thehunt1.jpg

Στη νέα ταινία του γίνεται μοναχικός κυνηγός, ενώ ετοιμάζεται να ξανασυνεργαστεί με τον Λαρς φον Τρίερ

του Steve Rose/ The Guardian

Είναι ένα χρόνιο παράδοξο. Τα στούντιο ξοδεύουν τεράστια ποσά για να συγκεντρώσουν τις προσπάθειες εκατοντάδων έμπειρων τεχνικών, ηθοποιών και κομπάρσων – και όμως το σινεμά συχνά είναι στις πιο συναρπαστικές στιγμές του όταν απλώς δείχνει ένα άτομο να κάνει σιωπηλά τη δουλειά του. Υπάρχουν άπειρα παραδείγματα: ο Τζέιμς Στούαρτ να παρακολουθεί την Κιμ Νόβακ στο «Δεσμώτης του ιλίγγου», ο Ντέιβιντ Χέμινγκς να εξετάζει τα φιλμ των φωτογραφιών του στο «Blow-Up», ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις να σκάβει υπόγειες στοές στο «Θα χυθεί αίμα». Υπάρχει η τάση να μη θεωρείται ηθοποιία όταν κάποιος «κάνει απλώς κάτι» – ίσως όμως ο τρόπος που το κάνει, απορροφώντας το βλέμμα του θεατή, να είναι η σφραγίδα του μεγάλου ηθοποιού.
Στη νέα ταινία του, «The Hunter», ο Γουίλεμ Νταφόε/ Willem Dafoe, «κάνει κάτι» πολύ καλά: ο ήρωας που ερμηνεύει αναζητεί την τελευταία τίγρη της Τασμανίας, την οποία τού έχει αναθέσει να σκοτώσει μια φαρμακευτική εταιρεία που θέλει τα όργανα, το δέρμα και το αίμα της (η τελευταία πραγματική «τίγρη» της Τασμανίας –που δεν ήταν αιλουροειδές αλλά μαρσιποφόρο– θεωρείται ότι πέθανε το 1936). Ανθρωποι και πολιτικές περιφέρονται γύρω από τον μοναχικό κυνηγό – αλλά η ταινία είναι στα καλύτερά της όταν τον παρακολουθεί να αναζητεί τη σχεδόν μυθική λεία του μέσα στην ομιχλώδη άγρια φύση της Τασμανίας. Καθώς εξετάζει χάρτες, στήνει παγίδες, γδέρνει νεκρά ζώα και ανιχνεύει πατήματα, το αυστηρό του πρόσωπο φαίνεται άγρια χαραγμένο και ανεμοδαρμένο σαν το τοπίο. Ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ είχε πει πως το μόνο που χρειάζεσαι για μια ταινία είναι ένα κορίτσι κι ένα πιστόλι· στο φιλμ «The Hunter», το μόνο που χρειάζεται είναι ο Νταφόε και ένα νεκρό μαρσιποφόρο.
Εύκολα καταλαβαίνεις γιατί ο «Κυνηγός» ήταν ένας ρόλος κομμένος και ραμμένος για τον Νταφόε. Εχει μια πολύ ξεχωριστή παρουσία ως ηθοποιός, με εκείνο το πλατύ, οστεώδες πρόσωπο και τη χαμηλότονη, τραχιά, σοκολατένια φωνή του. Κατά κάποιο τρόπο, όμως, ποτέ δεν διέθετε το συμβατικό υλικό του πρωταγωνιστή. Δεν διαθέτει άλλωστε τίποτα το συμβατικό. Εχει εξερευνήσει ολόκληρο το φάσμα του κινηματογράφου: έχει ερμηνεύσει εξαιρετικά καλούς ήρωες, ξεκινώντας από τον Ιησού (στον «Τελευταίο πειρασμό» του Σκορσέζε), αλλά και ακραία κακούς (στον «Spider–Μan» και στο «Κάποτε στο Μεξικό»), ή απλώς ακραίους (τον ανατριχιαστικό Μπόμπι Περού στην «Ατίθαση καρδιά», τον Μαξ Σρεκ στη «Σκιά του βρικόλακα»). Σπανίως όμως τον βλέπουμε σε όλες τις σκηνές της ταινίας, όπως γίνεται στον «Κυνηγό». «Μπορείς να βασιστείς στη διαίσθησή σου όταν έχεις έναν πιο εκτεταμένο ρόλο», λέει. «Μπορείς να μπεις μέσα στην ποίηση της αφήγησης, αντί να πατάς απλώς κουμπιά».
anti2.jpgΟ Νταφόε λατρεύει την περιπέτεια, να μαθαίνει καινούργια πράγματα σε μακρινά μέρη. Είναι άνθρωπος της δράσης και του αρέσει να κάνει ο ίδιος τις «δύσκολες» σκηνές του, χωρίς να τον ντουμπλάρουν. Ακόμα κι όταν απλώς βαδίζει ανάμεσα στους θάμνους, υπάρχει μια φυσική χάρη στις κινήσεις του, σαν να είναι γυμναστής ή ακροβάτης τσίρκου. Από κοντά, φαίνεται ευκίνητος και γεροδεμένος, σε εξαιρετικά καλή φόρμα για τα 56 του χρόνια.
Το ριψοκίνδυνο πνεύμα του τον έχει οδηγήσει μερικές φορές σε επικίνδυνα ή και απλώς μπελαλίδικα εγχειρήματα. Εχει το μερίδιό του σε αποτυχημένα φιλμ, όπως το φετινό «John Carter» όπου παίζει έναν πολεμιστή από τον Αρη, για να μην αναφέρουμε το «Ενοχο κορμί», όπου σε μια ξεχωριστή σκηνή η Μαντόνα στάζει καυτό κερί πάνω στο γυμνό σώμα του. Υπάρχουν και ορισμένα «ερωτικά θρίλερ» στον κατάλογό του, ανάμεσά τους και ένα που γύρισε με τη γυναίκα του, την Ιταλίδα κινηματογραφίστρια Τζάντα Κολαγκράντε, με τίτλο «Before It Had a Name».
«Οι αποτυχίες είναι αναπόφευκτες, αλλά αξίζει τον κόπο να ρισκάρεις. Νομίζω ότι, σε κάποιο επίπεδο, κάνεις τα καλύτερα πράγματα όταν είσαι λιγάκι εκτός ισορροπίας, λίγο φοβισμένος. Μου αρέσουν οι ερμηνείες όπου δεν βλέπεις καθαρά, αλλά αισθάνεσαι».
Η ταινία του που προκάλεσε τον μεγαλύτερο θόρυβο ήταν ο «Τελευταίος πειρασμός», το 1988. Ο Ιησούς που ερμήνευσε ο Νταφόε στο φιλμ του Σκορσέζε (στηριγμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη) παρουσιάζεται να υποκύπτει στο «θανάσιμο αμάρτημα» και να κάνει έρωτα με τη Μαρία Μαγδαληνή – κάτι που οδήγησε σε βίαιες διαμαρτυρίες από χριστιανικές ομάδες, απαγορεύσεις, ακόμα και εμπρησμούς κινηματογράφων.

