Ο βραβευμένος με Οσκαρ Ισπανός ηθοποιός έχει μάθει από πολύ νωρίς να χτίζει τους ρόλους του σαν να είναι κτίρια
του Larry Rohter/ The New York Times -International Herald Tribune
Οταν ήταν μικρός, ο Χαβιέ Μπαρδέμ/ Javier Bardem βοηθούσε συχνά τη μητέρα του, την Πιλάρ, να μαθαίνει τους ρόλους της. Στο σπίτι τους στη Μαδρίτη, η Ισπανίδα ηθοποιός τού έδινε ένα αντίγραφο του σεναρίου και διάβαζε εκείνη τις φράσεις του ρόλου της ενώ εκείνος διάβαζε όλες τις άλλες.
«Εβλεπα τη μητέρα μου να παίζει σ’ όλη μου τη ζωή, ωστόσο δεν ένιωθα να με τραβάει η ηθοποιία σαν τέτοια», είπε σε μια συνέντευξη τον περασμένο μήνα στη Νέα Υόρκη. «Εκείνο που με τραβούσε ήταν η προσπάθειά της, η αφοσίωσή της, η σοβαρότητα της δουλειάς, η επιθυμία να κάνει κάτι. Αυτό το κάτι όμως δεν είχε τόση σημασία για μένα. Θα μπορούσε να είναι ζωγραφική ή γράψιμο ή ακόμα και ράγκμπι».
Παρ’ όλα αυτά, στα 41 του, ο Μπαρδέμ είναι από τους πιο διακεκριμένους ηθοποιούς στον κόσμο. Εχει ήδη ένα Οσκαρ στο ενεργητικό του -για την καλύτερη ερμηνεία δεύτερου ρόλου στην ταινία των αδελφών Κοέν «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους» (2007) - και τη δυνατότητα για άλλο ένα να διακρίνεται στον ορίζοντα. Κορυφαίοι σκηνοθέτες τού προσφέρουν εκλεκτούς ρόλους και έχει συνεργαστεί ήδη με σπουδαία ονόματα του κινηματογράφου, ανάμεσά τους ο Πέδρο Αλμοδόβαρ, ο Γούντι Αλεν, ο Μίλος Φόρμαν και ο Τέρενς Μάλικ.
«Πιστεύω ότι οι καλύτεροι ηθοποιοί είναι εκείνοι που δεν έχουν μόνο ταλέντο, αλλά δουλεύουν πιο σκληρά από οποιονδήποτε άλλον, και τέτοιος είναι ο Χαβιέ», είπε ο σκηνοθέτης και ζωγράφος Τζούλιαν Σνάμπελ, ο οποίος πριν από μια δεκαετία έδωσε στον Μπαρδέμ τον πρώτο σημαντικό αγγλόφωνο ρόλο του στο «Πριν πέσει η νύχτα». «Αυτό είναι το βαρόμετρό του», συνέχισε ο Σνάμπελ. «Εχει μια πλούσια εσωτερική ζωή, αλλά αφιερώνεται τόσο πολύ σ’ αυτό που κάνει, με τόσα πολλά κουμπιά που μπορεί να πατήσει, από το χιούμορ μέχρι την απελπισία, ώστε γίνεται αυτός που ερμηνεύει, χωρίς να φαίνεται ότι παίζει».
Τίποτα όμως, όπως λέει ο ίδιος ο Μπαρδέμ, δεν τον έθεσε σε τόσο μεγάλη δοκιμασία σωματικά και διανοητικά όσο ο ρόλος του στο «Biutiful», το δράμα σε σκηνοθεσία του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου που χάρισε στον ηθοποιό τη βράβευση στο Φεστιβάλ των Καννών τον Μάιο. «Για μένα, το Μπιούτιφουλ θα αντιπροσωπεύει ένα σταθμό του πριν και του μετά» είπε στη συνέντευξη. Στην ταινία, που εκτυλίσσεται στη Βαρκελώνη, ο Μπαρδέμ παίζει τον Ουξμπάλ, έναν μικροκακοποιό και στοργικό πατέρα δύο παιδιών, που ο κόσμος του, που περιστρέφεται γύρω από την διακίνηση λαθρομεταναστών και την κατασκευή προϊόντων «μαϊμούδων», αρχίζει να καταρρέει όταν μαθαίνει ότι είναι σοβαρά άρρωστος. Ο Γκονζάλες Ινιαρίτου, που έχει γυρίσει τα «21 γραμμάρια» και τη «Βαβέλ», είπε ότι έγραψε τον ρόλο ειδικά για τον Μπαρδέμ.
«Σωματικά ο Χαβιέρ διαθέτει μια γοητεία που είναι τρομερά μαγνητική και κινητική» είπε ο σκηνοθέτης. «Από τη μια μεριά, έχει την πρωτόγονη δύναμη του Μινώταυρου, τη ρώμη του άνδρα-ταύρου, μαζί με ένα πρόσωπο που περιέχει την ουσία της Μεσογείου, που το προφίλ του θα μπορούσε να υπάρχει σε ρωμαϊκό νόμισμα. Εχει όμως επίσης την ευαισθησία ενός ποιητή, εσωτερική λεπτότητα και συναισθηματικό φορτίο, και αυτά τα δύο σύνολα χαρακτηριστικών είναι που τον κάνουν τόσο ταιριαστό για να ερμηνεύσει αυτόν τον ήρωα».
