του Nίκου Γ. Ξυδάκη
Αποκαρδιωμένος και μπαϊλντισμένος ο κόσμος από τις κακές ειδήσεις τριών συνεχόμενων ετών, παρηγοριέται με την επελαύνουσα άνοιξη και προετοιμάζεται για το Πάσχα. Δεν ακούει ειδήσεις πια, δεν τις καταγράφει το κεντρικό νευρικό, δεν δίνει σημασία. Ακούει για εκλογές και μόνη σκέψη του είναι πώς να χρησιμοποιήσει την ψήφο του τιμωρητικά· έτσι νομίζει. (Τιμωρεί όμως η ψήφος; Ποιον, πώς;) Τα μίντια συνεχίζουν να βομβούν ακαταπαύστως, η σιωπή θα ήταν θάνατος· βομβούν για τον Παναθηναϊκό, ας πούμε. Αλλά ο μιντιακός βόμβος δεν μεταφέρει πια νοήματα στον στομωμένο Ελληνα· παρακολουθεί την καταστροφή του σε σλόου μόσιον και χάι ντεφινίσιον, ανήμπορος να αλλάξει κανάλι με το άιφον 4-τζι-ες. Τυλιγμένος με τα γκάτζετ της Προ Κρίσης εποχής, ήδη λησμονημένης, ο άνθρωπός μας παρακολουθεί απαθής ειδήσεις περικοπών και ανεργίας σαν να χαζεύει αγγελτήρια για κηδείες τρίτων, άλλων, μακρινών. Και ψιθυρίζει μια μάντρα, μιαν ευχή: Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό που συμβαίνει, και αν συμβαίνει, δεν συμβαίνει σ’ εμένα.
Και ξάφνου στο νυχτερινό ζάπινγκ πέφτεις σε μία ταινία που μιλάει ελληνικά. Μισοναρκωμένος, αιωρείσαι στιγμιαία ανάμεσα σε πρόσωπα οικεία, σημερινά, σε χώρους επίσης οικείους: γιατροί, ασθενείς, νοσοκομείο του ΕΣΥ. Ενας ειδικευόμενος χειρουργός ορθοπεδικός προσπαθεί να εκπαιδευτεί και συγχρόνως να μείνει άνθρωπος. Βαθμιαία η νάρκωση μεταπίπτει σε περιέργεια, κατόπιν σκάς χαμόγελα, που ακαριαία πικρίζουν, και καθώς μέσα σε αυτό το κομφούζιο αναγνωρίζεις όλο και βαθύτερα τον εαυτό σου, δικές σου εμπειρίες, την κοινωνία σου και τους ανθρώπους της, πατάς το ίνφο: «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένα», του Σωτήρη Γκορίτσα, έτος παραγωγής 2011. Πού να την κατατάξεις τούτη την ταινία; Δραματική κομεντί, μαύρη κωμωδία, κωμωδία καταστάσεων; Docudrama μάλλον, ντοκιμαντέρ με υπερτονισμένα κάποια χαρακτηριστικά. Και ακόμη καλύτερα: νατουραλιστική ηθογραφία, αδρή, αγκαθωτή, αιμάτινη.
Το Εθνικό Σύστημα Υγείας τη δεκαετία του 2000–10, παραμονές του Κραχ και κατά τη διάρκεια του Κραχ. Φακελάκια, φαυλοσυνδικαλισμός, λαμόγια, προμήθειες, αναξιοκρατία, χάος, παράλογο. Αλλά και ανθρώπινη θέρμη, υπερβάσεις του ατομικού, ανιδιοτέλεια, αυταπάρνηση, φιλία, συμπόνια, επιστημοσύνη. O πενηντάρης σκηνοθέτης προσπαθεί να κατανοήσει και να βυθιστεί στους ανθρώπους, τους αγκαλιάζει με την κάμερα όλους, καλούς και κακούς, προσπαθεί να ιχνογραφήσει το όλον, αυτό που μας περιέχει και μας συνέχει, αλλά και μας βασανίζει και μας διαλύει.
Η ταινία του Γκορίτσα δεν είναι το Grey’s Anatomy α λα ελληνικά, είναι το πρωτογενές Greece’s Anatomy, μια σιγαλόφωνη ελεγεία, που περιγράφει, καταγράφει, καταδεικνύει, αλλά δεν κατακρίνει, δεν ηθικολογεί, δεν αναθεματίζει. Ηθογραφία κατά το είδος, ελεγεία κατά τη μορφή. Σαν να σιγοτραγουδάει τα πάθη των ανθρώπων, σαν να μιξάρει αβίαστα τον Υμνο εις την Ελευθερία με το «Ι Will Survive», όπως κάνει στους τίτλους τέλους.
Είδα την ταινία δύο φορές σε δύο μέρες, με αμείωτο ενδιαφέρον. Δεν διασκέδασα, δεν χαλάρωσα. Ενιωσα όμως την ταινία να με τυλίγει με τον ρεαλισμό της, με τον αιφνιδιαστικό της κλαυσίγελο και την εσκεμμένη απουσία καταγγελίας, κατάκρισης ή διδακτισμού. Σαν τα έργα της μεγάλης ηθογραφίας, που ιστορούν συνήθεις βίους συνηθισμένων ανθρώπων, συνηθισμένα συμβάντα, συχνά χωρίς καμιά κορύφωση· κι όμως τα βάσανα της ζωής, η ζωή σαν βάσανο και σαν δώρο, αποκαλύπτονται πάντα μεγαλειώδη, ξεπροβάλλουν μέσα από τον χαμηλό ορίζοντα ή την ευτέλεια των ανθρωπίνων πράξεων. Σαν τις βραδυφλεγείς, υπόκωφες εκρήξεις στα διηγήματα του Τσέχοφ, του Παπαδιαμάντη, σαν τις τοιχογραφίες του ιταλικού νεορεαλισμού. Πέραν του καλού και του κακού.
Eίναι παρηγορητική η ταινία «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένα». Και συγκινητική, γνήσια, επειδή η τρυφερότητά της είναι γνήσια και ζυγισμένη, διαχέεται σε όλους τους ήρωες, και διαχέεται και στους θεατές. Και παιδευτική εντέλει, σαν ντοκιμαντέρ: τελειώνοντας, ξέρεις τι δεν πρέπει να κάνεις, ξέρεις τι άφησες να γίνεται και φτάσαμε ώς εδώ, έρμαια τύχης χαλεπής.
Στο κινηματογραφικό νοσοκομείο «Αγιοι Πάντες» είδα την Ελλάδα να ξεκουρδίζεται και να αποσυναρμολογείται, επί μία ή δύο δεκαετίες, να γονατίζει και να παραπατάει, αλλά να μην αποσυντίθεται εντελώς, να παραμένει ένας σκελετός από κόκαλα, σπασμένα και κολλημένα εκ του υστερήματος κάποιων προσώπων, που ενώ ξεκινούν έκκεντροι και περιθωριακοί, μπορεί να καταλήξουν κεντρικοί ήρωες, αυτοί που θεραπεύουν, μάχονται, συγχωρούν, αγαπούν και συγκολλούν τα θραύσματα.
(δημοσιεύτηκε στην εφ. H KAΘHMEPINH 01-04-2012)