«Νυμφομανής»!
Ο Νταφόε δεν είχε φανταστεί ότι ο «Τελευταίος πειρασμός» θα προκαλούσε τόση αναστάτωση. «Σκεφτόμουν, εδώ γυρίζονται ταινίες σφαγής και σκληρά πορνό, γιατί να προκαλέσει αυτό το φιλμ; Προφανώς, σκεφτόμουν απλοϊκά. Πολιτικά, χρησιμοποιήθηκε σαν αφορμή συσπείρωσης για στόχους που δεν είχαν καμιά σχέση με την ταινία».
Τριάντα χρόνια αργότερα, είναι πάντα ανοιχτός σε ριψοκίνδυνες ταινίες που οι περισσότεροι ηθοποιοί του διαμετρήματός του δεν θα άγγιζαν, σαν τον «Αντίχριστο» του Λαρς φον Τρίερ – μια ενδιαφέρουσα αντίστιξη στον ρόλο του Ιησού.
Η ταινία δεν ενόχλησε τόσο ως ιερόσυλη όσο εξαιτίας των φρικιαστικών σκηνών ακρωτηριασμού που περιέχει και του απροκάλυπτου σεξ (με «αντικαταστάτες σώματος»). Ο ηθοποιός αισθάνεται ότι δεν έχει πολλά να πει. «Βουτάω στα βαθιά, χωρίς να σκέφτομαι πολύ. Δεν εξαρτάται από μένα. Εκανα την ταινία και την υποστηρίζω». Τώρα συνεργάζεται με τον Φον Τρίερ για την επόμενη ταινία του, για την οποία ο σκηνοθέτης ελπίζει ότι θα είναι αντάξια του τίτλου της: «Νυμφομανής».

(η ελληνική μετάφραση δημοσιευτηκε στην εφ. H KAΘHMEPINH  29-07-12)