Ο Κουέντιν Ταραντίνο και ο Τζόνι Ντεπ ετοιμάζονται να παρουσιάσουν δύο καινούργιες και φιλόδοξες ταινίες
του Paul Harris/ The Observer
Το γουέστερν είναι ίσως η πιο αγαπημένη αμερικανική μορφή τέχνης και ένα από τα παλιότερα κινηματογραφικά είδη. Τώρα αναμένεται να υποστεί μια μεταμοντέρνα αναζωογόνηση χάρη σε κάποιους τολμηρούς πειραματιστές του Χόλιγουντ.
Σε ένα πεδίο όπου τις τελευταίες δεκαετίες οι καινούργιες ταινίες σπανίζουν, υπάρχουν αυτή τη στιγμή στον ορίζοντα μερικά φιλόδοξα γουέστερν, τα οποία όμως φαίνεται να απέχουν πολύ από το πατροπαράδοτο στυλ.
Πρώτος στη σειρά είναι ο Κουέντιν Ταραντίνο, ο οποίος τον περασμένο μήνα κυκλοφόρησε το πρώτο τρέιλερ της τελευταίας του ταινίας, με τίτλο «Django Unchained». Το φιλμ, με πρωταγωνιστή τον Τζέιμι Φοξ, διαθέτει αρκετά από τα γνώριμα χαρακτηριστικά του γουέστερν –πλοκή που την κινεί η εκδίκηση, κυνηγητά και πιστολίδια–, αλλά σαφώς είναι γυρισμένο με το ειρωνικό, πυκνό σε διαλόγους και ανατροπές στυλ που είναι ο κλασικός Ταραντίνο.
Και την επόμενη χρονιά έρχεται το φιλμ «The Lone Ranger», σε σκηνοθεσία του Γκορ Βερμπίνσκι. Εδώ ο Τζόνι Ντεπ ερμηνεύει τον Τόντο, τον Ινδιάνο «σύντροφο» του Λόουν Ρέιντζερ. Η πρωτοτυπία της ταινίας είναι ότι δεν εστιάζεται στον μασκοφορεμένο καβαλάρη: ρίχνοντας μια σαρδόνια ματιά σε μία από τις κεντρικές φιγούρες του γουέστερν, φέρνει στο προσκήνιο τον Τόντο. Μια αφίσα της ταινίας δείχνει τον Ντεπ –βαμμένο με τα χρώματα της φυλής του και με ένα ψόφιο κοράκι στο κεφάλι– να κοιτάζει τον Λόουν Ρέιντζερ με το αποδοκιμαστικό βλέμμα που οι δάσκαλοι συνήθως επιφυλάσσουν στους πιο ηλίθιους μαθητές τους.
Οι δύο ταινίες είναι οι πιο πρόσφατες προσπάθειες να ανανεωθεί ένα είδος που οι απαρχές του βρίσκονται στην ίδια την αφετηρία του κινηματογράφου, με φιλμ όπως «Η μεγάλη ληστεία του τρένου», του 1903. Τα τελευταία χρόνια, τα περισσότερα γουέστερν, όπως το «Αληθινό θράσος» ή το «Το τελευταίο τρένο για τη Γιούμα», υπήρξαν ρεαλιστικές, στοχαστικές εξερευνήσεις της Αγριας Δύσης.
Η Σάρα Κοσλόφ, καθηγήτρια Κινηματογράφου στο Vassar College, εκφράζει κάποια ανησυχία όσον αφορά το πώς θα μπορούσε να μεταχειριστεί το γουέστερν ο Ταραντίνο – γνωστός για την υπερβολική (και ανέμελη) βία των ταινιών του. «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι θα σεβαστεί τις αρχές του παραδοσιακού γουέστερν, το οποίο συχνά επικρίνει τη βαναυσότητα και εκφράζει μια μελαγχολία για το πέρασμα των συνόρων. Ο Ταραντίνο πιστεύει ότι η βία είναι κωμική».
Η παραδοσιακή φόρμα του γουέστερν δεν φαίνεται κατάλληλη για ριζοσπαστικούς πειραματισμούς. Σε ένα είδος με ηλικία άνω του ενός αιώνα, πολύ λίγα έχουν αλλάξει. Οι «καλοί» εξακολουθούν να μάχονται τους «κακούς», με φόντο ένα συστατικό – κλειδί: το συγκλονιστικό τοπίο της Αγριας Δύσης. Αυτή η στέρεη και βαθιά ριζωμένη αίσθηση γεωγραφίας και ιστορίας έχει κάνει το γουέστερν την απώτατη ίσως αμερικανική μορφή τέχνης, με ιδιαίτερη θέση στην προθήκη της λαϊκής κουλτούρας. «Πολλοί μελετητές λένε ότι πρόκειται για τον πρωταρχικό αμερικανικό μύθο», λέει η Σ. Κοσλόφ.
