Το κλασικό μυθιστόρημα της Σαρλότ Μπροντέ επιβεβαιώνει την ανθεκτική γοητεία που ασκεί στους κινηματογραφιστές
του Charles McGrath/ The New York Times -International Herald Tribune
Ο Κάρι Φουκουνάγκα/Cary Fukunaga, ο σκηνοθέτης της καινούργιας κινηματογραφικής εκδοχής της «Τζέιν Εϊρ»/ Jane Eyre, αστειευόταν πρόσφατα λέγοντας ότι υπάρχει ένας άγραφος νόμος που απαιτεί να ξαναγυρίζεται η «Τζέιν Εϊρ» κάθε πέντε χρόνια. Και φαίνεται να έχει κάποιο δίκιο. Από όλα τα κλασικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, η «Τζέιν Εϊρ» της Σαρλότ Μπροντέ είναι μακράν το πιο κινηματογραφημένο, ξεπερνώντας ακόμα και το ανθεκτικό «Υπερηφάνεια και προκατάληψη».
Μέχρι τώρα έχουν γυριστεί τουλάχιστον 18 κινηματογραφικές εκδοχές, με πρώτη τη βωβή ταινία του 1910, καθώς και εννέα τηλεοπτικές «Τζέιν». Ορισμένες, μάλιστα, ανάμεσά τους και η τρέχουσα (που άρχισε να προβάλλεται στις ΗΠΑ την περασμένη εβδομάδα και αναμένεται λίγο αργότερα στην Ευρώπη), κινηματογραφήθηκαν στην ίδια τοποθεσία: στο Χάντον Χολ, ένα παμπάλαιο, επιβλητικό αρχοντικό στο ανεμοδαρμένο Ντέβονσαϊρ. Οι κινηματογραφόφιλοι, λοιπόν, δεν πρέπει να νιώθουμε τύψεις αν μπερδεύουμε τις διάφορες Τζέιν Εϊρ που έχουμε δει: την Τζόαν Φοντέιν, την ασπρόμαυρη Τζέιν του 1943, να μεταμορφώνεται ξαφνικά σε χρωματιστή Σουζάνα Γιορκ και τον Ρότσεστερ, σαν ήρωα ταινίας τρόμου, να αλλάζει όψεις από Ορσον Ουέλς σε Τζορτζ Σκοτ και αμέσως μετά σε Τίμοθι Ντάλτον.
Γιατί ακόμη μία;
Αν δεν έχει γυριστεί η «οριστική» ταινία «Τζέιν Εϊρ», ωστόσο δεν υπήρξε και καμία που να ήταν τελείως χάλια. Ακόμα και η μελό εκδοχή του Φράνκο Τζεφιρέλι του 1996, με τον Ουίλιαμ Χαρτ να υποδύεται αμήχανα τον Ρότσεστερ σαν ξενέρωτο εκκεντρικό παρά σαν ένα θυελλώδη βυρωνιανό, έχει κι αυτή τις καλές στιγμές της. Γιατί, λοιπόν, άλλη μία «Τζέιν Εϊρ», αφού υπάρχουν τόσες ήδη διαθέσιμες σε DVD ή στο Iντερνετ; Η πιο απλή απάντηση είναι πως ριμέικ ταινιών γίνονται όλη την ώρα και τα μεγάλα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα –ιδιαίτερα της Οστεν, του Ντίκενς και των αδελφών Μπροντέ– έχουν αποδειχθεί ανεξάντλητες πηγές κινηματογραφικής έμπνευσης.
Ο Ντάγκλας Μακ Γκραθ, ο οποίος σκηνοθέτησε κινηματογραφικές εκδοχές των μυθιστορημάτων «Εμμα» της Οστεν και «Νίκολας Νίκλεμπι» του Ντίκενς, έγραψε πρόσφατα σε ένα ηλεκτρονικό μήνυμα: «Εκείνο που κάνει κλασικό το κλασικό είναι ότι η ιστορία που αφηγείται έχει ουσιαστική σημασία για οποιαδήποτε γενιά την διαβάζει. Αλλιώς δεν θα ήταν κλασικό, θα είχε ξεχαστεί. Και πιστεύω ότι η διαχρονική σημασία τους οφείλεται στο ανθρώπινο δίλημμα στο κέντρο τους. Οι λεπτομέρειες εποχής –τα κοστούμια, οι άμαξες, τα κηροπήγια, τα ξεχασμένα έθιμα– είναι η γαρνιτούρα και όχι το κύριο πιάτο».
