Από τους Ινουίτ του Καναδά και τις ιθαγενείς φυλές της Λατινικής Αμερικής, μέχρι τους Αβορίγινες της Αυστραλίας και τους Μαορί της Νέας Ζηλανδίας, η επιλογή των ταινιών ρίχνει φως σε πολιτισμούς, τρόπους ζωής και κοσμοθεωρίες που έχουν εξοριστεί από το επίσημο κάδρο, μέσα από ένα μεγάλο αφιέρωμα στο σινεμά των αυτόχθονων (indigenous cinema), το πρώτο αυτού του είδους από διεθνή κινηματογραφική διοργάνωση.
Είτε γυρισμένες από αυτόχθονες σκηνοθέτες είτε με τη ζωή των αυτόχθονων στο επίκεντρο, οι ταινίες αντιστέκονται στις στερεοτυπικές απεικονίσεις της αποικιοκρατικής ματιάς και τον «εξωτισμό» που επιβάλλει το Δυτικό βλέμμα, ενώ ιδιαίτερη αξία έχει το γεγονός ότι πολλές από τις ταινίες γυρίστηκαν σε γλώσσες και διαλέκτους που κινδυνεύουν άμεσα με αφανισμό.
Η ορατότητα και η προβολή του σινεμά των αυτόχθονων ανοίγει τον δρόμο για μια ανεκτίμητη πολιτισμική επανοικειοποίηση, μέσα από την οποία οι λαοί αυτοί διεκδικούν το δικαίωμα να προσδιορίσουν οι ίδιοι τις εικόνες που ορίζουν την ταυτότητά τους. Το σινεμά των αυτόχθονων αντανακλά κάτι μεγαλύτερο και σπουδαιότερο από το σινεμά και την τέχνη: τις αθέατες όψεις, τις καταβολές και την ποικιλομορφία της ζωής και του κόσμου μας, που απειλούνται και βάλλονται διαρκώς.
Μια επιλογή
Η ταινία The Exiles (ΗΠΑ, 1961) του Kent Mackenzie έχει στο επίκεντρό της μια ομάδα νεαρών αυτόχθονων Αμερικανών, στο Μπάνκερ Χιλ του Λος Άντζελες. Η Ιβόν, μια έγκυος γυναίκα από τη φυλή των Απάτσι, και ο Χόουμερ, ο σύζυγός της από τη φυλή των Χουαλάπι, μοιράζονται το μικροσκοπικό τους διαμέρισμα με τον χαρισματικό Τόνι από το Μεξικό και τέσσερις ιθαγενείς γυναίκες. Τις νύχτες, όταν οι άντρες βγαίνουν για να μεθύσουν, να τζογάρουν και να φλερτάρουν, η Ιβόν πηγαίνει μόνη της σινεμά ή περιπλανιέται στους δρόμους, περιφέροντας μια ανείπωτη λαχτάρα. Θυμίζοντας ντοκιμαντέρ, ασπρόμαυρες εικόνες αιχμαλωτίζουν θραύσματα από τη ζωή στη μητρόπολη, αποτυπώνοντας στιγμιότυπα από μια εκτοπισμένη γενιά, διχασμένη ανάμεσα στην καταγωγή της και τη μουντή καθημερινότητα στο σύγχρονο αστικό τοπίο.
