστήριο της απαγωγής ο ιρανός δημιουργός είναι εξοικειωμένος - Darbareye Elly (2009)- όσο και με τις περιπλοκές και αναταράξεις του οικογενειακού τοπίου που τροφοδοτούνται από εξωτερικά γεγονότα. Ο λαμπερός ήλιος της ιβηρικής χερσονήσου διαλύει τα πάντα και γι’ αυτό ο δημιουργός της ταινίας Aghar Farhadi αναγκάζεται να καταφύγει στους σκιερούς χώρους ενός μεσοαστικού σπιτιού σε μια επαρχιακή κωμόπολη για να μπορέσει να οικοδομήσει το μυστήριό του. Ωστόσο, ακόμα και σ’ αυτούς τους κλειστούς και σκιερούς χώρους, οι εντάσεις και ο δυναμισμός της μεσογειακής (οικογενειακής) ζωής που τόσο συναρπαστικά απεικονίζει στη σκηνή του γαμήλιου γλεντιού μοιάζουν να αποσπούν τον δημιουργό από το πεδίο του οικογενειακού δράματος, δεν τον αφήνουν να αναπτύξει τη ρητορική του, να αφιερωθεί σ’ αυτό. Το πεδίο του «whodunit», διογκώνεται -υπέρμετρα για ταινία του Farhadi- , και καταλαμβάνει το κέντρο βάρους της ταινίας. Και η ταινία από ένα οικογενειακό δράμα με μεταβαλλόμενες ισορροπίες και αστάθειες, μετατρέπεται σε ένα θρίλερ με έμφαση στη ψυχολογία των προσώπων υπό τον καυτό ήλιο της Ισπανίας. Αναμφίβολα μια συναρπαστική εξαίρεση στο συνολικό έργο του δημιουργού…
Cold War/ Zimna wojna, Paweł Pawlikowski
Αυτό το ασπρόμαυρο ερωτικό μελόδραμα για έναν απελπισμένο έρωτα είναι, παράλληλα, και ένα πικρόχολο σχόλιο για έναν κόσμο χωρισμένο και για τα πολιτισμικά του -για την ακρίβεια μουσικά- συμπαρομαρτούντα.
Αμέσως μετά το Β! Παγκόσμιο Πόλεμο, στην καθημαγμένη και υπό κομουνιστική διακυβέρνηση Πολωνία, μια ομάδα μουσικών γυρνά στα χωριά και συλλέγει τη μουσική παράδοση της υπαίθρου. Όχι, οι λόγοι δεν είναι ακαδημαϊκοί οι λόγοι –η διάσωση και η καταγραφή της μουσικής κληρονομιάς-, αλλά μάλλον πολιτικοί. Το καθεστώς χρειάζεται μια μουσική για να την ενσωματώσει μέσα στο πολιτισμικό τοπίο της «νέας» χώρας. Καθώς οι υπάρχοντες μουσικές ανήκουν στον «παλιό κόσμο», δηλαδή στην αστική τάξη, η μουσική παράδοση των αγροτικών πληθυσμών είναι αρκούντως «λαϊκή» για να αποτελέσει τη επίσημη μουσική του καθεστώτος. Όχι φυσικά καθαρή και ατόφια, αλλά εξευγενισμένη και «θεαματική». Αυτή τη θεαματική διάσταση εξασφαλίζουν τα λαϊκά μπαλέτα. Ένα μέλος από το λαϊκό μπαλέτο Mazurek, η γοητευτική Zula –στο ρόλο η Joanna Kulig- θα ερωτευθεί τον μέντορά της και μουσικό επιμελητή του μπαλέτου, τον Wiktor -στο ρόλο ο Tomasz Kot . Ωστόσο, οι εποχές που ζουν είναι ύποπτες και ελάχιστα ανεκτικές σ’ ένα έρωτα που ζητά την ελευθερία. Γρήγορα οι δύο εραστές θα βρεθούν χωρισμένοι σε διαφορετικά στρατόπεδα και θα αγωνιστούν παρ’ όλες τις αντιξοότητες και εμπόδια να βρεθούν μαζί...
