Νέοι κινηματογραφιστές τολμούν και αμφισβητούν το λούστρο και την υποκρισία του Μπόλιγουντ
του Nirpal Dhaliwal /The Guardian
Στο φεστιβάλ ινδικού κινηματογράφου που διεξήχθη τον περασμένο μήνα στο Λονδίνο, οι προβολές άρχισαν με την ταινία «Οι συμμορίες του Βασεϊπούρ»/ Gangs Of Wasseypur, ένα κινηματογραφικό έπος με θέμα τις εγκληματικές δυναστείες που ελέγχουν μία πόλη με ορυχεία στο κρατίδιο του Τζαρκάντ. Παρουσιάζοντας το ωμό πορτρέτο μιας πραγματικότητας που ποτέ δεν εμφανίζεται στη γυαλιστερή ουτοπία του Μπόλιγουντ, η ταινία προαναγγέλλει ένα κινηματογραφικό κίνημα που στρέφεται στην αποκάλυψη της υποκρισίας της ινδικής κοινωνίας σχετικά με την αδικία, το έγκλημα, τις διακρίσεις, τη στρεβλή ανάπτυξη. Και είναι ένα κίνημα που δεν περνάει απαρατήρητο: οι «Συμμορίες» ήταν μεταξύ των ταινιών που επιλέχθηκαν για να προβληθούν στο δεκαπενθήμερο σκηνοθετών στο φετινό φεστιβάλ των Καννών. Οι κριτικοί τη λάτρεψαν.
Στο φεστιβάλ του Λονδίνου προβλήθηκε επίσης η ταινία «Gandu», ένα μιούζικαλ «ραπ» με θέμα έναν νεαρό αιχμαλωτισμένο στα ναρκωτικά και στη λαχτάρα του για δόξα και σεξ. Παρότι απαγορεύτηκε στην Ινδία (λόγω της «χυδαίας» γλώσσας της και των σκηνών με κάπνισμα οπίου και αυνανισμούς), έγινε μια από τις πιο πολυσυζητημένες ταινίες στη χώρα. Είναι περιθωριακός κινηματογράφος, ακολουθεί όμως mainstream επιτυχίες όπως το περυσινό φιλμ «Η βρώμικη εικόνα» –με θέμα τη «σκαμπρόζικη» καριέρα μιας Ινδής κινηματογραφικής σειρήνας–, που η επιτυχία του αποκαλύπτει μια μεγαλύτερη ειλικρίνεια στη συζήτηση της σεξουαλικότητας. Στις Κάννες είχε επίσης θερμή υποδοχή η ταινία «Miss Lovely», μια ιστορία με θέμα τη βιομηχανία σοφτ πορνό στη Βομβάη της δεκαετίας του ’80.
Αυτός ο νέος κινηματογράφος είναι ταυτόχρονα αποτέλεσμα και αντίδραση στην ανάπτυξη της Ινδίας αφότου «άνοιξε» την οικονομία της στον υπόλοιπο κόσμο. Με μελαψούς ήρωες που βρίζουν ασύδοτα σε τοπική διάλεκτο, και χωρίς καθιερωμένους σταρ, οι «Συμμορίες του Βασεϊπούρ» είναι ασυνήθιστη ταινία που η παραγωγή της έγινε δυνατή χάρη στη νέα ρευστότητα της ινδικής κοινωνίας. Τόσο ο διευθυντής της εταιρείας παραγωγής Viacom, ο Βίκραμ Μαλόρτα, όσο και ο σκηνοθέτης Ανουράγκ Κασιάπ/ Anurag Kashyap, είναι «παρείσακτοι» στο Μπόλιγουντ, έναν κόσμο όπου κυριαρχούν οι δεσμοί οικογενειοκρατίας και η φορμαλιστική κινηματογραφία. Η ταινία τους είχε την τόλμη να δείξει βρώμικες αλλά αληθινές πτυχές της ζωής στην Ινδία, φέρνοντας σε πρώτο πλάνο την ανομία και την παραβατικότητα που κυριαρχούν παράλληλα με την πολυδιαφημισμένη ανάπτυξη της χώρας. Θυμίζει τα άνυδρα, κυνικά γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε, και δεν έχει καμιά σχέση με τα μελό πολυτελείας που κυριαρχούν στο ινδικό σινεμά.
