berlin12.jpg

Στο μέσο της φετινής διοργάνωσης το Φεστιβάλ Βερολίνου ανακοίνωσε ένα εντυπωσιακό νούμερο: 250 χιλιάδες θεατές είχαν παρακολουθήσει τις μέχρι τότε προβολές του. Απλωμένο  σ' όλη την πόλη, με κέντρο πάντα την πλατεία Potsdamer, το Φεστιβάλ δείχνει στα μάτια του οποιοσδήποτε επισκέπτη ογκώδες, σχεδόν χαοτικό. Δεν είναι μόνο η απαραίτητη για κάθε Φεστιβάλ ρετροσπεκτίβα -φέτος στο πολιτικό κινηματογράφο υπό τον εύγλωττο τίτλο The Red Dream Factory- ούτε φυσικά το επίσημο διαγωνιστικό ή τα ανάλογο συνοδευτικά τμήματα Panorama ή Forum, αλλά και τμήματα όπως το Perspective Deutsche, Kino αφιερωμένο στο γερμανικό σινεμά, το Generation -ένα φεστιβάλ μέσα στο φεστιβάλ εστιασμένο στο νεανικό σινεμά-, το αφιερωμένο στις μικρού μήκους ταινίες αλλά και τμήματα «ιδιόμορφα» όπως το Culinary Cinema για τη σχέση σινεμά και γαστρονομίας.
Αυτή όμως η διόγκωση της διοργάνωσης μοιάζει να’ ναι τεχνητή, δεν προκύπτει δηλαδή από κάποια αναγκαιότητα ούτε δικαιολογείται από το επίπεδο των ταινιών. Ο μόνος λόγος γι’ αυτό το μέγεθος μοιάζει να’ ναι η επίτευξη ενός εντυπωσιακού αριθμού εισιτηρίων. Απευθυνόμενο στο κοινό μιας μητρόπολης- σ’ αντίθεση μ’ αυτά των Καννών ή Βενετίας που διοργανώνονται σε καλοκαιρινά θέρετρα- το φεστιβάλ του Βερολίνου μπαίνει στον πειρασμό να ικανοποιήσει τις ανάγκες του κοινού του- όποιο και αν είναι κι’ αυτό.  Στριμωγμένο ανάμεσα στο Φεστιβάλ των Καννών με το υπερτροφικό μέγεθος και σ’ αυτό της Βενετίας, το Φεστιβάλ του Βερολίνου αδυνατώντας να προτάξει την αισθητική μιας προσεγμένης επιλογής ή τις αρετές της λιτότητας, αναγκάζεται να επιλέξει τη δύναμη των αριθμών και των μεγεθών. Η χαμηλής ποιότητας καλλιτεχνική διεύθυνση (Dieter Kosslick) δεν θέτει ως κύρια κριτήρια επιλογής την πρωτοτυπία -θεματική και αισθητική-, ή κάποιου επιπέδου προβληματισμό για την ένταξη μιας ταινίας στο επίσημο τμήμα αλλά και στα άλλα.
tabu1.jpgΈνας λαϊκισμός διαχέεται στην ατμόσφαιρα όλου του Φεστιβάλ: η κοινοτυπία συχνά κυριαρχεί στην κινηματογραφική οθόνη. Μια ταινία όπως το Dictado (Antonio Chavarrías), βαρετή και χωρίς αισθητική πρωτοτυπία, βρίσκεται ξαφνικά στο διαγωνιστικό αυτού του 3ου σε μέγεθος κινηματογραφικού φεστιβάλ -και χειροκροτείται από μερίδα των θεατών- μια σαφή επικύρωση της επιλογής της καλλιτεχνικής διεύθυνσης. Κανένας θεαματικός ή αισθητικός άξονας δεν μοιάζει να συνδέει τις ταινίες του διαγωνιστικού (όσες τουλάχιστον είχαμε την ευκαιρία να δούμε) αντίθετα μια αντίληψη «κέραμοι και λίθοι ατάκτως εριμένοι» φαινόταν να επικρατούσε. Δίπλα σε μια ταινία σχόλιο για την κινηματογραφική αφήγηση όπως το Tabu (Miguel Gomes) κάποιος μπορούσε να δει χιλιοειδωμένες αναπαραγωγές τριτοκοσμικών κλισέ από υπερτιμημένους σκηνοθέτες όπως το Captive (Brillante Mendoza), ενώ δίπλα σε ενδιαφέροντες αλλά ανολοκλήρωτους πειραματισμούς όπως το ελληνικό Μετέωρα/ Metéora (Σπύρος Σταθουλόπουλος/ Spiros Stathoulopoulos) βρισκόταν ταινίες όπου η σεναριακή ανατροπή ήταν αναντίστοιχη της όποιας δραματουργικής ή σκηνοθετικής διαχείρισης, όπως στο L'enfant d'en haut (Ursula Meier).
Κάποιος θα έπρεπε να στραφεί στο τμήμα Forum για να μπορέσει να βρει τόσο μια σαφή και καθαρή αντίληψη για το σήμερα στον κινηματογράφο, αλλά και για γνωρίσει κάποιες ενδιαφέρουσες και συναρπαστικές όψεις του κινηματογράφου. Ταινίες όπως τα The Woman in the Septic Tank (Marlon N. Rivera), μια ξεκαρδιστική κριτική των κλίσε του φιλιππινέζικου σινεμά τέχνης, το ρουμάνικο Everybody in Our Family (Radu Jude) μια βαθύτατα ουμανιστική απεικόνιση ενός ταραγμένου οικογενιακού τοπιού, το σουηδικό Avalon (Axel Petersén) για την ανηθικότητα της μέσης ηλικίας, Our Homeland (Yang Yonghi) μια συναισθηματική προσέγγιση ιδιότυπων οικογενειακών δεσμών, Choked (Kim Joong-hyun) μια κορεάτικη ταινία για τους οικογενειακούς δεσμούς που διαλύονται. Αλλά και ταινίες που επιβάλλονται με την ατμόσφαιρα και την ιδιαιτερότητα του βλέμματος τους όπως το τσέχικο A Night Too Young (Olmo Omerzu) για τον κόσμο των ενηλίκων όπως το αντικρίζουν δύο 12χρόνοι τη νύχτα μιας Πρωτοχρονιάς ή το αργεντίνικο Salsipuedes (Mariano Luque) για ένα επεισοδιακό σαββατοκύριακο σ’ ένα κάμπινγκ. Αλλά και ανήσυχα ντοκιμαντέρ που αναλαμβάνουν ένα ρίσκο όπως το γερμανικό Die Lage (Thomas Heise) μια ασπρόμαυρη απεικόνιση των παραλειπόμενων μιας επίσκεψης του Πάπα στην πρώην ανατολική Γερμανία ή το Habiter / Construire (Clémence Ancelin) μια χαρτογράφηση –πορτραίτο μιας επαρχίας του Τσαντ που δέχεται την επίθεση της προόδου.
Αυτές οι ταινίες και οι εικόνες τους μοιάζει να είναι ένα απόσταγμα από ένα φεστιβάλ που αγαπά τις συνταγές (μαγειρικές ή άλλες), τις φυλές (της μητρόπολης) και τα φύλα (όχι μόνο τα 2), τους εξωτικούς τόπους και σαγηνεύεται από τους σταρ (όχι μόνο τους νεώτερους και όχι τους λαμπερότερους).

Δημήτρης Μπάμπας