Συχνά ο Χαβιέ Μπαρδέμ φαίνεται να παίζει ενστικτωδώς, ιδιαίτερα σε ταινίες όπου οι ήρωες που ερμηνεύει αντιμετωπίζουν τον θάνατο, όπως το «Μπιούτιφουλ», «Η θάλασσα μέσα», «Πριν πέσει η νύχτα». Εκείνος όμως λέει ότι προετοιμάζει πολύ προσεκτικά τις ερμηνείες του. Οταν ρωτήθηκε για δύο ιδιαίτερα συγκινητικές στιγμές στο «Μπιούτιφουλ», όπου ο πρωταγωνιστής, παλεύοντας με τη θνητότητα, δεν μιλάει καθόλου, ο ηθοποιός πήρε ένα φύλλο χαρτί και σχεδίασε ένα διάγραμμα των σταδίων στα οποία μοίρασε τις δύο σκηνές.
«Ο ρόλος είναι σαν το κτίριο», είπε. «Δεν σπούδασα ποτέ αρχιτεκτονική, αλλά πιστεύω ότι πρώτα πρέπει να ετοιμάσεις τα σχέδια, να ρίξεις τα θεμέλια, μια γερή βάση που έχει να κάνει με τον χαρακτήρα, κι έπειτα να τον κτίσεις. Από τη στιγμή που έχει γίνει αυτό, μπορείς να προσθέσεις τις λεπτομέρειες: θέλω μπλε τοίχους, θέλω ξύλινα πατώματα, θέλω να μιλήσει αυτός έτσι ή αλλιώς. Πρώτα, όμως, πρέπει να σκεφτείς».
Ενα άλλο σημάδι της σοβαρότητας με την οποία προσεγγίζει την τέχνη του είναι ότι εξακολουθεί να μελετάει με έναν «προπονητή» ηθοποιίας, τον Χουάν Κάρλος Κοράσα, από την Αργεντινή, με τον οποίο συνεργάζεται εδώ και είκοσι χρόνια. Σε μια τηλεφωνική επικοινωνία από τη Μαδρίτη, όπου μένει, ο Κοράσα είπε ότι ο Μπαρδέμ όχι μόνο τον συμβουλεύεται όταν προετοιμάζει ένα ρόλο, αλλά παρακολουθεί επίσης τα εργαστήριά του, όπου καμιά φορά συναναστρέφεται με αρχάριους ηθοποιούς.
Οικογενειακή παράδοση
Ο Χαβιέ Μπαρδέμ συνεχίζει μια οικογενειακή παράδοση. Εκτός από τη μητέρα του, ο παππούς και η γιαγιά του από τη μητρική πλευρά ήταν επίσης διακεκριμένοι ηθοποιοί και ένας θείος του ήταν σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Ο Χαβιέ, όμως, αντιστάθηκε στο οικογενειακό επάγγελμα. Μικρός έπαιζε ράγκμπι, ενασχόληση που του χάρισε διάφορα κατάγματα, αλλά και τη βαθιά αίσθηση της συλλογικής δουλειάς. Αργότερα, ήθελε να γίνει ζωγράφος. Συμπέρανε όμως τελικά ότι το πρωταρχικό του ενδιαφέρον ήταν πώς εκφράζουν οι άνθρωποι τα συναισθήματά τους.
Τα χρόνια που πέρασε παρακολουθώντας τη μητέρα του, του έδωσαν μια βάση για να αντλήσει έμπνευση. «Εκείνο που με γοήτευε ήταν να την ακούω», θυμάται. «Αρχιζε να μιλάει κι έπειτα σταματούσε και διόρθωνε τον εαυτό της, ξανά και ξανά. Υστερα από μια περίπου ώρα τεχνικής μελέτης και απομνημόνευσης, η ηθοποιός εμφανιζόταν και απογειωνόταν». Το μάθημα που άντλησε από αυτήν την εμπειρία, όπως έχει πει, είναι ότι «για να φτάσεις την τέχνη πρέπει να δουλέψεις πολύ σκληρά». «Η τέχνη δεν υπάρχει απλώς ως ταλέντο. Υπάρχει ως προσπάθεια, εργασία και κριτικό πνεύμα».
Στο παρελθόν, όπως λέει, το παιχνίδι ήταν γι’ αυτόν το ίδιο σημαντικό με τη δουλειά του. Ο γάμος του όμως με την ηθοποιό Πενέλοπε Κρουζ και η επικείμενη άφιξη του παιδιού τους φαίνεται ότι έχουν φέρει σταθερότητα στη ζωή του. Οπως λέει ο Χουάν Κάρλος Κοράσα, ο «προπονητής» του: «Είναι μια πολύ γόνιμη στιγμή γι’ αυτόν, έχει φτάσει σε ένα επίπεδο ωριμότητας όπου σκέφτεται λιγότερο τον εαυτό του και πιο πολύ τους άλλους».
(η ελληνική μετάφραση δημοσιεύτηκε στην εφ. H KAΘHMEPINH 23-01-2011)