Το Ngāti (Νέα Ζηλανδία, 1987) του Barry Barclay είναι πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας σε σκηνοθεσία και σενάριο ενός Μαορί δημιουργού. Η ταινία απεικονίζει τη μετα-αποικιοκρατική Νέα Ζηλανδία της δεκαετίας του ’40, όπου η αρμονική συνύπαρξη ανάμεσα στον λευκό και τον Μαορί πληθυσμό είναι ακόμη μια μακρινή ψευδαίσθηση. Ένας νεαρός αυστραλός γιατρός καταφθάνει σε ένα παραθαλάσσιο χωριό, φαινομενικά για να αναζητήσει τις ρίζες του. Καθώς οι ντόπιοι τον υποδέχονται με θέρμη, εκείνος παρατηρεί το πώς παραμένουν ενωμένοι σαν μια γροθιά τη στιγμή που το τοπικό εργοστάσιο βρίσκεται ένα βήμα πριν το κλείσιμο, απειλώντας την περιοχή με μαρασμό. Αρχικά πεπεισμένος ότι έχει πολλά να διδάξει στους Μαορί, ο γιατρός σύντομα αντιλαμβάνεται ότι εκείνος είναι που έχει να μάθει από τις παραδόσεις, τον τρόπο σκέψης και την αίσθηση κοινότητας των ιθαγενών. Αυτή η λιτή και καθηλωτική ιστορία για έναν άνθρωπο που αναζητά την ταυτότητά του αποτελεί ορόσημο στην ιστορία του αυτόχθονου κινηματογράφου.
H εικαστικός, φωτογράφος, multimedia artist και σκηνοθέτις Tracey Moffatt είναι ίσως η πιο επιδραστική και πολυσχιδής φωνή στον καλλιτεχνικό κόσμο των Αβορίγινων της Αυστραλίας, ενώ έργα και εκθέσεις της έχουν φιλοξενηθεί σε οργανισμούς όπως η Tate και το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Λος Άντζελες. Στο BeDevil (Αυστραλία, 1993), ξεδιπλώνονται τρεις ιστορίες όπου κυριαρχεί το μεταφυσικό στοιχείο και οι παραπομπές στην αυστραλιανή παράδοση. Ο Ρικ, ένα αβορίγινο αγόρι που ζει κοντά σε έναν βάλτο, στοιχειώνεται από την εικόνα ενός αμερικανού στρατιώτη που πνίγηκε στην κινούμενη άμμο. Η Ρούμπι και η οικογένειά της μένουν σε ένα σπίτι δίπλα σε εγκαταλελειμμένες σιδηροδρομικές γραμμές, όπου μπορεί κανείς να δει κανείς φαντάσματα να κόβουν βόλτες. Ένας σπιτονοικοκύρης δυσκολεύεται να κάνει έξωση στους ενοίκους μιας παλιάς αποθήκης, ένα ζευγάρι που είναι νεκρό εδώ και χρόνια. Η πραγματικότητα, το αποικιοκρατικό παρελθόν, τα ιστορικά τραύματα, οι θρύλοι και οι δοξασίες διαπλέκονται σε μια μυσταγωγική και παραισθησιογόνα ταινία.
Το Seven Songs of the Tundra (Φινλανδία, 2000) των Anastasia Lapsui και Markku Lehmuskallio εκτυλίσσεται στη μέση της απέραντης λευκής τούνδρας, όπου μια ολιγομελής ομάδα πιστών θυσιάζει έναν τάρανδο. Ένα τελετουργικό τραγούδι συνοδεύει τη θυσία, δίνοντας το έναυσμα για μια αφήγηση χωρισμένη σε επτά κεφάλαια, η οποία αναπαριστά ένα κρίσιμο σημείο στην ιστορία των ιθαγενών Νενέτς: την αιματηρή σοβιετική εισβολή. Χάνοντας την ανεξαρτησία και την ευημερία τους, οι νομαδικοί εκτροφείς ταράνδων εκδιώχθηκαν από τον τόπο τους, ενώ τους ζητήθηκε να εγκαταλείψουν όχι μόνο τη γλώσσα και τις παραδόσεις τους, αλλά και τα ίδια τα παιδιά τους, τα οποία υποχρεώθηκαν να εγγραφούν σε σχολεία-οικοτροφεία. Ισορροπώντας στο μεταίχμιο ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και στη μυθοπλασία, η πρώτη ταινία που γυρίστηκε στη γλώσσα των Νενέτς είναι ένα συγκινητικό δράμα που εξερευνά τις βαθιές πληγές που γεννούν η απώλεια της ταυτότητας και η μάχη της επιβίωσης.
