spielbr1.jpg
Η εξέλιξη των «μπλοκμπάστερ» 35 χρόνια μετά τα «Σαγόνια του καρχαρία» - Το οπλοστάσιο των τεχνικών γιγαντώθηκε, οι απαιτήσεις αυξήθηκαν

του A. O. Scott/  New York Times-International Herald Tribune

Τον περασμένο μήνα έκλεισαν 35 χρόνια από τότε που η ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ «Τα σαγόνια του καρχαρία» άρχισε να προβάλλεται σε 400 αίθουσες στις ΗΠΑ, σπάζοντας ρεκόρ εισπράξεων και εγκαινιάζοντας την εποχή του σύγχρονου καλοκαιρινού «μπλοκμπάστερ».

Αν αυτό ήταν ευλογία ή κατάρα εξαρτάται από ποιον θα ρωτήσεις ή σε ποια διάθεση βρίσκεται. Είναι γεγονός, όμως, ότι αποτελεί πλέον κοινοτοπία να πεις ότι, ιδιαίτερα το καλοκαίρι, το κοινό θέλει ταινίες δράσης. Κωμωδίες δράσης, περιπέτειες δράσης, καρτούν δράσης, θρίλερ που σε κάνουν να αναπηδάς στο κάθισμά σου ή οποιαδήποτε άλλη περιγραφή από ανώνυμους κριτικούς περιέχεται στη διαφήμιση της ταινίας. Η λέξη είναι πανταχού παρούσα αλλά το μήνυμά της είναι φευγαλέο.
Εδώ που τα λέμε, κάθε ταινία (με ελάχιστες εξαιρέσεις) είναι ταινία δράσης, κάθε ταινία δείχνει πράγματα να συμβαίνουν, αντικείμενα να κινούνται στον χώρο. Η ουσία του σινεμά –το συναρπαστικό με τις ταινίες– είναι ότι η κάμερα δεν έχει μόνο την ικανότητα να καταγράφει γεγονότα, αλλά μπορεί επίσης να ξορκίζει το ανέφικτο. Ενα ολοένα επεκτεινόμενο οπλοστάσιο τεχνικών, από απλά κοψίματα του μοντάζ μέχρι εξεζητημένα ψηφιακά εφέ, επιτρέπει στους κινηματογραφιστές να παραβαίνουν τους νόμους της Φυσικής.
Η ταινία δράσης, ως είδος, έχει ανάμεικτη κριτική ανταπόκριση. Συχνά περιφρονείται ως ανόητη ή κενή, κάτι που δεν είναι πάντα λανθασμένο αλλά συχνά είναι εκτός θέματος. Οσοι αγαπούν τις ταινίες δράσης μπορεί να λαχταρούν την ανατριχίλα της ταχύτητας, του θορύβου και της βίας, αλλά οι απαιτήσεις τους δεν είναι και τόσο εύκολο να ικανοποιηθούν. Και από τη σκοπιά του σκηνοθέτη, η σύλληψη και η εκτέλεση μιας καλής σεκάνς δράσης είναι μια από τις πιο κοπιώδεις και περίπλοκες πλευρές του επαγγέλματός του. Το να συντονίζεις οχήματα, σώματα, όπλα ή οτιδήποτε άλλο διαθέτεις (τέρατα, κτίρια, κοπάδια, κοντέινερ, σκεύη κουζίνας,) σε ένα ελεγχόμενο και συνεκτικό επεισόδιο χάους, είναι μια εξαιρετικά απαιτητική δουλειά.
Πώς μπορείς να κάνεις κάτι που δεν έχει γίνει ακριβώς έτσι ποτέ πριν; Και πώς μπορείς να το κάνεις να λειτουργήσει έτσι ώστε να προκαλέσεις στο κοινό αγωνία, έκπληξη, ευχαρίστηση; Αυτά είναι σε μεγάλο βαθμό, τεχνικά ζητήματα που έχουν να κάνουν με την τοποθέτηση της κάμερας, τον ρυθμό του μοντάζ και τον συγχρονισμό. Υπάρχουν επίσης τα οικονομικά ζητήματα, μια που τίποτα δεν συγκρούεται ούτε εκρήγνυται δωρεάν. Η επιδίωξη περισσότερων, μεγαλύτερων και καλύτερων εφέ δράσης έγινε η κινητήρια δύναμη στην φρενιτιώδη, ασθμαίνουσα, εξαντλητική ιστορία καινοτομιών του Χόλιγουντ.

