Ο Ζαν-Λουί Τρεντινιάν και η Εμανουέλ Ριβά μιλούν για τον Χάνεκε, τις Κάννες, τη χαρά της ζωής
του Xan Brooks /The Guardian
Την τελευταία φορά που βλέπουμε την Εμανουέλ Ριβά/ Emmanuelle Riva στο «Amour», κείτεται χλωμή και άψυχη σ’ ένα διπλό κρεβάτι, με πέταλα λουλουδιών ριγμένα γύρω από το κεφάλι της, τα φώτα χαμηλωμένα και τα στόρια κατεβασμένα. Την τελευταία φορά που βλέπουμε τον Ζαν-Λουί Τρεντινιάν/ Jean-Louis Trintignant στην ταινία, είναι ζωντανός αλλά αφανισμένος από τον πόνο, με βλέμμα άδειο, σαν να μη βρίσκεται εκεί. Το φιλμ του Μίκαελ Χάνεκε/ Michael Haneke προσφέρει ένα συγκλονιστικά αφτιασίδωτο πορτρέτο της σκληρής διαδρομής προς τον θάνατο, εστιάζοντας στις τελευταίες μέρες ενός ηλικιωμένου ζευγαριού.
Υστερα από όλα αυτά, ομολογώ ότι ένιωσα παράξενα βλέποντας τους πρωταγωνιστές ολοζώντανους και γελαστούς να κάθονται παρέα στο φωτεινό σαλόνι ενός παρισινού ξενοδοχείου, δίπλα στην Αψίδα του Θριάμβου. Η Εμανουέλ Ριβά μιλάει για ποίηση σερβίροντας τσάι, ο Τρεντινιάν στριφογυρίζει το μπαστούνι του με το ένα χέρι και χειρονομεί με το άλλο συζητώντας. Φαίνονται τόσο ακμαίοι που νομίζω πως βλέπω την ιδιωτική προβολή ενός απίθανου σίκουελ: «Amour 2: Και η ζωή συνεχίζεται».
Η Ριβά είναι 85 ετών, ο Τρεντινιάν 81 και αμφότεροι έχουν μακρύ και ένδοξο καλλιτεχνικό μητρώο. Η πρώτη έχει συνδεθεί άρρηκτα με τη γαλλική κινηματογραφική ιστορία χάρη στον ρόλο της στην πρωτοποριακή ταινία του Αλέν Ρενέ «Χιροσίμα, αγάπη μου» το 1959, ενώ έκανε επίσης ταινίες με τον Ζορζ Φανζού, τον Ζαν-Πιερ Μελβίλ και άλλους. Ο Τρεντινιάν πρωτοέγινε γνωστός παίζοντας τον αδέξιο, ντροπαλό νεαρό που ερωτεύεται την Μπριζίτ Μπαρντό στο «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα». Στη συνέχεια πρωταγωνίστησε σε πολυάριθμες ταινίες, στη Γαλλία και στο εξωτερικό, ανάμεσά τους το «Ενας άντρας και μια γυναίκα» του Λελούς, «Η νύχτα με τη Μοντ» του Ρομέρ, «Ο κομφορμίστας» του Μπερτολούτσι, «Ζ» του Κώστα Γαβρά. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, οι δυο τους έπαιξαν στην περίφημη «τριλογία των χρωμάτων» του Κριστόφ Κισλόφσκι. Η Ριβά ερμήνευσε τη μητέρα της Ζιλιέτ Μπινός στο «Μπλε», ο Τρεντινιάν τον δικαστή στο «Κόκκινο».
«Νομίζω ότι υπάρχουν αρκετές ομοιότητες ανάμεσα στον Κισλόφσκι και τον Χάνεκε», λέει ο Τρεντινιάν. «Στην πραγματικότητα, θα τους έβαζα στην ίδια οικογένεια με τον Μπέργκμαν και τον Ταρκόφσκι. Εχουν όλοι μια γενναιόδωρη, σε βάθος θεώρηση του κόσμου».
«Ναι, αλλά νομίζω ότι ο Χάνεκε είναι πιο χαρούμενος, πιο χαμογελαστός», προσθέτει η Ριβά. «Ο Κισλόφσκι δεν μου φάνηκε πολύ ευτυχισμένος άνθρωπος».