Το Atanarjuat: The Fast Runner (Καναδάς, 2001) του Zacharias Kunuk είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που γυρίστηκε σε σενάριο και σκηνοθεσία ενός Ινουίτ δημιουργού, αλλά και στη γλώσσα των Ινουκτιτούτ. Η πλοκή τοποθετείται στη βορειοανατολική Αρκτική, πολύ πριν την επαφή των κατοίκων με τους Ευρωπαίους, αντλώντας έμπνευση από ένα παραδοσιακό παραμύθι των Ινουίτ. Με γυρίσματα που πραγματοποιήθηκαν στο νησάκι του Ιγκλούλικ και κράτησαν πάνω από έξι μήνες, το Atanarjuat υπήρξε μία από τις πρώτες ταινίες που γυρίστηκαν αποκλειστικά σε HD βίντεο. Χρησιμοποιώντας κατά κύριο λόγο φυσικό φως, ο Kunuk και ο διευθυντής φωτογραφίας Norman Cohn συλλαμβάνουν εικόνες, αποχρώσεις και τονισμούς που μας συστήνουν έναν καινούργιο και ανεξερεύνητο κόσμο. Χρυσή Κάμερα για Πρωτοεμφανιζόμενο Σκηνοθέτη στις Κάννες, αλλά και ο τίτλος της σπουδαιότερης ταινίας στην ιστορία του καναδικού σινεμά, όπως αναδείχθηκε σε σχετική ψηφοφορία που πραγματοποίησε το Φεστιβάλ του Τορόντο.
To Birdwatchers (Βραζιλία-Ιταλία, 2008) του Marco Bechis μάς μεταφέρει στο Μάτο Γκρόσο ντο Σουλ της Βραζιλίας, όπου οι γαιοκτήμονες ζούνε μέσα στα πλούτη, περνώντας τις νύχτες τους παρέα με τους τουρίστες που έρχονται στην περιοχή για παρατήρηση πουλιών. Στο μεταξύ, λίγο έξω από τα κτήματά τους, ο αναβρασμός των ιθαγενών, που ήταν κάποτε οι νόμιμοι κάτοχοι αυτής της γης, ολοένα και φουντώνει. Εξόριστοι σε καταυλισμούς, χωρίς καμία άλλη προοπτική πέρα από το να εργάζονται ως σύγχρονοι σκλάβοι στις φυτείες ζαχαροκάλαμου, πολλοί νέοι ιθαγενείς οδηγούνται στην αυτοκτονία. Ένα τέτοιο περιστατικό θα ανάψει τελικά τη σπίθα της εξέγερσης, όταν μια ομάδα από αυτόχθονες Γκουαρανί-Καϊοβά κατασκηνώσει έξω από ένα κτήμα, διεκδικώντας όσα της ανήκουν. Πέρα όμως από την οργή, οι αντιμαχόμενες πλευρές νιώθουν γοητεία και περιέργεια για τον «Άλλο» που βρίσκεται απέναντί τους. Μια περιέργεια που θα πυροδοτήσει έναν βαθύ δεσμό ανάμεσα σε έναν νεαρό μαθητευόμενο Σαμάνο και την κόρη ενός γαιοκτήμονα.
Το Samson & Delilah (Αυστραλία, 2009) του Warwick Thornton αφηγείται ένα ευαίσθητο και αντισυμβατικό love story ανάμεσα σε δύο έφηβους Αβορίγινες, στην έρημο της κεντρικής Αυστραλίας, οι οποίοι ξεκινούν ένα ταξίδι επιβίωσης γεμάτο σκληρές δοκιμασίες. Η σιωπηλή, αλλά εξαιρετικά εύγλωττη σε νοήματα, οδύσσειά τους αντανακλά την εύθραυστη φύση της νεανικής ψυχής, που προσπαθεί να επιβιώσει σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούν η βίαιη περιθωριοποίηση, η έλλειψη προοπτικής και οι διακρίσεις. Με σχεδόν πλήρη απουσία διαλόγων, ευφάνταστη χρήση των εκφραστικών μέσων και εξαιρετική καθοδήγηση των ερασιτεχνών ηθοποιών, ο σκηνοθέτης πλάθει μια ερωτική ιστορία πρωτόλεια και τραχιά, αλλά συνάμα βαθιά ανθρώπινη και τρυφερή.