Ωστόσο, είναι επίσης μια μορφή τέχνης σε παρακμή. Αφού κυριάρχησε στις οθόνες για πολλά χρόνια, τις τελευταίες δεκαετίες η παραγωγή περιορίστηκε σε λίγες σημαντικές ταινίες, παρά τις τακτικές προσπάθειες αναζωογόνησης και την παραγωγή μερικών κλασικών φιλμ όπως «Οι ασυγχώρητοι» του Κλιντ Ιστγουντ. Οπως υποστηρίζει ο Σκοτ Σίμον, καθηγητής Κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, ο ανδροκρατικός μιλιταρισμός που συχνά χαρακτήριζε τα γουέστερν –και που αντιπροσωπεύεται καλύτερα από τον Τζον Γουέιν– δεν μπορούσε πλέον να σταθεί στην Αμερική της μετά Βιετνάμ εποχής.
Παρ’ όλ’ αυτά, τα παράλληλα σχέδια των Ταραντίνο και Ντεπ –και το γεγονός ότι οι αδελφοί Κοέν σκηνοθέτησαν την περυσινή επιτυχία «Αληθινό θράσος»– αποδεικνύουν ότι το γουέστερν έχει ακόμα την ικανότητα να προσελκύει μεγάλα ονόματα. Οι υποστηρικτές του λένε ότι το είδος μπορεί να επιδείξει σημαντική ευελιξία. Η υψηλή τέχνη, υποστηρίζουν, δεν είναι τόσο ξένη με το εξάσφαιρο και τον καλπασμό του αλόγου. Τα παραδείγματα που αναφέρονται πιο συχνά είναι οι «Ασυγχώρητοι» του Ιστγουντ, φιλμ στο οποίο πολλοί είδαν έναν στοχασμό – μετάνοια του σκηνοθέτη για το βίαιο κινηματογραφικό παρελθόν του, ή «Η δολοφονία του Τζέσε Τζέιμς» με πρωταγωνιστή τον Μπραντ Πιτ, ταινία που το στυλ και το θέμα της έφεραν το γουέστερν στην επικράτεια του σινεμά τέχνης.
Λευκός Ινδιάνος
Το φιλμ «The Lone Ranger» δεν είναι καν η πρώτη προσπάθεια του Τζόνι Ντεπ (στη φωτ. με τον Αρμι Χάμερ από την αφίσα της ταινίας) στο πεδίο του γουέστερν. Το 1995 είχε πρωταγωνιστήσει στον «Νεκρό», ένα ασπρόμαυρο γουέστερν σκηνοθετημένο από τον «εναλλακτικό» Τζιμ Τζάρμους. Στην πραγματικότητα, σε ένα είδος τόσο παλιό όσο το γουέστερν, ακόμα και εκκεντρικοί σαν τον Ταραντίνο και τον Τζόνι Ντεπ ενδέχεται να δυσκολευτούν πολύ να πουν κάτι καινούργιο.
Ακόμα και η αντίφαση να χρησιμοποιηθεί ο Ντεπ –ένας λευκός ηθοποιός– για να παίξει έναν Ινδιάνο κινηματογραφικό ήρωα δεν είναι κάτι καινοτόμο. Από την πρώτη εποχή των γουέστερν, η χρησιμοποίηση μη Ινδιάνων ηθοποιών σε ρόλους «ερυθροδέρμων» προκαλούσε έντονες συζητήσεις. Ωστόσο, ο Ντεπ έχει τουλάχιστον βρει έναν τρόπο να αντιμετωπίσει το θέμα. Πριν από λίγο καιρό, ο ηθοποιός έγινε επίτιμο μέλος της φυλής των Κομάντσι, και το μέλος της φυλής ΛαΝτόνα Χάρις τον υιοθέτησε επισήμως. Πιθανότατα ούτε ο Ταραντίνο θα μπορούσε να επινοήσει τέτοιο παράξενο κόλπο.
(η ελληνική μετάφραση δημοσιεύτηκε στην εφ. H KAΘHMEPINH 22/7/2012)