Προσανατολισμένο στην ταραγμένη και διαρκώς μεταβαλλόμενη σύγχρονη πραγματικότητα το 14ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης εστίασε σε θέματα-αντανακλάσεις μιας δύσκολης εποχής. Είτε επρόκειτο για δυσεπίλυτα εθνικά ή οικουμενικά προβλήματα είτε για μικρές προσωπικές ιστορίες, το πολιτικό στίγμα ήταν εντονότερο από ποτέ. H καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η διαχείριση της ιστορικής μνήμης, η αίσθηση της απώλειας και οι βασανιστικές προσωπικές εμμονές, ήταν ορισμένα από τα θέματα που καταγράφηκαν μέσα από τις ταινίες. Η διεισδυτική και κάποτε ποιητική ματιά των δημιουργών τους έκανε κάποιες από αυτές να ξεχωρίσουν ιδιαίτερα.
Αυτό δεν είναι μια ταινία (This is Not a Film), Jafar Panahi, Mojtaba Mirtahmasb
Ο εγκλεισμός και η απαγόρευση είναι έννοιες που αναιρούν την καλλιτεχνική δημιουργία. Ωστόσο στην περίπτωση του Ιρανού σκηνοθέτη Jafar Panahi τα εμπόδια γίνονται κίνητρo για ένα τολμηρό όσο και εμπνευσμένο κινηματογραφικό εγχείρημα. Με τη βοήθεια του φίλου και συνεργάτη του Mirtahmasb, ο Panahi στρέφει την κάμερα στον εαυτό του για να μιλήσει με τον πιο απλό και ειλικρινή τρόπο για την καθημερινότητά του αλλά έμμεσα για την τυραννία της εξουσίας, την απελπισία και τη δύναμη της ανυπόταχτης ψυχής. Όντας σε κατ’ οίκον περιορισμό και με ελάχιστα μέσα στη διάθεσή του, ο καταδικασμένος σε εξαετή φυλάκιση σκηνοθέτης, έχοντας στερηθεί κάθε δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης, αναπτύσσει νέες μεθόδους κινηματογραφικής αφήγησης που επαναπροσδιορίζουν το δυναμικό ρόλο του δημιουργού. Κι ενώ η μέρα περνάει κάτω από το βάρος δυσοίωνων εξελίξεων αλλά και με μια ελαφρώς χιουμοριστική διάθεση, που αντανακλά τη νηφαλιότητα και την αξιοπρέπεια του αφηγητή, η ταινία αποκτά σταδιακά υπόσταση. Μέσα από τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και διαλόγους, την αναπαράσταση ενός σεναρίου αλλά κυρίως μέσα από επιλεγμένες σκηνές ταινιών του τις οποίες προβάλλει και σχολιάζει ο ίδιος για να μιλήσει για τον εαυτό του και το σινεμά, ο Panahi καταφέρνει να δημιουργήσει κάτι που τελικά «είναι μια κινηματογραφική ταινία». Στο τέλος της ημέρας η κάμερα, στραμμένη πλέον προς τα έξω, παρατηρεί έναν κόσμο λανθάνουσας διαμαρτυρίας.
Νοσταλγώντας το φως (Nostalgia de la Luz), Patricio Guzman
Η έννοια της μνήμης αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς στον κινηματογράφο του Guzman. Στα πολιτικά του ντοκιμαντέρ με θέμα τη Χιλή του Αλλιέντε και το δικτατορικό καθεστώς του Πινοσέτ επανέρχονται τα θέματα της διαχείρισης του ιστορικού παρελθόντος. Στο «Νοσταλγώντας το φως» θέτει με ένα γοητευτικό αλλά πιο σύνθετο τρόπο τα ίδια ερωτήματα, ανάγοντας τα σε ένα κοσμικό επίπεδο. Με αφετηρία την έρημο της Ατακάμα στη Χιλή και τον διαυγέστατο νυχτερινό ουρανό της ο Guzman συνδυάζει δύο διαφορετικά είδη αναζήτησης που, αν και διαμετρικά αντίθετα, συναντιούνται. Τη μακροσκοπική μέσω τεράστιων τηλεσκοπίων μελέτη του σύμπαντος με τη μικροσκοπική αναδίφηση ενός απώτερου αλλά και πιο πρόσφατου τραυματικού παρελθόντος. Ο ουρανός, ως πεδίο επιστημονικής και φιλοσοφικής έρευνας και η άνυδρη γη, ως τόπος ανασκαφής ευρημάτων και θυμάτων της σκοτεινής ιστορίας γίνονται πεδία παράλληλα, για την ανίχνευση του μυστηρίου της ζωής και του θανάτου. Σε αυτή την ατέρμονη αναζήτηση, όπου η αστρονομία συνδιαλέγεται με την αρχαιολογία, οι συγκινητικές μαρτυρίες κάποιων γυναικών που περπατάνε ακόμα στην έρημο ψάχνοντας για υπολείμματα των εξαφανισμένων συγγενών τους-θυμάτων του δικτάτορα Πινοσέτ-, αποτελούν το κορυφαίο σημείο αναμέτρησης με το παρελθόν. Εμμονή της μνήμης, ηθική δικαίωση ή απλά ανάκτηση της χαμένης οικογένειας; Όποιο και να είναι το κίνητρο αυτής της απεγνωσμένης προσπάθειας, είναι η στάση της κοινωνίας απέναντι τους που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μια στάση φοβική, εχθρική που επιλέγει τη λήθη. Η εξαιρετική σκηνή του τέλους έρχεται ως «κάθαρση» να δώσει απάντηση σε αυτή τη βασανιστική περιπλάνηση, αντανακλώντας μια γενικότερη θεώρηση για τη σχέση του ανθρώπου με το χρόνο, τη συμφιλίωση με την απώλεια και τη θέση του στο κοσμικό σύμπαν.