Το Heart of Time (Μεξικό, 2009) του Alberto Cortés διεισδύει στα άδυτα της Τσιάπας, στην καρδιά του αγώνα των Ζαπατίστας για αυτονομία. Η Σόνια ετοιμάζεται να παντρευτεί, οι οικογένειες των μελλόνυμφων τα έχουν βρει και η προίκα -μια αγελάδα- έχει συμφωνηθεί. Η Σόνια, όμως, είναι ερωτευμένη με κάποιον άλλο, έναν αντάρτη. Τώρα, ο επαναστατικός στρατός των Ζαπατίστας εκφράζει ισχυρές αντιρρήσεις για τον γάμο και ολόκληρη η κοινότητα αναζητά τρόπο για να λύσει το ζήτημα, απαιτώντας να ακουστεί η φωνή της με σεβασμό, με την ελπίδα ότι η αγάπη θα νικήσει τον καταναγκασμό.
Γυρισμένο εξ ολοκλήρου στο νησάκι Ουπόλου στη Σαμόα και στην τοπική γλώσσα, το The Orator (Σαμόα-Νέα Ζηλανδία, 2011) του Tusi Tamasese χτίζει ένα συγκινητικό δράμα που μιλά για το κουράγιο, τη συγχώρεση και την αγάπη. Οδηγός της ιστορίας είναι ο Σαΐλι, ο οποίος ζει μια απλή και ταπεινή ζωή με την αγαπημένη του γυναίκα και την κόρη τους σε ένα απομονωμένο, παραδοσιακό χωριό. Αναγκασμένος να προστατέψει τη γη και την οικογένειά του, ο Σαΐλι πρέπει να υπερβεί τους φόβους του και να βρει το κουράγιο να υπερασπιστεί εκείνους που αγαπά.
Ο Sebastián Sepúlveda, στο The Quispe Girls, μας ταξιδεύει στο ξερό και άνυδρο Οροπέδιο της Ατακάμα, στη Χιλή. Απομονωμένες από τον υπόλοιπο κόσμο, οι αδερφές Χούστα, Λουσία και Λουσιάνα είναι αφοσιωμένες στο κοπάδι τους. Την ίδια στιγμή, όμως, βασανίζονται από τη μοναξιά που βιώνουν, αναγκασμένες να καταπιέζουν τα αισθήματα και τη θηλυκότητά τους προκειμένου να επιβιώσουν. Η είδηση ότι ο δικτάτορας Πινοτσέτ έχει διατάξει την απαγόρευση της βοσκής στην περιοχή γίνεται το σημείο καμπής στον σιωπηλό αγώνα που δίνουν για να διατηρήσουν τον δικό τους τρόπο ζωής. Οι τρεις αδερφές καταρρέουν μπροστά στο φάσμα της απειλής, ενώ όλες οι επιλογές μοιάζουν εξίσου ζοφερές. Η απεραντοσύνη του τοπίου και η συναισθηματική αποστασιοποίηση των διαλόγων εντείνουν το χειροπιαστό ύφος ενός κινηματογραφικού ντεμπούτο που αντλεί έμπνευση από αληθινά γεγονότα.