«Ηθελα απλώς να είμαι ειλικρινής», λέει ο Ανουράγκ Κασιάπ για το φιλμ, το πιο ακριβό που έγινε στην Ινδία χωρίς σταρ πρωταγωνιστές. «Συναντήθηκα με μια ιστορία που με αιχμαλώτισε και θέλησα να φανώ τίμιος απέναντί της». Εχει ιστορικό σκηνοθεσίας τολμηρών ταινιών, με πιο γνωστή ανάμεσά τους τη «Μαύρη Παρασκευή» του 2004, η οποία αφηγείται την ιστορία της έκρηξης βομβών, το 1993, στη Βομβάη και τις σεκταριστικές αντιπαλότητες που κρύβονταν πίσω τους.
Η ενθουσιώδης διεθνής ανταπόκριση στη νέα του ταινία βοήθησε να εξουδετερωθούν οι τοπικές επικρίσεις. «Οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην υποδοχή της στις Κάννες, αλλά και στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης. Οι διαμορφωτές γνώμης ενθουσιάστηκαν με το φιλμ και οι ηθικολόγοι δεν είχαν την ευκαιρία να πουν τίποτα», λέει ο Ανουράγκ Κασιάπ. «Τα social media έφεραν πολλά πράγματα στην επιφάνεια στην Ινδία».
Η σύγχυση μιας κοινωνίας που παραμένει δέσμια στα πανάρχαια ήθη και έθιμά της ενώ βιώνει όλο και εντονότερα την επίδραση του έξω κόσμου αποδίδεται πολύ εύστοχα στο φιλμ «Gandu», όπου ο ομώνυμος ήρωας είναι ένας αγχωμένος σκίνχεντ, που επιθυμεί διακαώς να ραπάρει μαζί με τους Asian Dub Foundation, ενώ αλητεύει και μαστουρώνει στους δρόμους της Καλκούτας. Γυρισμένη σε ασπρόμαυρο, η ταινία αναμειγνύει σουρεαλιστικά την μποέμικη εκκεντρικότητα του Τζιμ Τζάρμους και την ωμή σεξουαλικότητα του Ναγκίσα Οσιμα και δεν μοιάζει με κανένα ινδικό φιλμ απ’ όσα έχουμε δει έως σήμερα.
Το ραπ «Gandu»
Ο σκηνοθέτης του «Gandu», Κουασίκ Μουκερτζί, ο οποίος έχει μεγαλώσει στην Καλκούτα, προκαλεί ανοιχτά μια κοινωνία «ακραία συντηρητική και ηθικολόγο, όπου υπάρχει χάσμα ανάμεσα στην κοινωνική συμπεριφορά και την ιδιωτική ταυτότητα», όπως λέει. Η ταινία του σαρκάζει τη βιομηχανία παραγωγής μύθων του Μπόλιγουντ, που παρουσιάζει τη σύγχρονη Ινδία σαν «μια εκδοχή του αμερικανικού ονείρου της δεκαετίας του ’70, πλούσια, ωραία, καθωσπρέπει και εκτυφλωτικά λουστραρισμένη». Οπως λέει: «Στην Ινδία έχουμε έναν καταπληκτικό τρόπο να προστατεύουμε τον εαυτό μας από την κοινωνική πραγματικότητα και να προσποιούμαστε ότι τίποτα κακό δεν συμβαίνει. Αν δεν προσποιείσαι δεν μπορείς να φτάσεις πουθενά στην Ινδία. Ο καθένας παριστάνει ότι είναι καλός γιος, καλός σύζυγος, καλός πατέρας». Το «Gandu» έχει διαρρεύσει στο Ιντερνετ και το έχουν «κατεβάσει» πάνω από ένα εκατομμύριο φορές, ενώ πειρατικά DVD πωλούνται ανοιχτά στους δρόμους των ινδικών πόλεων. Πρόσφατα δόθηκε κυβερνητική άδεια προβολής του στο κύκλωμα των ινδικών φεστιβάλ και έχει ανοίξει σοβαρή συζήτηση πάνω στη λογοκρισία.
(η ελληνική μετάφραση δημοσιευτηκε στην εφ. H KAΘHMEPINH 12-08-12)