Πατρίδα ή θάνατος (Patria o Muerte), Vitaly Mansky
Ένα καλειδοσκόπιο της σύγχρονης Κούβας, μια περιπλάνηση σε έναν κόσμο όπου ο μύθος απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Η ταινία του Ρώσου σκηνοθέτη Vital Mansky χρησιμοποιεί γνωστές στερεοτυπικές εικόνες της χώρας για να τις ανατρέψει την ίδια στιγμή με τον πιο ρεαλιστικό τρόπο. Πίσω από σκηνές ευφορίας, (τα κορίτσια που χορεύουν μπροστά στο φακό), εξωτικής νοσταλγίας(το αργό travelling στους έρημους δρόμους της Αβάνας) και εθνικής προπαγάνδας (το ξεκίνημα μιας σχολικής ημέρας) κρύβεται μια κοινωνία σε αποσύνθεση, ένα φθαρμένο και παρακμιακό τοπίο στο οποίο κυριαρχούν η αίσθηση της διάψευσης και του θανάτου. Η κάμερα του Mansky άλλοτε εστιάζει σε πρόσωπα δημιουργώντας εξαιρετικά φωτογραφικά πορτρέτα κι άλλοτε παρακολουθεί διακριτικά τις αφηγήσεις των ηρώων του, καταγράφει τις κινήσεις και τις παραδόσεις τους. Πρόσωπα διαφορετικών επαγγελμάτων και κοινωνικών ομάδων, που είχαν γεννηθεί πριν την επανάσταση, ανοίγονται μπροστά στο φακό και μιλούν για τη δύσκολη καθημερινότητά τους, εξομολογούνται τους φόβους και τις ελπίδες τους. Ένας χαμηλόφωνος πατριωτικός τόνος και ένα συναίσθημα υπερηφάνειας διατρέχει τις ιστορίες τους αλλά και ένας φιλοσοφικός στοχασμός που γεννιέται από την αίσθηση της ματαίωσης και του επερχόμενου τέλους. Στη χώρα που είχε υιοθετήσει κάποτε το επαναστατικό σύνθημα Πατρίδα ή θάνατος και όπου η φτώχεια και η εξαθλίωση δοκιμάζουν τις αντοχές και τα ήθη των ανθρώπων, ο χορός και η μουσική απομένουν από τα λίγα δυναμικά στοιχεία που κρατάει κάποιους ζωντανούς.
Μέσα στην άβυσσο (Into the Abyss: A Tale of Death, a Tale of Life), Werner Herzog
Μια διάχυτη μελαγχολία ελλοχεύει στο τελευταίο ντοκιμαντέρ του Werner Herzog. Μια ατμόσφαιρα θλίψης που απορρέει από το ανώφελο του θανάτου, και την αδυναμία κατανόησης αυτού που υπερβαίνει τα όρια. Είτε πρόκειται για ένα στυγερό τριπλό έγκλημα, είτε για την εκτέλεση της θανατικής ποινής. Η θλίψη αυτή εντείνεται από τη δραματική μουσική υπόκρουση και από τον τόνο της φωνής του δημιουργού. Στο επίκεντρο της ταινίας βρίσκονται οι δυο δράστες μιας ανθρωποκτονίας που διαπράχθηκε πριν δέκα χρόνια στο Τέξας. Έφηβοι τότε είχαν σκοτώσει χωρίς σοβαρά κίνητρα τρεις ανθρώπους. Καταδικασμένοι τώρα ο ένας σε ισόβια κάθειρξη και ο άλλος σε θάνατο μιλούν πίσω από το γυαλί όχι τόσο για το ίδιο το γεγονός, όσο για τη ζωή, το Θεό και το χρόνο που μετράει αντίστροφα. Χωρισμένο σε πέντε ενότητες το «Μέσα στην άβυσσο», αν και φαινομενικά θυμίζει τηλεοπτικά αμερικάνικα ντοκιμαντέρ ανάλογου τύπου, ξεφεύγει από την κοινοτυπία τους υιοθετώντας το παράδοξο του χερτζογκικού ύφους. Ενός ύφους ψυχρού αλλά και τραγικά ανθρώπινου. Ένας ιερέας, κρατικοί υπάλληλοι, συγγενείς και φίλοι των θυμάτων, μιλούν επίσης στο σκηνοθέτη, ο οποίος διακριτικά και εκτός