Στην παγωμένη έρημο της Παταγονίας οι συνθήκες ζωής είναι σκληρές, όπως καταδεικνύει το Gerónima (Αργεντινή, 1986/2015) του Raúl Tosso. Η ηρωίδα του τίτλου είναι μια γυναίκα που μεγαλώνει μόνη τα τέσσερα μικρά παιδιά της στην Αργεντινή της δεκαετίας του ’70. Μπορεί να αδυνατεί να τους προσφέρει ασφάλεια, αλλά τουλάχιστον κατορθώνει να επιβιώσει και αντιμετωπίζει τις δυσκολίες στωικά και με υπομονή. Όταν ένας κρατικός αξιωματούχος από τον τομέα της υγείας αποφασίζει να παρέμβει προκειμένου να βελτιώσει τη ζωή της οικογένειας, κάνει πράξη την ρατσιστική πολιτική που ακολούθησε το καθεστώς μετά το πραξικόπημα του 1976 και κατά την περίοδο του «βρόμικου πολέμου» στη χώρα. Ολόκληρη η οικογένεια (από τη φυλή των Μαπούτσε) ξεριζώνεται από τον τόπο της και μεταφέρεται σε ένα δημόσιο νοσοκομείο. Σε αυτό το νέο περιβάλλον, η Χερόνιμα νιώθει ανεπιθύμητη και αγωνίζεται για να μην καταρρεύσει ψυχικά. Η αυθεντική κόπια από την ηχογραφημένη κλινική διάγνωση της Χερόνιμα ακούγεται στο φόντο σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, ως αδιάψευστος μάρτυρας για τα αποτρόπαια ιστορικά γεγονότα στα οποία βασίστηκε το σενάριο.
Το Tanna (Αυστραλία, 2015) των Martin Butler και Bentley Dean μάς μεταφέρει σε ένα μικροσκοπικό νησί του Ειρηνικού στο αρχιπέλαγος Βανουάτου, όπου διαφορετικοί τρόποι ζωής έρχονται σε σύγκρουση: κάποιοι κάτοικοι έχουν ασπαστεί τον Χριστιανισμό, ενώ άλλοι παραμένουν πιστοί στις παραδόσεις των προγόνων τους. Καθώς πλησιάζει η τελετή μύησής της στην ενηλικίωση, μια νεαρή κοπέλα αποφασίζει να το σκάσει με τον εγγονό του αρχηγού μιας γειτονικής φυλής. Γνωρίζοντας πως η παράδοση κατακρίνει την ενδογαμία, οι δύο εραστές προσπαθούν να κρατήσουν τη σχέση τους μυστική. Βασισμένο σε αληθινά γεγονότα που έλαβαν χώρα τη δεκαετία του ’80, και γυρισμένο εξ’ ολοκλήρου στη γλώσσα Ναουβχάλ, το Τάνα ήταν υποψήφιo για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Το Sami Blood (Σουηδία-Δανία-Νορβηγία, 2016) της Amanda Kernell είναι ένας φόρος τιμής και αγάπης σε όσους έμειναν πίσω, αλλά και σε όσους έφυγαν μακριά από μια κοινωνία στην άκρη του κόσμου. Ταυτόχρονα, μια εναλλακτική-προσωπική αφήγηση για το αποικιοκρατικό παρελθόν μιας «πολιτισμένης» χώρας, μέσα από τα μάτια μιας έφηβης. Η 14χρονη Έλε Μάργια ανήκει στη φυλή των Σάμι, που ζουν εκτρέφοντας ταράνδους. Δυστυχώς, βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’30 και ο ρατσισμός είναι θεσμικά εδραιωμένος: στο οικοτροφείο, η Έλε υποβάλλεται σε βιολογικές εξετάσεις που «μετρούν» το πότε μπορεί ένας ιθαγενής να εισαχθεί στην κοινωνία των λευκών. Η Έλε αρχίζει να ονειρεύεται μια άλλη ζωή, αλλά για να καταφέρει να ζήσει το όνειρό της πρέπει να γίνει κάποια άλλη και να σπάσει τους δεσμούς με την οικογένεια και την κουλτούρα της.
