Διασκεδαστική ταινία του Τζέιμς Μακτίγκ, όπου ο Αμερικανός ηθοποιός υποδύεται τον διάσημο συγγραφέα
του Jason Solomons/ The Observer
Ντυμένος στα μαύρα, ο Τζον Κιούζακ/ John Cusack καπνίζει ένα χοντρό κουβανέζικο πούρο. Μοιάζει σαν φρικιό που προσγειώθηκε στο πάρτι κάποιου μεγαλοπαραγωγού του Χόλιγουντ. «Ναι, καλύτερα να μην αναφέρουμε το πούρο», λέει. «Δεν θέλω να νομίζουν ότι είμαι κανένας μεγιστάνας – εδώ που τα λέμε, τίποτα δεν θα ήταν πιο μακριά από την αλήθεια».
Δεν νομίζω ότι υπάρχει κίνδυνος να περάσει κανείς τον Κιούζακ για μεγιστάνα του Χόλιγουντ. Αλλωστε, πάντα ήταν αουτσάιντερ, από τους ανθρώπους που, χωρίς να το περιμένεις, καταφέρνουν με κάποιο τρόπο να διασφαλίζουν τον δικό τους χώρο και την καριέρα τους.
Εχει παίξει σε πάνω από 60 ταινίες, από μπλοκμπάστερ όπως το «Con Air» και το «2012» μέχρι αντισυμβατικές κωμωδίες, όπως «High Fidelity» και «Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς», και κλασικά εφηβικά φιλμ σαν το «Sixteen Candles» και το «Say Anything». Εχει γυρίσει, όμως, και ταινιούλες «της πλάκας» σαν το «Ερωτας μετ’ εμποδίων» και το «Ζητείται φιλόζωος».
Ο Τζον Κιούζακ ήρθε στο Λονδίνο με αφορμή την προβολή της νέας ταινίας του με τίτλο «Το κοράκι»/ The Raven, όπου υποδύεται τον Εντγκαρ Αλαν Πόε/ Edgar Allan Poe. Στο φιλμ, ο συγγραφέας μετατρέπεται σε ντετέκτιβ για να αποκαλύψει γιατί ένας κατά συρροήν δολοφόνος «μιμείται» τους φόνους που έχει περιγράψει στα βιβλία του. Σκηνοθετημένη από τον Τζέιμς Μακτίγκ/James McTeigue, είναι μια διασκεδαστική ταινία, εν μέρει «Ο δολοφόνος με το πριόνι», εν μέρει Σέρλοκ Χολμς και εν μέρει φαρσοκωμωδία.
Πάντα με χιούμορ
«Δεν με πειράζει αν βρίσκετε αστεία την ταινία», λέει χαμογελώντας ο Κιούζακ. «Υποθέτω ότι υπήρχε πρόθεση να είναι λίγο τρομακτική, αλλά ομολογώ ότι προσωπικά με τράβηξε το πνεύμα και το μαύρο χιούμορ που πάντα βρίσκεις στα έργα του Πόε. Δεν ξέρω αν περίμεναν αυτό από μένα, αλλά…»
Πώς είδε την ερμηνεία αυτού του ρόλου; «Ο Πόε που υποδύομαι είναι τόσο δημιούργημα της φαντασίας μου όσο και μια εκδοχή της εικόνας του με το μαύρο παπιγιόν και το μουστάκι. Δεν ήθελα να γίνω μια αποκριάτικη μάσκα του Πόε, κι έτσι κοίταξα μια σειρά από φωτογραφίες του και βρήκα ότι άλλαζε συνεχώς. Ξέρω ότι τον θαύμαζαν ο Τζόις, ο Μποντλέρ, ο Ντοστογιέφσκι, αλλά μου αρέσει να τον βλέπω σαν πρόγονο του Νόρμαν Μέιλερ, του Χάντερ Τόμσον, του Τρούμαν Καπότε».