Ο Paweł Pawlikowski με τον διευθυντή φωτογραφίας του Łukasz Żal κινηματογραφεί την ιστορία στο ύφος της κλασικής εποχής: με ασπρόμαυρο φιλμ, με υψηλά κοντράστ και με αναλογίες κινηματογραφικού κάδρου όπως αυτό του παλιού Χόλιγουντ 4:3 –δυο επιλογές που είχε κάνει και στην προηγούμενή του ταινία Ida. Και όντως αυτή η αναφορά στο κλασικό Χόλιγουτ και σε ερωτικά μελοδράματα όπως η Casablanca, μοιάζει η πιο πρέπουσα για αυτή τη μελοδραματική στον πυρήνα της ταινία. Όπως συμβαίνει σε κάθε μελόδραμα έτσι και εδώ, ο μανιχαϊσμός είναι παρών και οι αντιθέσεις ακραίες: εδώ η αντίθεση ανάμεσα στο δυτικό κόσμο, ή κατ’ άλλους «ελεύθερο κόσμο», και τον ανατολικό, ή το σοβιετικό μπλοκ αν θέλετε, εκφράζεται πέραν όλων των άλλων με όρους μουσικούς. Από την μια πλευρά η τζαζ και οι ελευθερίες της και από την άλλη η κατασκευασμένη και «θεαματική» εκδοχή της λαϊκής παράδοσης. Η αντιπαράθεση ανάμεσα σ΄ αυτές τις δύο μουσικές φόρμες είναι διαρκής και κεντρική.
Στο ενδιάμεσο της αντιπαράθεσης βρίσκονται παγιδευμένοι οι δύο εραστές: συνθλίβονται, αγωνίζονται να διασώσουν το ερωτικό τους πάθος. Ο πόλεμος είναι ψυχρός, αλλά οι θερμοκρασίες του έρωτά τους υψηλές. Αφηγούμενος την ερωτική ιστορία με χρονικά άλματα και περιηγούμενος στην Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου, ο σκηνοθέτης διατηρεί παρ’ όλη την αυτοκαταστροφική φύση του έρωτα τους, πάντα τις θερμοκρασίες του ερωτικού πόθου των δύο πρωταγωνιστών υψηλές. Και είναι αυτά, ο ερωτικός πόθος και το ερωτικό πάθος, τόσο κοινά στο παλιό Χόλιγουντ και τόσο σπάνια σήμερα, που εντυπώνονται στο βλέμμα του θεατή. Υπάρχουν ακόμα μοιραίοι και απόλυτοι έρωτες στο σινεμά…
Grass/ Pullipdeul, Hong Sang-soo
Αν και η ταινία αυτή δεν διαθέτει το χιούμορ, τη λεπτή ειρωνεία και τη χάρη των προηγούμενων ταινιών του κορεάτη δημιουργού, ωστόσο παρόλα αυτά όλα σ’ αυτήν είναι οικεία για τον γνώστη του έργου του, ενώ παράλληλα διαθέτει στον πυρήνα της και ένα στοχασμό ή καλύτερα ένα παιχνίδι, για την αφήγηση και τις λειτουργίες της.
Στον κεντρικό ρόλο συναντάμε τη μόνιμη, στις τελευταίες ταινίες ηθοποιό του σκηνοθέτη, την Kim Min-hee, η οποία υποδύεται μια νεαρή κοπέλα η οποία κάθεται σ’ ένα καφέ –ένας συνήθης χώρος για τις ταινίες του σκηνοθέτη- κρυφακούγοντας τις διάφορες αφηγήσεις –συζητήσεις των θαμώνων και κρατώντας σημειώσεις στον φορητό της Η/Υ. Ένα νεαρό ζευγάρι που τους βαραίνει ο θάνατος ενός φίλου. Ένας παλιός ηθοποιός σταρ του θεάτρου ψάχνει σπίτι για να μείνει. Ένας σκηνοθέτης π ου αναζητά σεναριογράφο. Ένας αδελφός που συστήνει στην αδελφή του τη νέα του φίλη. Ο καφές γρήγορα αντικαθίσταται από soju. Ο τόνος των συζητήσεων από φιλικός γίνεται εξομολογητικός.