Στο φημισμένο The Ballad of Crowfoot (Καναδάς, 1968) του Willie Dunn, ένα δυναμικό μοντάζ αντιπαραβάλλει φωτογραφίες αρχείου με την μπαλάντα του Dunn. Αυτή η σπαρακτική και οδυνηρή μίξη από μουσική και εικόνα ξεδιπλώνει την ιστορία των αυτόχθονων του Καναδά και του Crowfoot, του θρυλικού αρχηγού των Μαυροπόδαρων.
Στο When All the Leaves Are Gone (Καναδάς, 2010) της Alanis Obomsawin, η κεντρική ηρωίδα είναι η μόνη αυτόχθονη μαθήτρια σε ένα σχολείο λευκών, στη δεκαετία του ’40. Το οκτάχρονο κορίτσι αντιλαμβάνεται το εχθρικό κλίμα απέναντι της, το οποίο θα λάβει τη μορφή ανοιχτής κακοποίησης όταν διαβαστούν στην τάξη αποσπάσματα από ένα βιβλίο ιστορίας που περιγράφει τους αυτόχθονες ως αγροίκους και βάρβαρους. Μόνη στο μαρτύριό της, βρίσκει ανακούφιση και δύναμη στον προστατευμένο κόσμο των μαγικών της ονείρων. Εμπνευσμένο από προσωπικά βιώματα της σκηνοθέτιδας και σεναριογράφου της ταινίας, το When All the Leaves are Gone συνδυάζει αυτοβιογραφικά στοιχεία, μυθοπλασία και θρύλους για να υφάνει μια συγκινητική ιστορία για την αυταπάρνηση και τη λυτρωτική δύναμη της φαντασίας.
Το Snow in Paradise (Νέα Ζηλανδία, 2011) των Justine Simei-Barton και Nikki Si’ulera εκτυλίσσεται στο ειδυλλιακό και πολύχρωμο Αϊτουτάκι, στα Νησιά Κουκ, όπου δύο νεαρά αδέλφια περνούν τις μέρες τους πιάνοντας ψάρια, σπάζοντας καρύδες και ξεφλουδίζοντας φρούτα για τη γιαγιά τους. Η ζωή σε αυτό τον επίγειο παράδεισο είναι γαλήνια, αλλά όχι για πολύ ακόμη. Από το 1966 έως το 1996, 188 πυρηνικές δοκιμές πραγματοποιήθηκαν στην ατόλη Μουρουρόα του Ειρηνικού Ωκεανού. Κανείς δεν μπήκε στον κόπο να προειδοποιήσει τον πληθυσμό των γύρω νησιών, ενώ μέχρι και σήμερα η συζήτηση για τις φρικιαστικές παρενέργειες των δοκιμών έχει αποσιωπηθεί ολοκληρωτικά.
Στο Blackbird (Αυστραλία, 2015) της Amie Batalibasi, δύο αδέλφια από τα Νησιά του Σολομώντα αναγκάζονται να φύγουν από τον τόπο τους και να μετακομίσουν στην Αυστραλία, στα τέλη του 19ου αιώνα, δουλεύοντας σαν σύγχρονοι είλωτες σε μια φυτεία ζάχαρης. Ακροβατώντας ανάμεσα στις αναμνήσεις από την πατρίδα και τη σκληρή πραγματικότητα του ξεριζωμού, η κάμερα αντιπαραβάλλει εικόνες από τα κατάφυτα τοπία με τη μονοτονία των χωραφιών και της καθημερινής εργασίας. Ρίχνοντας φως σε μια από τις πιο σκοτεινές και κρυμμένες σελίδες της αυστραλιανής ιστορίας, τους «σκλάβους της ζάχαρης», αυτή η λυρική μικρού μήκους ταινία είναι μια διακήρυξη αποφασιστικότητας και δίψας για επιβίωση.
(δ.τ.)