Τις μέρες των εορτών επαναπροβλήθηκε έπειτα από 48 χρόνια ο «Αμλετ»/ Hamlet του Ρώσου σκηνοθέτη Γριγόρι Κοζνίτσεφ/ Grigori Kozintsev με πρωταγωνιστή τον Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι/ Innokenti Smoktunovsky. Το πιο πολύπλοκο ίσως από τα έργα του μεγαλύτερου δημιουργού της τέχνης του λόγου που γνώρισε η ανθρωπότητα, ερμήνευσαν κορυφαίοι ηθοποιοί, ο Λόρενς Ολίβιε, ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, ο Πολ Σκόφιλντ, ο Νίκολ Ουίλιαμσον. Ο καθένας τους εκμαιεύει κάποια καινούργια πλευρά του χαρακτήρα του ήρωα, από τον ονειροπόλο Ολίβιε, τον ανδροπρεπή και αποφασιστικό Μπάρτον ώς τον στοχαστικό Σμοκτουνόφσκι. Οπως σημειώνει ο μεγάλος θαυμαστής του Σαίξπηρ, Χάρολντ Μπλουμ, είμαστε όλοι δημιουργήματα του Σαίξπηρ γιατί μας έμαθε πώς να ακούμε τον εαυτό μας όταν συνομιλούμε μαζί του. Ο Αγγλος δραματουργός με τον επιπλοποιό πατέρα, άνοιξε ένα παράθυρο στο σύμπαν που έκτοτε δεν έχει κλείσει. Αντίθετα, ύστερα από δύο αιώνες σιωπής η ανθρωπότητα ξαναβρήκε τον Σαίξπηρ διά του δρος Τζόνσον και του Γκαίτε. Στον εικοστό και εικοστό πρώτο αιώνα, το ενδιαφέρον για τον Σαίξπηρ ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Ο πρώτος κοσμικός δραματουργός απευθύνεται σε ένα κοινό με ανησυχίες σαν τις δικές μας, σ’ έναν κόσμο χωρίς θεία πρόνοια και τον φόβο του θανάτου συντροφιά. Κατά τον Μπλουμ, ο Αγγλος δραματουργός μάς διδάσκει ακόμα πώς να δεχτούμε την αδιάκοπη αλλαγή του εαυτού μας και των άλλων από τον χρόνο. «Και μας μαθαίνει να δεχόμαστε την τελική αλλαγή μας. Ο Αμλετ είναι ο πρεσβευτής του θανάτου, ίσως από τους λίγους εντεταλμένους του θανάτου ο οποίος δεν ψεύδεται για την αναπόδραστη σχέση με αυτή τη χώρα που κανείς δεν έχει περιγράψει με εγκυρότητα» (Μπλουμ σ. 66).
Ο Αμλετ του Κοζνίτσεφ ξεφεύγει από το εσωτερικό των ανακτόρων του Ελσινορ προς τους ανοικτούς ορίζοντες και την αγριεμένη θάλασσα. Οι ιππείς που καλπάζουν στην πεδιάδα, ο στρατός του Φόρτινμπρας που βαδίζει προς τον πύργο του διεφθαρμένου θείου-βασιλιά, οι προτομές του οποίου τολμούν μια φευγαλέα αναφορά στον Στάλιν, το έρημο τοπίο όπου ο εύθυμος νεκροθάφτης βρίσκει το μικροσκοπικό κρανίο του γελωτοποιού, του Γιόρικ, για να το περάσει στον Αμλετ, η εξαίσια Οφηλία σαν ένα κλαράκι που τσακίζει η θύελλα, παρουσιάζει την πορεία της τρέλας της με σπασμωδικές κινήσεις ανδρείκελου. Τι να πρωτοθυμηθούμε από αυτό το αριστούργημα; Ο ίδιος ο Σμοκτουνόφσκι είναι ένας ενδοστρεφής, συγκρατημένος Αμλετ χωρίς τις υστερικές εκρήξεις προκατόχων του και εκτελεί τους διάσημους μονολόγους του όπως και ο Λόρενς Ολίβιε, με τη σκέψη του μόνο. Η πλοκή της τραγωδίας ανοίγεται στα ερευνητικά βλέμματα ενός πλήθους που παρίσταται σαν τον αρχαίο χορό. Το δράμα έτσι παύει να είναι υπόθεση προσωπικών διαφορών και αποκτά ευρύτερη πολιτική σημασία.
Για όσους έχασαν αυτή τη μοναδική ταινία τούς συνιστώ να την αναζητήσουν σε ταινιοθήκες ή στο YouTube.
Κάθε νέα ερμηνεία του Σαίξπηρ αποκαλύπτει τις ανεξάντλητες πιθανότητες που προσφέρει αυτός ο δημιουργός. Στον Δυτικό Κανόνα του Χάρολντ Μπλουμ (Gutenberg) διαβάζουμε ότι στο επίκεντρο του Μάκμπεθ βρίσκεται ο αγώνας του πρωταγωνιστή και της συντρόφου του ενάντια στον χρόνο. Εναν αμείλικτο χρόνο που δεν μπορούν να δαμάσουν ως άτεκνοι. Η δίψα για την εξουσία και η εγκληματική δράση που την παρακολουθεί, είναι το κακέκτυπο υποκατάστατο της στειρότητάς τους. Ο μοναδικός σύνδεσμος του Μάκμπεθ με τη ζωή είναι η σύζυγος και συνεργός του, λαίδη Μάκμπεθ. Οταν αυτή τρελαίνεται από τις τύψεις και αυτοκτονεί, η ζωή του Μάκμπεθ χάνει κάθε νόημα. Ο τελευταίος συγκλονιστικός του μονόλογος αποδίδει τη ματαιότητα μιας ύπαρξης χωρίς έρμα και συνεπώς και την ήττα του από τον πανίσχυρο χρόνο:
«Το αύριο και το αύριο και το αύριο,/ Σέρνεται με αυτόν τον ταπεινό ρυθμό από μέρα σε μέρα/ Ως την τελευταία συλλαβή του καταγραμμένου χρόνου/ Και όλα μας τα χθες φωτίσανε ανόητους στο δρόμο προς το σκονισμένο μνήμα./ Σβήσε σύντομο λυχνάρι, η ζωή δεν είναι παρά μια σκιά,/ Ενας φτωχός θεατρίνος που ξοδεύει τρέμοντας την ώρα του πάνω στη σκηνή και ύστερα/ δεν ξανακούγεται ποτέ./ Είναι η ιστορία που αφηγείται ένας ηλίθιος γεμάτος θόρυβο και πάθος,/ Χωρίς κανένα νόημα».
Ακόμα και αυτή η απελπισμένη φωνή μάς παρηγορεί με την ομορφιά της για τον χρόνο που φεύγει και μας συντροφεύει στη μοναχική μας διαδρομή.
* Ο κ. Θάνος Βερέμης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
(δημοσιεύθηκε στην εφ. H KAΘHMEPINH 05-01-2013)