Συζητήσεις και ιστορίες που διαπλέκονται, πρόσωπα που συναντιούνται και αποχωρίζονται, υπό τους ήχους κλασικής μουσικής από τους Schubert, Wagner και Offenbach. Και στο κέντρο όλων οι προσωπικές αλήθειες των προσώπων που αναδύονται μέσα από τις υποκειμενικές οπτικές τους και συγκρούονται μεταξύ τους. "Είναι πραγματικό; Θα ήταν ωραία αν ήταν ": οι ασάφειες και οι απροσδιοριστίες για το τι βλέπουμε –πραγματικές ιστορίες ή φανταστικές-, ή ακόμα και για τη χρονολογική σειρά που συμβαίνουν τα τεκταινόμενα στην οθόνη είναι διαρκείς. Η κάμερα ακίνητη και σταθερή καταγράφει σε ασπρόμαυρο τις διασταυρώσεις και τις αποκλίσεις των προσώπων και των ιστοριών τους. Σαν να βρισκόμαστε στο σύμπαν μιας παλιάς ταινίας του Éric Rohmer. Μια γλυκόπικρη αίσθηση και μια παιγνιώδη διάθεση, τόσο οικεία από τις άλλες ταινίες του σκηνοθέτη, απομένει στο τέλος…
Burning, Lee Chang-dong
Διασκευή και μεταφορά στην οθόνη ενός διηγήματος του Haruki Murakami , η ταινία θρίλερ του κορεάτη δημιουργού εστιάζει στην παθητικότητα ως ένα στοιχείο που στιγματίζει ένα νεαρό άνδρα και στις απόπειρες για την ανατροπή της.
Ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας είναι ο Jongsu (στο ρόλο ο Ah-in Yoo),που ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας. Η ζωή του θα αλλάξει όταν συναντήσει την παλιά του συμμαθήτρια την Haemi ( στο ρόλο η Jong-seo Jun), που δουλεύει σαν χορεύτρια. Το μεταξύ τους φλερτ δεν θα αποτρέψει την Haemi, από το να πραγματοποιήσει το όνειρό της: να ταξιδέψει στην Αφρική. Όταν επιστρέψει ο ήρωας θα αντικρύσει μ’ άλλη Haemi : σαγηνευμένη από την γνωριμία της με τον συνταξιδιώτης της Ben (στο ρόλο ο αμερικανο-κορεάτης Steven Yeun) αντιμετωπίζει τον Jongsu ως έναν καλό φίλο. Όταν όμως η Haemi ξαφνικά εξαφανιστεί, ο Jongsu προσπαθεί να καταλάβει τι έγινε…
Βασισμένη στο διήγημα του Haruki Murakami με τον τίτλο Barn Burning, η ιστορία διαθέτει ακόμα μια λογοτεχνική αναφορά: στον William Faulkner, ο οποίος επίσης έχει γράψει ένα διήγημα με τον ίδιο τίτλο το 1939. Αυτή λογοτεχνική αναφορά αναδύεται προς στο τέλος της ταινίας .
Ο σκηνοθέτης αφηγείται την ιστορία ως μια ιστορία ερωτικού τριγώνου. Υιοθετεί την οπτική του νεαρού άνδρα, ο οποίος σιγά –σιγά επιχειρεί να βγει από την απάθεια του. Τοποθετεί απέναντί του έναν άνδρα το άκρως αντίθετό του, ταξικά και συναισθηματικά: πλούσιο και εξωστρεφή, γοητευτικό και διεκδικητικό. Και αυτή η αντιπαράθεση υπογραμμίζει τα ελλείμματα του ήρωα και κυρίως την παθητικότητά του. Στο ενδιάμεσο των ανδρών, η νεαρή γυναίκα, προκλητική –όχι με την σημασία του συρμού- η νεαρή γυναίκα πυροδοτεί, σε συναισθηματικό και μάλλον υπαρξιακό επίπεδο, τους δύο άνδρες, αλλά κυρίως τον ήρωα: τόσο με την παρουσία του, όσο και με την απουσία του.
"Για μένα, ο κόσμος είναι ένα μυστήριο": ο ήρωας μοιάζει να είναι χαμένος καθώς προσπαθεί να κατανοήσει τη νεαρή γυναίκα, αλλά και στη συνέχεια, καθώς αναζητά λύση στο μυστήριο της εξαφάνισης. Κανένα πάθος, καμία ένταση στο μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης. Μια στιγμή μόνο μαγική, με την ηρωίδα να χορεύει γυμνόστηθη, υπό το χλωμό φως του ηλιοβασιλέματος, σχεδόν πάνω στη συνοριακή γραμμή Βόρειας –Νότιας Κορέας: υπόμνηση μιας ζωής μαγικής που ο ήρωας δεν ζει. Η αφήγηση μοιάζει να κυλά, όπως ο νεαρός ήρωας, χωρίς κορυφώσεις, με υπόγειες μεταβολές και αδιόρατες διεργασίες στη ψυχή του .