Πρωτόγονα εφέ
Βλέποντας σήμερα τα «Σαγόνια του καρχαρία» μπορεί να εκπλαγείς για το πόσο απλή, σχεδόν πρωτόγονη, είναι η ταινία. Το κύριο «σπέσιαλ εφέ» ήταν εκείνος ο γιγάντιος μηχανικός καρχαρίας, που έφερε κάθε λογής μπελάδες στον σκηνοθέτη και το συνεργείο του και που, για τον λόγο αυτό, εμφανίζεται σπανίως στο φιλμ. Εξαιτίας της εμπορικής του επιτυχίας, το φιλμ θεωρήθηκε ότι αντιπροσωπεύει κάτι καινούργιο, αλλά από την άποψη των κινηματογραφικών μέσων και μεθόδων ανήκει σε μια παλιότερη, προ-ψηφιακή εποχή.
Τα πρώτα γουέστερν, οι ταινίες με τρένα και οι «σλάπστικ» κωμωδίες του βωβού σινεμά έθεσαν το πρότυπο για ό,τι θ’ ακολουθούσε, συναρπάζοντας τους θεατές με άλογα, τρένα και αυτοκίνητα που κυνηγιούνταν και συγκρούονταν μπροστά σε, ως επί το πλείστον ακίνητες κάμερες. Από τη δεκαετία του ’50, οι ταινίες απάντησαν στην απειλή της τηλεόρασης μεγαλώνοντας σε κλίμακα, και η εποχή του Σινεμασκόπ και του Τεχνικολόρ ώθησαν μια αισθητική μεγέθυνσης που αποτέλεσε καλύτερο προμήνυμα για τη σημερινή κατάσταση απ’ ό,τι η χειροτεχνία των «Σαγονιών».
cinema4.jpg
Από το «Μπεν Χουρ» στην εποχή του «Μπορν»
Η πιο χαρακτηριστική κινηματογραφική σκηνή δράσης εκείνης της εποχής ήταν αναμφίβολα η αρματοδρομία στον «Μπεν Χουρ», του Γουίλιαμ Γουάιλερ, που γυρίστηκε στην Τσινετσιτά με χιλιάδες κομπάρσους, ανθρώπους και άλογα, σ’ ένα σετ που πήρε μήνες για να κατασκευαστεί. Ολος εκείνος ο χρόνος και ο μόχθος -και ποιος ξέρει πόσα χρήματα- μεταφράστηκαν στην οθόνη σε μια σεκάνς που φαίνεται ιλιγγιώδης και ατέρμονη συνάμα, και που κλιμακώνει την ένταση μέσα από μια δεξιοτεχνική εναλλαγή προοπτικών - άλλοτε τόσο κοντά που βλέπεις τα παλλόμενα ρουθούνια των αλόγων (και του Τσάρλτον Ιστον) κι άλλοτε σε απόσταση που προσφέρει πανοραμική θέα.
Η εποχή του «Μπεν Χουρ» έχει περάσει. Δεν τις φτιάχνουν έτσι τις ταινίες πλέον. Δεν χρειάζεται, αφού τώρα τα άλογα και τα πλήθη μπορούν να γεννηθούν μέσα από κομπιούτερ. Και το παραδοσιακό μοντάζ φαίνεται σχεδόν στατικό σε σύγκριση με τις άπειρες γωνίες και σκοπιές λήψης που παρακολουθούν τη δράση στην εποχή του «Τελεσίγραφου του Μπορν».
Είναι καλύτερο αυτό ή χειρότερο; Εξαρτάται από το τι θέλεις. Σίγουρα η δουλειά του Πολ Γκρίνγκρας στη σειρά ταινιών «Bourne» έχει βοηθήσει στην επέκταση της γραμματικής της δράσης με συναρπαστικό και καινοτόμο τρόπο, όχι τόσο αντικαθιστώντας το παλιό στυλ όσο κάνοντάς το ταχύτερο, καθαρότερο και πιο έντονο. Κυνηγώντας τον Ματ Ντέιμον και τους διώκτες του σε πολυάνθρωπες αγορές και σταθμούς τρένων, η κάμερα κινείται μέσα-έξω, πάνω-κάτω, από την απόσταση του Google Earth μέχρι πλάνα τόσο κοντινά που νιώθεις σαν να βρίσκεσαι μέσα στο δέρμα του ήρωα.
Ενα διαφορετικό είδος εντυπωσιασμού χαρακτηρίζει τη μεγαλύτερης κλίμακας, πιο συνειδητά τεχνητή δράση που βλέπουμε σε ταινίες τύπου «Transformer», «The A-Team» και «Knight and Day». Σε αυτές, η ελευθερία που προσφέρει το C.G.I. ωθείται σε ακραία όρια, καθώς η συμβατική διάκριση μεταξύ κινούμενων σχεδίων και ζωντανής δράσης θολώνει σε σημείο εξαφάνισης.