Στην περίπτωση της «Τζέιν Εϊρ», όπως επισήμανε πρόσφατα η Αλισον Οουεν, η παραγωγός και κινητήρια δύναμη πίσω από την καινούργια ταινία, όπου πρωταγωνιστούν η Μία Βασικόβσκα και ο Μίκαελ Φασμπέντερ, υπάρχει επίσης ένας απλός, πραγματιστικός λόγος: ως έργο εποχής, η «Τζέιν Εϊρ» είναι σχετικά φθηνή. «Τα πρόσωπα του έργου είναι λίγα, δεν χρειάζεσαι τεράστιες γκαρνταρόμπες και τα σκηνικά δεν κοστίζουν τίποτα. Στρέφεις τις κάμερες προς εκείνους τους βάλτους και είναι σαν να έχεις ένα φιλμ του Ντέιβιντ Λιν». Ο βαθύτερος λόγος, όμως, που την ώθησε να γυρίσει την ταινία είναι η αγάπη της για το μυθιστόρημα. Εκδόθηκε το 1847, περίπου τριάντα χρόνια μετά το «Υπερηφάνεια και προκατάληψη» κι όμως, όπως επισήμανε ο Κάρι Φουκουνάγκα, ένας ολόκληρος κόσμος χωρίζει τα δύο βιβλία. «Η Τζέιν Οστεν είναι σαν το “Gossip Girl”, ενώ η Σαρλότ και η Εμιλι είναι σαν γοτθικές δίδυμες», είπε. «Ο συναισθηματικός κόσμος όπου κατοικούσαν οι αδελφές Μπροντέ ήταν πολύ πιο σκοτεινός και επικίνδυνος».
«Κοριτσίστικο» μυθιστόρημα
Είναι επίσης ένας κόσμος με τον οποίο οι σύγχρονοι αναγνώστες, ιδιαίτερα οι γυναίκες, μπορούν πιο άμεσα να ταυτιστούν. Η ιστορία ενός ορφανού κοριτσιού που γίνεται γκουβερνάντα, παλεύει για να σταθεί στα πόδια της και βρίσκει την αληθινή αγάπη σε μια στοιχειωμένη έπαυλη, ενώ αφήνει την καρδιά της να ξεχυθεί σελίδα με τη σελίδα σε μια χυμώδη, καθηλωτική πρόζα, η «Τζέιν Εϊρ» είναι ταυτόχρονα μια γοτθική ιστορία τρόμου και το πρώτο, εξαιρετικά ικανοποιητικό, «κοριτσίστικο» μυθιστόρημα.
«Υπήρξε το αγαπημένο μου βιβλίο από τα 11 χρόνια μου και πάντα αισθανόμουν ότι δεν έχει αποδοθεί τόσο καλά στις ταινίες», είπε η Αλισον Οουεν. «Ενας λόγος ήταν πως η Τζέιν παρουσιάζεται συνήθως σαν ώριμη γυναίκα και όχι σαν κοπέλα στα όρια της εφηβείας. Το μυθιστόρημα, όμως, δεν είναι γραμμένο από αυτή τη σκοπιά, γι’ αυτό ελκύει τόσο τα νεαρά κορίτσια. Η Μία ήταν 19 ετών όταν έπαιξε τον ρόλο, ακριβώς στην ηλικία της Τζέιν».
Οι συντελεστές
Ο 33χρονος Αμερικανός κινηματογραφιστής Κάρι Φουκουνάγκα είχε στο ενεργητικό του μόνο ένα μεγάλου μήκους φιλμ, το «Sin Nombre», μια ταινία γυρισμένη στα ισπανικά, με θέμα Λατινοαμερικανούς που προσπαθούν να περάσουν παράνομα στις ΗΠΑ, για την οποία έκανε έρευνα ταξιδεύοντας σε εμπορικά τρένα μαζί με λαθρομετανάστες.
Η Οουεν του πρότεινε να σκηνοθετήσει την «Τζέιν Εϊρ», στηριγμένη και στην εμπειρία της από την παραγωγή του φιλμ «Ελίζαμπεθ», με την Κέιτ Μπλάνσετ, που το σκηνοθέτησε ο Σεκάρ Καπούρ.
Για τον Φουκουνάγκα, η καλύτερη έως τώρα κινηματογραφική «Τζέιν Εϊρ» είναι το φιλμ του Ρόμπερτ Στίβενσον, με την Τζόαν Φοντέιν και τον Ορσον Ουέλς. Τον δίδαξε, όπως λέει, τη σημασία της εξισορρόπησης των διαφόρων στοιχείων του έργου.
«Κάνεις ένα ερωτικό δράμα εποχής ή μια ταινία τρόμου; Πώς βαδίζεις ανάμεσα στα δύο; Στην πεζογραφία, λόγω της μεγάλης διάρκειας, μπορείς να εναλλάσσεις τόνους και ατμόσφαιρες. Η ταινία, όμως, είναι μια δουλειά εξισορρόπησης».
Ολοι συμφωνούν ότι η ερμηνεία της Μία Βαζικόφσκα υπήρξε καθοριστική για το φιλμ. Η νεαρή Αυστραλή ηθοποιός είχε μόλις τελειώσει τα γυρίσματα της ταινίας του Τιμ Μπάρτον «Η Αλίκη στη Xώρα των Θαυμάτων», όταν της προτάθηκε να ερμηνεύσει την Τζέιν Εϊρ.
«Εκείνο που αγάπησα στην Τζέιν», είπε, «είναι ότι έχει αυτήν την έμφυτη αίσθηση αυτοσεβασμού, ενώ δεν υπήρξε τίποτα στη ζωή της που να την έχει στηρίξει. Το κάθε τι που καταφέρνει οφείλεται στη δική της προσπάθεια».
(η ελληνική μετάφραση δημοσιεύτηκε στην εφ. H KAΘHMEPINH 13-03-2011)