Το χιούμορ είναι σταθερό χαρακτηριστικό του Κιούζακ, πάντα παρόν ακόμη κι όταν δεν πρέπει, όπως όταν ερμηνεύει τον δικηγόρο ή τον εραστή. Ενας κριτικός είπε ότι «υπάρχει πάντα ερωτηματικό στα μάτια του». Συχνά έχει παίξει ανθρώπους που παλεύουν με τις αμφιβολίες τους προκειμένου να κάνουν το επόμενο βήμα. Στο «High Fidelity», π.χ., ενσάρκωσε τον συναισθηματικά μπλοκαρισμένο άνδρα που πλησιάζει τα 40. «Οι ήρωές μου συχνά αναγνωρίζουν το λάθος, αλλά έτσι κι αλλιώς το κάνουν», λέει. «Δεν είμαι τόσο σίγουρος. Νομίζω ότι είναι κολλημένοι σ’ ένα χάος δικής τους κατασκευής, αλλά μυστικά απολαμβάνουν τον πόνο.
Εντάξει, κάθε φορά που κάνεις κάτι καλό, έχεις κάποια σύγκρουση με τον εαυτό σου, έτσι δεν είναι; Αυτή είναι η πρόκληση. Πάντα έρχεσαι αντιμέτωπος με τη θνητότητα και το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος – είτε είσαι 29 και αγγίζεις τα 30 είτε πλησιάζεις τα 40, η υπαρξιακή κρίση ποτέ δεν είναι μακριά».
Τράπεζες και Χόλιγουντ
Ο Τζον Κιούζακ είναι πλέον 45 ετών, αλλά φαίνεται πολύ νεότερος. Το στυλ του –στα μαλλιά, στο ντύσιμο– ελάχιστα έχει αλλάξει και μοιάζει με τους ήρωες που υποδύεται στην οθόνη. Δεν του αρέσουν άλλωστε οι μεταμφιέσεις και το μακιγιάζ στη δουλειά του. Ισως ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά εδώ, ένα μικρό μούσι εκεί, αλλά ποτέ δεν παύει να είναι αμέσως αναγνωρίσιμος. Τι θα κάνει όμως όταν περάσουν τα χρόνια, τον ρωτάω σαν να είμαι σύμβουλος καριέρας.
«Χα, χα, είναι αστείο γιατί, ξέρεις, το Χόλιγουντ δεν υπάρχει πια – υπάρχει μόνο ένα τσούρμο από τράπεζες», λέει. «Το σινεμά είναι παράξενος τόπος. Υπάρχουν μόνο διάφορα ρεύματα χρημάτων που κυκλοφορούν και διάφοροι τρόποι να μοιραστούν. Το Χόλιγουντ έγινε ένα τσούρμο ανθρώπων που πετάνε με λίαρ τζετ για να συναντήσουν άλλους ανθρώπους και να τους ρωτήσουν αν έχουν λεφτά. Ε, ίσως να είχαν, αν δεν τα ξόδευαν στα αεροπλάνα».
Το ένστικτο του Στίβεν Φρίαρς
Ο σκηνοθέτης Στίβεν Φρίαρς διάλεξε ως πρωταγωνιστή τον Τζον Κιούζακ για τον ρόλο του Ρόι Ντίλον στην ταινία «Οι κλέφτες», την καλύτερη ίσως ερμηνεία του μέχρι τώρα.
«Εδειξε ανακουφισμένος που δεν είχα δει καμιά από τις ”εφηβικές” ταινίες του», θυμάται ο Φρίαρς. «Πραγματικά, όμως, ήταν σαφές για μένα ότι είναι πολύ καλός ηθοποιός.
Είχα να διαλέξω ανάμεσα σ’ εκείνον και τον Ρόμπερτ Ντάουνι, και το ένστικτό μου έκλινε προς τον Τζον».
Ο Κιούζακ και ο Φρίαρς παρέμειναν φίλοι, και ήταν ο ηθοποιός που τηλεφώνησε στον σκηνοθέτη μία δεκαετία αργότερα για να του προτείνει ένα σενάριο που είχε γράψει με βάση το μυθιστόρημα του Νικ Χόρνμπι «High Fidelity».
«Είχα διαβάσει το βιβλίο και δεν πίστευα ότι μπορούσε να μεταφερθεί στο σινεμά», λέει ο Φρίαρς. «Ομως ο Τζον είχε δουλέψει πολύ καλά και είχε βρει τρόπο να περάσουν στην ταινία οι εσωτερικοί μονόλογοι του βιβλίου. Γρήγορα συνειδητοποίησα πόσο είχε ωριμάσει και πόσο ικανός ήταν να αναλάβει την ευθύνη της ταινίας».
H KAΘHMEPINH /22-04-12