πλάνου θέτει απλά αλλά και απρόβλεπτα ερωτήματα που δεν έχουν πάντα άμεση σχέση με το θέμα. Στις συνεντεύξεις παρεμβάλλονται σκηνές από βιντεοσκοπημένο υλικό αρχείου και από το χώρο της αίθουσας εκτελέσεων. Κι ενώ ο Χέρτζογκ δεν κρίνει αλλά ούτε και δικαιώνει τους εγκληματίες, αφήνει τις εικόνες και τα πρόσωπα που επιλέγει να μιλήσουν γι αυτόν. Ένα χορταριασμένο σπορ αυτοκίνητο, σύμβολο της ματαιότητας του εγκλήματος, τους ανώνυμους ομαδικούς τάφους των εκτελεσμένων θανατοποινιτών, ένα προβληματικό κοινωνικό περιβάλλον πίσω από τα πρόσωπα που διέπραξαν τους φόνους. Για άλλη μια φορά ο μεγάλος γερμανός σκηνοθέτης κοιτάζει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα αλλά κυρίως τον άνθρωπο που έρχεται αντιμέτωπος με το μεγαλύτερο εχθρό του: την ίδια τη φύση του εαυτού του. Τα ερωτήματα που τίθενται μένουν εκατέρωθεν αναπάντητα.
Ζήτω οι αντίποδες! (Vivan las Antipodas!) Victor Kossakovsky
Ένα ονειρικό πανόραμα τοπίων και ανεστραμμένων ειδώλων, στο οποίο πρωταγωνιστικό ρόλο έχει η φύση, αποτελεί το τελευταίο ντοκιμαντέρ του πολυβραβευμένου σκηνοθέτη Victor Kossakovsky. Ένα παιχνίδι των αισθήσεων και των ψευδαισθήσεων που δημιουργείται από ένα πρωτότυπο οδοιπορικό σε τέσσερις αντίποδες της γης. Οι αντιθέσεις και οι ομοιότητες ανάμεσα σε αυτά τα διαμετρικά αντίθετα ζευγάρια γεωγραφικών τόπων προβάλλουν μέσα από μια ευφάνταστη διαδοχή εικόνων κι ένα εξαιρετικό μοντάζ που αναπληρώνει την απουσία αφηγηματικής δομής. Η μουσική και οι ήχοι που συνοδεύουν τις εικόνες ενισχύουν τη δυναμική τους και λειτουργούν σαν αναπόσπαστο κομμάτι τους. Ο άνθρωπος δε βρίσκεται στο επίκεντρο του μαγικού αυτού ταξιδιού. Η παρουσία του, διακριτική και λακωνική, υπενθυμίζει τη μικρότητά του σε έναν κόσμο που έχουμε μάθει να τον βλέπουμε ανθρωποκεντρικό. Στο Entre Rios της Αργεντινής δυο μοναχικοί άνδρες που φυλάνε μια γέφυρα περιμένουν απλά τη μέρα να φτάσει στο τέλος της, ανταλλάσσοντας λιγοστές κουβέντες, αντανακλάσεις μιας ταπεινής αλλά ήρεμης και κοντά στη φύση ζωής. Στον αντίποδά τους, οι θορυβώδεις δρόμοι της Σαγκάης προβάλλουν ένα αστικό τοπίο που βουλιάζει από το βάρος της ρύπανσης και της κυκλοφορικής συμφόρησης. Από τη Ρωσία στη Χιλή, και από την Ισπανία στη Νέα Ζηλανδία η κάμερα του Kossakovsky μας δείχνει τον κόσμο διαφορετικά, αλλάζοντας συνεχώς προοπτικές και κλίσεις, σε μια διαρκή ροή συνθέσεων και μετασχηματισμών. Όταν στη λίμνη της Βαϊκάλης, ένα κορίτσι λέει στη μητέρα του ότι στην άλλη ζωή θα ήθελε να είναι νερό, η επιθυμία της αυτή φαίνεται να εναρμονίζεται πλήρως με την ιδέα της σύνδεσης και της μεταμόρφωσης, που διατρέχει όλη την ταινία. Το «Ζήτω οι αντίποδες» δεν επιδιώκει τόσο να αναδείξει κάποια προβλήματα ή να προβάλει υψηλά νοήματα. Αποτελεί ωστόσο ένα πραγματικό έργο τέχνης, μια οπτική απόλαυση που φέρνει στην κυριολεξία τα επάνω κάτω.