Μέχρι την ξαφνική έκρηξή της: ως μια φωτιά που σιγοκαίει και ξαφνικά ο άνεμος την φουντώνει, ο ήρωας θα οδηγηθεί στην πυράκτωση της ψυχής και εντέλει στην κάθαρση…
Happy as Lazzaro/ Lazzaro Felice, Alice Rohrwacher
Ιστορία μιας παράδοξης φιλίας και της διαδρομής της μέσα στο χρόνο, μεταξύ ενός αφελούς αγρότη και ενός γαιοκτήμονα, η ταινία της είναι μια άσκηση στο μαγικό (νέο)ρεαλισμό αλλά και ένας φόρος τιμής σε δύο δασκάλους του ιταλικού σινεμά στον Ermanno Olmi (και την ταινία του L'Albero degli zoccoli, 1978) και τον Vittorio de Sica (και την ταινία του Miracolo a Milano, 1951.
Σε δύο ευδιάκριτα μέρη χωρίζεται η αφήγηση. Το πρώτο, το οποίο τελεί υπό την επιρροή του Ermanno Olmi, διαδραματίζεται στο αγροτικό πεδίο και έχει στο κέντρο της μια κοινότητα αγροτών στην Inviolata οι οποίοι ζουν στο αγρόκτημα που ανήκει στην μαρκησία Alfonsina de Luna, τη βασίλισσα των τσιγάρων. Η μαγεία της φύσης, οι αγροτικές εργασίες, οι αγρότες και οι γαιοκτήμονες φεουδάρχες. Ενώ, στο δεύτερο μέρος, που τελεί υπό την επιρροή του Vittorio de Sica, διαδραματίζεται μέσα στο αστικό τοπίο κάποια χρόνια μετά. Αυτό το μέρος έχει στο κέντρο της κάποια μέλη της αγροτικής κοινότητας που βρίσκουν καταφύγιο στον αστικό χώρο μετά τη διάλυση της: ζουν στις παρυφές της πόλης, απόβλητοι και απροσάρμοστοι, που επιβιώνουν στα όρια, ως ρακοσυλλέκτες και μικροαπατεώνες.
Η μετάβαση, ή αν θέλετε ο συνδετικός κρίκος, ανάμεσα στα δύο μέρη είναι ο Lazzaro, ένας νεαρός αφελής και απλοϊκός αγρότης ( στο ρόλο ο Adriano Tardiolo) και η σχέση του με τον γαιοκτήμονα, γιο της μαρκησίας Tancredi. Η ιδιαιτερότητα αυτού του προσώπου είναι ότι τον Lazzaro δεν τον αγγίζει ο χρόνος. Καμία ρυτίδα καμία φθορά του χρόνου στο πρόσωπο.
Ό,τι περιγράφει η ταινία είναι η μετάβαση από μια αγροτικού- φεουδαρχικού κοινωνία στην αστική: και είναι στα πρόσωπα αυτά της αγροτικής κοινότητας που παρακολουθούμε τη μετάβαση. Οι σχέσεις εκμετάλλευσης που διατρέχουν τόσο το πρώτο μέρος –την αγροτική κοινότητα-, όσο και το δεύτερο -το αστικό τοπίο- καθορίζουν τα πρόσωπα. Και συχνά αντικείμενο εκμετάλλευσης (και από την πλευρά των αγροτών) είναι ο Lazzaro.
Πέρα και πάνω από τα πρόσωπα των περιτριγυρίζουν και πάνω από τις σχέσεις εκμετάλλευσης στέκεται ο Lazzaro, μια φιγούρα που μοιάζει να έχει βγει από ένα πίνακα της Αναγέννησης: η αθωότητα του είναι εμβληματική. Διαχέεται αλλά ποτέ δεν μεταδίδεται στον περίγυρό του. Πρόσωπο που είναι ο φορέας μιας βαθύτερης αλήθειας για τη ζωή: το βλέμμα αθωότητας στον κόσμο και στους ανθρώπους είναι γεμάτο από άδολη αγάπη, ένα πρόσωπο που δεν ανήκει σ’ αυτόν τον κόσμο. Ένας άγγελος. Η καλοσύνη του δεν ανήκει στον παρόντα κόσμο.
Δημήτρης Μπάμπας