Το πιο αγωνιώδες φιλμ γι’ αυτό το καλοκαίρι
Η καλή ταινία δράσης είναι πιο δύσκολη απ’ όσο φαίνεται. Αυτό εξακολουθεί να ισχύει, παρότι η διαθέσιμη σήμερα τεχνολογία κάνει τα πράγματα να φαίνονται πολύ εύκολα. Και όπως συμβαίνει με την τρισδιάστατη προβολή και άλλα οπτικά τεχνάσματα, όσο μεγαλύτερη είναι η δόση -της φωτιάς, της πλημμύρας, των δήθεν ακροβατικών κόλπων, της εικονικής ζημιάς σε κτίρια, μηχανές και ανθρώπινα σώματα- τόσο λιγότερη εντύπωση κάνει. Και ο εντυπωσιασμός είναι, τελικά, αυτό που επιδιώκει να προκαλέσει η ταινία δράσης, με τον ιδεατό στόχο πλησιάσει, μέσα από τον συνδυασμό εικόνας και ήχου, τη φυσική εμπειρία. Κάτι που είναι αδύνατον, βέβαια, τουλάχιστον μέχρι τώρα. Και συχνά αυτή η επίγνωση του ανέφικτου αποκαλύπτει την πραγματική φαντασιακή δύναμη του κινηματογράφου.
Η πιο αγωνιώδης, τρομακτική και έντονη ταινία του φετινού καλοκαιριού, έως τώρα, είναι το «Restrepo», ένα ντοκιμαντέρ για μια ομάδα Αμερικανών στρατιωτών στο Αφγανιστάν. Οσα συμβαίνουν εδώ είναι πραγματικά: οι μάχες, οι βόμβες, όλα. Και στην πιο συγκλονιστική σεκάνς της ταινίας, το μόνο που βλέπεις είναι τα πρόσωπα των στρατιωτών καθώς αφηγούνται, λίγους μήνες μετά το γεγονός, μια ιδιαίτερα αιματηρή και περίπλοκη σύγκρουση με τον εχθρό. Οσα είδαν, είναι κι αυτά δράση, αλλά δεν έχουν σε τίποτα να κάνουν με αυτά που εμείς οι υπόλοιποι πάμε να δούμε στις ταινίες.

(Η ελληνική μετάφραση δημοσιεύτηκε στην εφ. H KAΘHMEPINH 25-07-2010  )