Ομολογώ ότι ούτε ο Χάνεκε μου δίνει την εντύπωση του εύθυμου. Στο κάτω κάτω είναι ο άνθρωπος που έβαλε την Ιζαμπέλ Ιπέρ να περνάει φοβερές δοκιμασίες στη «Δασκάλα του πιάνου» και μια ολόκληρη οικογένεια να δολοφονείται από έφηβους της «διπλανής πόρτας» στο «Funny Games». Ανίχνευσε τα πρώιμα σημάδια για την άνοδο του ναζισμού στην «Ασπρη κορδέλα» και έκανε καταβύθιση στο σκοτάδι με το «Amour». Θα έλεγα ότι μάλλον είναι σκυθρωπός.
«Οχι, όχι, καθόλου σκυθρωπός», επιμένει ο Τρεντινιάν. «Αυστηρός, ναι. Εννοώ, το θέμα της ταινίας ήταν οπωσδήποτε πολύ έντονο. Αλλά διασκεδάσαμε αρκετά στα γυρίσματα».
Η ταινία του Χάνεκε είναι σκληρή, συγκινητική και τελικά υπερβατική. Τιμήθηκε με τον Χρυσό Φοίνικα όταν έκανε την πρεμιέρα της στο φετινό Φεστιβάλ των Καννών. Και η επιτυχία αυτή έριξε και πάλι τα φώτα της δημοσιότητας πάνω στους πρωταγωνιστές της, αν και οι ίδιοι δεν φαίνεται να εντυπωσιάζονται.
«Εκείνο που δεν μου αρέσει όσον αφορά τις Κάννες είναι ο ανταγωνισμός, το ότι πρέπει να παλέψεις με τους άλλους, να υπερασπιστείς τον εαυτό σου», λέει ο Τρεντινιάν. «Δεν μ’ αρέσει αυτό. Δεν φταίνε οι σκηνοθέτες, είναι ο τρόπος που λειτουργούν τα φεστιβάλ. Μια ταινία κερδίζει, μια ταινία χάνει. Δεν μπορείς όμως να συγκρίνεις έργα τέχνης μ’ αυτόν τον τρόπο».
Η Εμανουέλ Ριβά θυμάται που πήγε για πρώτη φορά στις Κάννες με το «Χιροσίμα, αγάπη μου». Η εντύπωσή της είναι ότι το φεστιβάλ ήταν λίγο πιο απλό, λίγο πιο ήσυχο τότε, στα τέλη της δεκαετίας του ’50, αν και ο Τρεντινιάν θέλει να αποφεύγει την υπερβολική νοσταλγία. Ακόμα και τα υπέροχα χρόνια, λέει, φαίνονται υπέροχα μόνο εκ των υστέρων.
«Ζήσε τη ζωή σου»
Ο Ζαν-Λουί Τρεντινιάν θεωρεί ότι έχει αποσυρθεί οριστικά από τον κινηματογράφο. Εκανε μια εξαίρεση για τον Χάνεκε, όπως λέει, γιατί δεν μπορείς να πεις όχι σ’ ένα φιλμ σαν το «Amour». Υποψιάζεται όμως ότι αυτό είναι όλο· έχει τελειώσει με τις ταινίες. Η Εμανουέλ Ριβά, από τη μεριά της, δεν αποσύρεται εντελώς από το παιχνίδι. «Αν τύχει κάποιοι να μου προσφέρουν ρόλους, θα μου άρεσε να παίξω. Αν όχι, και πάλι είμαι εντάξει. Αγαπώ τη ζωή», λέει. «Αγαπώ τη ζωή μέχρι θανάτου. Αν δεν παίξω σε άλλη ταινία, ποιος νοιάζεται; Είμαι 85, δεν με νοιάζει. Είμαι ακόμα ζωντανή και αυτό είναι υπέροχο».
«Είδα κάποτε μια διαφήμιση», λέει ο Τρεντινιάν. «Διαφήμιζε έναν κινηματογράφο και έλεγε “Αν αγαπάς τη ζωή, αγαπάς το σινεμά”».
«Αχ», αναστενάζει η Ριβά, «ναι!»
«Εντάξει, δεν νομίζω πως αυτό ισχύει», λέει ο Τρεντινιάν. «Αν αγαπάς τη ζωή, δεν θα πας να καθήσεις μέσα στο σκοτάδι σε κάποια κινηματογραφική αίθουσα, έτσι δεν είναι; Γιατί να το κάνεις αυτό; Πήγαινε και ζήσε τη ζωή σου». Καθώς η συνέντευξη τελειώνει, πίνει την τελευταία γουλιά απ’ το τσάι του, παίρνει το μπαστουνάκι του και πάει
(ελληνική μετάγραση H KAΘHMEPINH 22-12-2012)